Οταν μια οικονομία όπως η ελληνική έχει περάσει την περασμένη δεκαετία 2009-2019 διά πυρός και σιδήρου (τη χειρότερη διεθνώς ύφεση και τις προσαρμοστικές πολιτικές λιτότητας τριών μνημονίων), είναι λογικό να αναμένεις μια αξιοσημείωτη αναδιάρθρωση και ενδυνάμωση του παραγωγικού μοντέλου της και μια ικανότητα δυναμικής αντίδρασης σε οποιοδήποτε νέο εξωγενές σοκ.
Οπως, όμως, απέδειξε η πανδημική κρίση, «η Ελλάδα το 2020 είχε την 3η χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη, με το πραγματικό ΑΕΠ να μειώνεται κατά 8,2%», ενώ «οι εγχώριες επενδύσεις δεν φαίνεται, για ακόμη μία φορά, να μπορούν να δημιουργήσουν ισχυρή επεκτατική δυναμική… Το πιο σημαντικό δίδαγμα της πανδημικής κρίσης είναι ότι η οικονομία μας βρίσκεται για μια ακόμη φορά αντιμέτωπη με τις χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες της. Η μεγάλη εξάρτησή της από τις υπηρεσίες -και ειδικότερα από τον τουρισμό και την εστίαση- αναδεικνύεται η αχίλλειος πτέρνα της διατηρησιμότητας της ευημερίας της ελληνικής κοινωνίας». (Ετήσια Εκθεση ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Ιούνιος 2021).
Από την ανάλυση του ΙΝΕ προκύπτει ότι την πιο ικανοποιητική απορρόφηση του πανδημικού σοκ είχαν ο αγροτοκτηνοτροφικός τομέας και η βιομηχανία (ειδικά ορισμένοι κλάδοι της όπως η φαρμακοβιομηχανία, ο εξοπλισμός νέων τεχνολογιών κ.ά.) μαζί με τις κατασκευές, κλάδοι υψηλότερης εγχώριας προστιθέμενης αξίας και μικρότερης εξάρτησης από εισαγωγές.
Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς ότι για την αναγκαία παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας το Σχέδιο Ελλάδα 2.0 θα κατεύθυνε τους πόρους του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης μέσω της πράσινης ανάπτυξης και του ψηφιακού μετασχηματισμού στους κλάδους αυτούς με τα ισχυρότερα συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Το Σχέδιο Ελλάδα 2.0, ωστόσο, δεν φαίνεται να υπακούει σε μία τέτοια λογική. Η προσφορά του στο ΑΕΠ (7 ποσοστιαίες μονάδες) και στην απασχόληση (180.000 θέσεις εργασίας υπό τον όρο ότι δεν θα διακοπεί το θετικό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην οικονομία) κρίνεται σχετικά μικρή, ενώ μετά το τέλος του θα βρεθούμε χρεωμένοι και με κοινωνικά επαχθείς μεταρρυθμίσεις. Το κυριότερο, όμως, είναι πως δεν φαίνεται να δίνει ώθηση σε έναν κλαδικό μετασχηματισμό ικανό να περιορίσει δραστικά την εξάρτηση από τους υδρογονάνθρακες και τις εισαγωγές και να τονώσει καταλυτικά την εγχώρια παραγωγή.
Το Σχέδιο αυτό κτίστηκε από τα πάνω προς τα κάτω, χωρίς ουσιαστική διαβούλευση με τοπικές κοινότητες, παραγωγικούς φορείς, ερευνητικά ιδρύματα, συνδικάτα ή πολιτικά κόμματα. Μία σειρά πανεπιστημιακοί, σύμβουλοι (Grant Thornton, PwC) και επενδυτικά κεφάλαια φρόντισαν για τη σύνταξή του.
