Macro

Δημήτρης Παπανικολόπουλος: «Πεθαίνω σα χώρα»

Όλο τον Δεκέμβρη μάζευα ελιές με έναν αλβανό εργάτη 59 ετών. Ήταν ο μοναδικός που μπορούσα να βρω. Και, μάλιστα, είχαμε συμφωνήσει ότι θα έρθει από την Αλβανία να μαζέψουμε ελιές ήδη από…πέρυσι. Αν δεν τον είχα «κλείσει», σίγουρα δεν θα έβρισκα και θα έπρεπε να μαζέψω ελιές μόνος μου, με τη βοήθεια της 65χρονης μητέρας μου και την περιστασιακή βοήθεια της μικρότερης αδερφής μου, η οποία όμως είναι ενάλια αρχαιολόγος και δουλεύει στην Αττική.
 
 
 
Η έλλειψη μεταναστών, εθνικό μας πρόβλημα
 
Άλλοι δεν κατάφεραν να βρουν εργάτες όσο και αν έψαξαν. Καθώς η συντριπτική πλειονότητα είναι μεγάλοι σε ηλικία, 60ρηδες, 70ρηδες, είτε «παλεύουν» μόνοι τους είτε δεν τις μαζεύουν, με αποτέλεσμα να πέφτουν, είτε περιμένουν να τελειώσουν οι εργάτες από εκεί που δουλεύουν για να έρθουν σε αυτούς. Στα μηχανουργεία, όπου συχνάζουν οι αγρότες τα απογεύματα και όπου πηγαίνουν μετά τη δουλειά να επισκευάσουν τα αγροτικά μηχανήματα που όλο χαλάνε, ακούς την ίδια επωδό: «δεν βρίσκω εργάτες».
 
Την τελευταία μέρα της δουλειάς πιάσαμε τη συζήτηση με τον εργάτη, ενώ πηγαίναμε με το αγροτικό στο λιοστάσι. Πρώτα για το Μουντιάλ, μετά για την έλλειψη εργατών. Το λοιπόν, οι εργάτες που ήρθαν στις αρχές του ’90 τώρα είναι άνω των 50 ετών, δεν είναι πια παλικαράκια. Ανάστησαν την ελληνική οικονομία, αλλά τώρα δεν μπορούν. Όσοι είναι μικρότεροι φεύγουν για την Γερμανία, προκειμένου να κάνουν οικογένεια, ή την Αγγλία, προκειμένου να κάνουν λεφτά. Κάποιοι προτιμούν να πηγαίνουν στο Μαυροβούνιο που είναι δίπλα, και ας έχει φτηνότερο μεροκάματο. Για τα παιδιά τους δεν το συζητάμε, φεύγουν κατευθείαν για την Ευρώπη. Και η Ελλάδα Ευρώπη είναι, βέβαια, αλλά εκείνο που προσφέρει πλέον είναι το διαβατήριο μιας ευρωπαϊκής χώρας για να πάει κάποιος στην ανεπτυγμένη Ευρώπη. Με τούτα και με τ’ άλλα, ούτε στην Αλβανία δεν βρίσκεις εύκολα εργάτες που να θέλουν να δουλέψουν για 22-25 ευρώ που είναι το μεροκάματο εκεί. Εδώ είναι 45-50 ευρώ, ανέβηκε φέτος, λόγω της ακρίβειας και της μεγάλης ζήτησης.
 
Στο λιοτρίβι που πήγαινα τις ελιές, οι ιδιοκτήτες έμοιαζαν κάθε μέρα ψόφιοι από την κούραση. Πρώτη φορά τους έβλεπα έτσι. «Δεν βρίσκουμε άτομα να δουλέψουν στο λιοτρίβι, δουλεύουμε μόνοι μας μέρα-νύχτα». Καμιά φορά ακούγεται η χιλιοειπωμένη φράση για τις καφετέριες όπου αράζουν οι νέοι και δεν πάνε να δουλέψουν, αλλά πλέον εθιμοτυπικά και ξεψυχισμένα. Κανείς πλέον δεν πιστεύει ούτε ότι σπουδαγμένοι νέοι θα δούλευαν στα χτήματα ή τα λιοτρίβια ούτε ότι μπορούν να αντικαταστήσουν τους ξένους αγρεργάτες ούτε ότι δεν λείπουν χιλιάδες αλλοδαποί εργάτες.
 
