Η πρόσφατη ανάδειξη της ελληνικής οικονομίας από τον βρετανικό Economist στην 1η θέση μεταξύ 35 χωρών για τις επιδόσεις της και για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, καθώς επίσης η αναφορά της γερμανικής Bild στο «γαλανόλευκο χριστουγεννιάτικο θαύμα» ήταν η αφορμή να παινευτεί ο πρωθυπουργός για τα κατορθώματα της οικονομίας επί κυβέρνησής του:
«Η Ελλάδα σήμερα είναι ένας δυναμικός, εξωστρεφής προορισμός για τους επενδυτές, με ισχυρή φωνή στην καρδιά της Ε.Ε. και μια οικονομία που βιώνει μια πρωτόγνωρη αναγέννηση… Η ανεργία εξακολουθεί να μειώνεται και οι ξένες άμεσες επενδύσεις συμβάλλουν σε μια ισχυρή και σταθερή ανάπτυξη».
Το ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι: Τι είδους θαύμα είναι αυτό που δεν αγγίζει την ελληνική κοινωνία παρά μόνον ως επιβάρυνση και ανησυχία; Γιατί σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο (Δεκέμβριος 2023) η Ελλάδα έχει αρνητική πρωτιά, με το ποσοστό όσων δυσκολεύονται να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους να φτάνει στο 86%, καθώς έχουν γονατίσει από το κόστος ζωής και τον πληθωρισμό. Διαπίστωση που επιβεβαιώνουν τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για τον συντελεστή εισοδηματικής ανισότητας Gini που αυξήθηκε από 31,0 το 2019 σε 31,4 το 2022, καθώς και για το ποσοστό των εργαζομένων σε κίνδυνο φτώχειας που αυξήθηκε από 10,2% σε 10,6% αντίστοιχα.
Βεβαίως, η ελληνική οικονομία τα τελευταία 2-3 έτη επεκτείνεται και μάλιστα με ταχύτερους ρυθμούς συγκριτικά με την ευρωπαϊκή. Ομως η άνοδος αυτή έρχεται από πολύ χαμηλότερα επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας, δεδομένου ότι το ΑΕΠ της σε σταθερές τιμές βρίσκεται 17% χαμηλότερα από τη στάθμη του 2008, ενόσω η απόκλιση από την Ε.Ε. έχει διευρυνθεί έκτοτε.
Επίσης, η κυβέρνηση της Ν.Δ. ισχυρίζεται ότι οι μισθοί αυξήθηκαν στην τετραετία της. Και αυτό είναι αληθές, αφού, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, την περίοδο 2019-22 οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας ανά μισθωτό αυξήθηκαν συνολικά 6% ενώ στο 9μηνο 2023 αυξήθηκαν 4,8% επιπλέον. Ωστόσο, πρόκειται για ονομαστικές αυξήσεις, αφού τα ίδια διαστήματα ο μεν πληθωρισμός (αποπληθωριστής ΑΕΠ) αυξήθηκε 8,8% και 4,9% αντίστοιχα, η δε παραγωγικότητα αυξήθηκε 13,1% και 5,5%. Που σημαίνει ότι ο μέσος μισθός μειώθηκε 3% περίπου σε πραγματικούς όρους, ενώ υπολείπεται της αύξησης της παραγωγικότητας κατά 7% περίπου.
Ακόμη, τη διαπίστωση πως στο «οικονομικό αναπτυξιακό θαύμα» δεν συμμετέχει η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας επιβεβαιώνουν κι άλλα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που δείχνουν πως στο διάστημα 2019-22 η αύξηση του ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος (23%) είναι σχεδόν τετραπλάσια της αύξησης των συνολικών αμοιβών εξαρτημένης εργασίας (6,5%).
Ομως ας δούμε αν «η Ελλάδα σήμερα είναι ένας δυναμικός, εξωστρεφής προορισμός για τους επενδυτές» και πόσο «οι ξένες άμεσες επενδύσεις συμβάλλουν σε μια ισχυρή και σταθερή ανάπτυξη», όπως διατείνεται ο πρωθυπουργός. Στο δεκάμηνο 2023 είχαμε μια ετήσια (έναντι του 2022) μείωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 2%, των ανάλογων εισαγωγών κατά 10% και των ξένων άμεσων επενδύσεων κατά 40% αντίστοιχα (στοιχεία Τράπεζας Ελλάδας)! Με τέτοιες μειώσεις και με την ευρωπαϊκή οικονομία στα πρόθυρα της ύφεσης ούτε οι στόχοι για το 2023 που εκτιμά ο προϋπολογισμός φαίνεται να πιάνονται, ούτε πολύ περισσότερο οι προβλέψεις για διπλάσιους ρυθμούς αύξησής τους το 2024 δικαιολογούνται.
Ούτε οι δαπάνες του ΠΔΕ και του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) προοιωνίζονται κάποιο επενδυτικό μπουμ: ως ποσοστό του ΑΕΠ ο προϋπολογισμός εμφανίζει για το 2024 τις πρώτες μειούμενες σε 3,7% (από 4% το 2022 και 3,9% το 2023) και τις δεύτερες αυξημένες σε 1,5% (έναντι 1,4% το 2022 και 0,9% το 2023) αλλά χαμηλότερα από τις προβλέψεις του 2023 (1,6%). Οπως, δε, αποκάλυψε το Ινστιτούτο ΕΝΑ και επιβεβαίωσε ως μελλοντική πρόκληση η τελευταία έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας, η συνολική πραγματική απορρόφηση πόρων του ΤΑΑ περιορίζεται σε μόλις 8%!
Παρά ταύτα επενδυτικό μπουμ υποσχόταν προεκλογικά από το 2019 ο νυν πρωθυπουργός, θέτοντας στόχο 100 δισ. ιδιωτικών επενδύσεων στην πενταετία ή 80 δισ. στην τετραετία. Αντ’ αυτού η αύξηση των συνολικών επενδύσεων παγίου κεφαλαίου ανήλθε σε 12 δισ. στην τετραετία, δηλαδή μόλις στο 15% του επίσημου στόχου! Ως ποσοστό, δε, στο ΑΕΠ οι επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 3 μονάδες (από 10,7% το 2019 σε 13,7% το 2022), όμως παραμένουν 9 μονάδες χαμηλότερα από τον μέσον όρο της ευρωζώνης.
Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι μόνον η ποσοτική αύξηση των επενδύσεων αλλά και η ποιοτική στροφή τους σε ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα που, αλίμονο, δεν υπάρχει: το β’ τρίμηνο 2019 οι παραδοσιακές και μη παραγωγικές επενδύσεις σε κατασκευές, κατοικίες και μηχανολογικό εξοπλισμό/οπλικά συστήματα καταλάμβαναν το 56% του συνόλου, όμως το γ’ τρίμηνο 2023 το ποσοστό αυτό είχε ανέλθει σε 62% (ΕΛΣΤΑΤ).
Αν αυτό αποκαλείται «οικονομικό θαύμα», τότε γιατί μόλις το 9% των ερωτηθέντων στο Ευρωβαρόμετρο προσδοκά βελτίωση της κατάστασης το 2024, ενώ το 66% προβλέπει επιδείνωση;
Ο Κώστας Καλλωνιάτης είναι οικονομολόγος