Οπως επισημαίνει ο διευθυντής έρευνας κλαδικών αναλύσεων στο Xerfi, Olivier Passet, «το μόνο που μπορούμε να δούμε είναι ότι τα χρήματα θα μεταφερθούν μαζικά σε ψηφιακούς παίκτες, που δεν είναι Ελληνες, στους παραγωγούς ανεμογεννητριών που θα εισβάλουν στα νησιά, που δεν είναι Ελληνες, σε σιδηροδρομικές μεταφορές, που αγοράστηκαν από τους Ιταλούς, σε αεροδρόμια που αγοράστηκαν από Γερμανούς. Ψάχνουμε για το περίγραμμα προβληματισμού για έναν τομέα, αλλά δεν μπορούμε να το βρούμε. Τίποτα συστημικό, τίποτα που να πιστεύεται ότι θα ενεργοποιεί πραγματικά την προσφορά σε τοπικές δεξιότητες.
Αν αναζητήσουμε τη λέξη τουρισμός σε αυτό το σχέδιο, βρίσκουμε ψηφιακές επενδύσεις για εθνικούς οργανισμούς, υποδομές για μαρίνες και πρόσβαση για άτομα με ειδικές ανάγκες στις παραλίες, με άλλα λόγια τσιμέντο, όπως αυτό που μόλις κάλυψε το προαύλιο του Παρθενώνα. Τα χρήματα πρέπει να κινητοποιήσουν την κερδοφορία της ιδιωτικής σφαίρας. Και το κερασάκι στην τούρτα, αν ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά στα 12,7 δισεκατομμύρια δάνεια που πρέπει να ενισχύσουν και να επιταχύνουν το σχέδιο, λέγεται ότι αυτά μπορεί να είναι μόνο βάσει συγχρηματοδότησης δημόσιου – ιδιωτικού τομέα, αποκλειστικά αφιερωμένα στον ιδιωτικό τομέα με μοναδικά κριτήρια την κερδοφορία, χωρίς επιπτώσεις στο κράτος. Γιατί η δημόσια υποστήριξη πηγαίνει σε έργα άμεσης κερδοφορίας χωρίς κριτήρια κοινού ενδιαφέροντος;» (‘La Grèce, archétype des aberrations du plan de relance européen’ 12-5-2021).
Και συνεχίζει: «Αυτό το από πάνω προς τα κάτω εφήμερο σχέδιο είναι συμπτωματικό για το τι μπορεί να κάνει η Ευρώπη. Η χρηματοδότηση καταλήγει αναπόφευκτα στην ενίσχυση των παικτών που ήδη υπάρχουν στις πλουσιότερες χώρες, χωρίς πραγματικό σχεδιασμό για την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης των πιο καθυστερημένων περιφερειών».
Αν αυτά ακούγονται υπερβολικά, να πούμε ότι η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που δεν έχει ακόμη δημοσιοποιήσει το πλήρες Σχέδιο των 4.000 σελίδων και η μόνη χώρα στην οποία όλα τα δάνεια που μπορεί να λάβει μέσω του Ταμείου προορίζονται αποκλειστικά για επιχειρήσεις.
Τέλος, δεδομένου ότι το 45% των εκπομπών διοξειδίου άνθρακα προέρχονται από τον τομέα ενέργειας, το 24% από τις μεταφορές και το 22% από τη βιομηχανία, το νέο πράσινο παραγωγικό πρότυπο οφείλει να κατευθύνει τους πόρους του Ταμείου στους τομείς αυτούς κυρίως. Ομως, από τα 18,2 δισ. του συνόλου των επιδοτήσεων, στο νέο ενεργειακό μοντέλο θα πάει μόλις το 6,6%, στις μεταφορές το 2,9%, στις επιχειρήσεις (για ψηφιακό μετασχηματισμό, βελτίωση ανταγωνιστικότητας, επενδύσεων και εξαγωγών) το 3,4% και στην απασχόληση το 4,2%.
Με άλλα λόγια, στους 3 τομείς που ευθύνονται για το 91% των εκπομπών, το εθνικό Σχέδιο αποδίδει μόλις το 12,9% των επιδοτήσεων. Αντίθετα, στον τομέα της ψηφιακής εκπαίδευσης και κατάρτισης (τομέας με παρελθόν κερδοσκοπίας και σπατάλης, αν κρίνουμε από τα ΕΣΠΑ) προορίζεται το 12,7% των επιδοτήσεων.
Πόσο πράσινο θα είναι, λοιπόν, το νέο παραγωγικό μοντέλο που προωθείται;
Ο Κώστας Καλλωνιάτης είναι Οικονομολόγος
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών