Λίγο ακόμα και, μόλις στρίψουμε από την τελευταία γωνία, θ’ αφήσουμε πίσω μας και τις τελευταίες φωνές, τις τελευταίες νότες, τα τελευταία γέλια από τις φετινές γιορτές. Η μέρα ανεπαισθήτως άρχισε ν’ ανηφορίζει και ίσως είναι αυτό που κατά βάθος γιορτάζουμε: την ελπίδα που φέρνει ένα φως καθώς μεγαλώνει κι ας έχουμε ακόμα μπόλικο χειμώνα μπροστά μας. Χειμώνα σαν αχαρτογράφητη περιοχή, γιατί με τόσα και τόσα που κάθε μέρα έρχονται στο φως, μικραίνοντας στανικά τις μέρες-νεοσσούς, ποτέ δεν ξέρεις τι θα ξημερώσει. Κι έτσι, τώρα που μαζεύονται τα λαμπιόνια μιας ψεύτικης, έτσι κι αλλιώς, φωτοχυσίας, που στην υπερβολή της πόρρω απέχει από τα ζωτικά ψεύδη της ζωής μας, τώρα που οι κινήσεις έχουν τη γλυκύτητα της αργοπορίας, όπως κάθε αγαπητική «συγκομιδή» (όπου υπήρξαν χριστουγεννιάτικα στολίδια) σε μια τελετουργία εσώτατου αποχωρισμού, τώρα λοιπόν αναφαίνεται γυμνό το γεγονός και μας κοιτάζει κατάματα χωρίς να αφήνει περιθώρια για να κρυφτούμε: όταν τελειώνει η γιορτή -κάθε γιορτή-, πάντοτε περισσεύει κάτι που έμεινε απαρηγόρητο. Κάτι δεν τραγουδήθηκε, κάτι δεν χορεύτηκε, κάτι δεν ειπώθηκε.
Και ίσως μέσα σ’ αυτό το απαρηγόρητο να κρύβονται η αξία και η αναγκαιότητα της καταχείμωνης ευδίας, που ποτέ δεν είναι αρκετή για να γλυκάνει όλα τα πικρά. Και πιο πολύ για να γλυκάνει τον πόνο των ξέσκεπων, όχι μονάχα από στέγη, αλλά όλων εκείνων που δεν έχουν τίποτα να γιορτάσουν, ούτε μέσα τους ούτε έξω τους. Την ίδια στιγμή που οι υπεύθυνοι αυτής της φρίκης, της όχι πάντοτε φανερής, γιορτάζουν την ξερή χαρά των φιλάνθρωπων αισθημάτων τους μοιράζοντας ένα μουχλιασμένο ξεροκόμματο ανθρωπιάς σ’ εκείνους από τους οποίους άρπαξαν τα πάντα. Σχεδόν ή και σε πολλές περιπτώσεις την ίδια την έννοια της ανθρώπινης υπόστασης. Γιατί, βέβαια, όταν σε κατακλύζει το μαύρο, όταν είσαι μονάχα μαύρο, τότε είναι φορές που ακόμα και η ανθρώπινη υπόσταση μοιάζει πολυτέλεια. Εδώ κανένα φως δεν μπορεί να φτάσει, εδώ ο κόσμος δεν υπάρχει.
Κι αυτός ο κόσμος ζει και ανασαίνει μέσα σε όλες τις γιορτές όσο κι αν προσπαθούν να τον κρύψουν, να του κρεμάσουν λαμπιόνια, όπως είχε προτείνει για τους μετανάστες, χασκογελώντας, ο δημοτικός σύμβουλος τότε Θάνος Πλεύρης, προσθέτοντας «να τους βάλουμε να τρέχουν γύρω από την πλατεία Συντάγματος για στολισμό». Ο ίδιος που επί υπουργίας του -τούτες τις μέρες- μπήκε ταφόπλακα στο ΕΣΥ. Ο ομοτράπεζος και ομόσταβλος κομματικά, και τότε και τώρα, του Άδωνι Γεωργιάδη, ο οποίος σε μια καταγέλαστη ρεβύ πίστας περιοδεύει στα σούπερ μάρκετ σαν διαφήμιση απελπισίας όλων εκείνων που δεν μπορούν να αποκτηθούν από τους πολλούς, είτε πραγματικά είτε συμβολικά.
Και από δίπλα να παρελαύνουν οι σκοτεινοί «απόρρητοι», οι περίβλεπτοι «αδιευκρίνιστοι», οι σιωπηλοί παρακολουθούμενοι, κάνοντας τα παράσημα και τα διάσημα να κουδουνίζουν σαν θλιβερά, φτηνιάρικα τενεκεδάκια. Α, ναι, είχαν πολύ απαρηγόρητο υλικό οι φετινές γιορτές, γιατί πολλά έλειψαν από το τραπέζι και τις χειρονομίες της χαράς, πολλά δεν άφησαν οι άρπαγες για κείνους που είχαν το δικαίωμα μιας αγάπης αφημένης χωρίς όρους και όρια στην αγκαλιά κάθε κοινής λαχτάρας. Κι αυτό είναι ακόμα ένα έγκλημα ατιμώρητο. Αλλά τι λέω; Εδώ μένουν ατιμώρητα εγκλήματα επειδή κατά νόμο έχει απαγορευτεί η τιμωρία τους. Κι όπου υπάρχει νόμος, πάντα θα βρεθεί ο αρμόδιος Ντογιάκος προσπαθώντας να τον μπλοκάρει. Ή μια ανατριχιαστική κυβερνητική κοινοβουλευτική ομάδα, πότε για να στείλει στα δικαστήρια εκείνους τους δικαστικούς που ψάχνουν να εφαρμόσουν τον νόμο, πότε για να επισφραγίσει με νόμο τα κυβερνητικά ντιλ και πότε για να σιγήσει ατιμωτικά όταν παρακάμπτεται η ίδια κατά παράβαση του συντάγματος, ρημάζοντας το «ηθικό κεφάλαιο και το θεσμικό απόθεμα» της Δημοκρατίας (Κωστής Παπαϊωάννου).
Μια αληθινή γιορτή ολόκληρη η περίοδος διακυβέρνησης της Ν.Δ. για τα πετσωμένα ΜΜΕ, για τους σχολάρχες, για τους μαναντζαρέους, για τη στρατιά των τρωκτικών και των απευθείας αναθέσεων. Γιορτή χωρίς τέλος. Με αντίτιμο τη λειψή χαρά μας και την ανολοκλήρωτη λύπη μας. Με αντίτιμο τη δολοφονία της ζωής για ένα εικοσάρικο, υπό τα συγχαρητήρια του επί της φρίκης αρμόδιου υπουργού. Καιρός, λοιπόν, να θυμηθούμε: «Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος».
Κώστας Καναβούρης