Με λίγα λόγια, η αγροτική οικονομία σε κάποιες περιοχές πεθαίνει και τίποτα δεν μπορεί να τη σώσει, εκτός από τη ριζική αλλαγή πολιτικής στο ζήτημα της υποδοχής και ενσωμάτωσης των παλαιών και νέων μεταναστών. Δεδομένου ότι έχω επανέλθει στο ζήτημα πολλές φορές, δεν θα επεκταθώ περαιτέρω. Να σημειώσω απλώς ότι μόνο τώρα που το πρόβλημα αγγίζει και τη «βαριά βιομηχανία» μας, τον τουρισμό, έχει αποκτήσει το ζήτημα κάποια δημοσιότητα. Και ότι ακόμα δεν γίνεται κατανοητό ότι η έλλειψη εργατικών χεριών από τη γεωργία σημαίνει μικρότερη διατροφική αυτάρκεια, μεγαλύτερη εγκατάλειψη των χωριών και της υπαίθρου και περισσότερες ανεξέλεγκτες πυρκαγιές, μεταξύ και άλλων δεινών φυσικά.
 
 
 
Η «αντεθνική» Δεξιά
 
Η πρόσφατη απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ μιλά από μόνη της: η κοινωνία μας συρρικνώθηκε κατά 400.000 μόνιμο πληθυσμό και κατά 200.000 νόμιμο πληθυσμό κατά την τελευταία δεκαετία. Πεθαίνουμε σα χώρα και γι’ αυτό ευθύνονται οι «ελαττωματικές ιδέες» (θυμάστε την έκφραση του Βορίδη;) της Δεξιάς. Νεοφιλελευθερισμός και αυταρχισμός έχουν διώξει τόσο Έλληνες όσο και μετανάστες από τη χώρα, ενώ καθιστούν την τεκνοποιία (και άρα τη δημογραφική συγκράτηση) δύσκολη υπόθεση. Έχω ισχυριστεί πολλές φορές από το 2009 μέχρι σήμερα ότι οι πολιτικές της Δεξιάς θα έπρεπε να θεωρούνται με τα κριτήρια της ίδιας «αντεθνικές». Ένας τέτοιος ισχυρισμός θα την έφερνε σίγουρα σε δύσκολη θέση, αφού θα αποκάλυπτε το πόσο υποκριτές είναι όλοι/ες αυτοί/ες που δήθεν κόπτονται για το έθνος και την επιβίωσή του. Όπως (εμβόλιμα το λέω) θα έφερνε σε δύσκολη θέση τους δήθεν ευρωπαϊστές η υπενθύμιση ότι επί κυβέρνησης Μητσοτάκη η Ελλάδα απομακρύνθηκε από τον πυρήνα της Ευρώπης και προσιδιάζει πλέον σε χώρα των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης (πολλές χώρες της οποίας παρουσιάζουν καλύτερες επιδόσεις σε κρίσιμους δείκτες).
 
Δεν μπορώ, επίσης, να αποφύγω να σημειώσω ότι όλοι/ες αυτοί/ες που δήθεν κόπτονται για την ανάπτυξη, παρακάμπτουν το γεγονός ότι προϋπόθεση, έκφανση και αποτέλεσμα της ανάπτυξης είναι το άνοιγμα σε άλλες κοινωνίες και οικονομίες, η εισροή μεταναστών και η δημιουργία μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Όπως αγνοούν οι (ακρο) δεξιοί ότι το σύμβολο του εθνικισμού τους, η αρχαία Αθήνα, ήταν μια πολυπολιτισμική κοινωνία που στηριζόταν, πέρα από τη μαζική εργασία δούλων, στην παρουσία χιλιάδων αλλοδαπών μετοίκων και εμπόρων (χάρη στους οποίους λειτουργούσαν στην Αθήνα ιερά πολλών θρησκειών). Ακόμα πιο πολυπολιτισμική και πολύγλωσση ήταν η αρχαία Ρόδος και η αρχαία Δήλος που άκμασαν στα ελληνιστικά και πρώιμα ρωμαϊκά χρόνια αντίστοιχα, παίζοντας τον ρόλο μιας σύγχρονης Σιγκαπούρης ή ενός σύγχρονου Χόνγκ Κόνγκ.
 
 
 
*Δανείζομαι τον τίτλο του γνωστού έργου του Δημήτρη Δημητριάδη.
 
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.