Macro

Κώστας Καλλωνιάτης: ΣΥΡΙΖΑ: είναι λύση η ψηφιοποίηση; (ή όταν το ψηφιακό γίνεται αρχηγικό κόμμα)

Από το 2019 ως σήμερα η, έμμεση πλην όμως σαφής καθότι έμπρακτη, πολιτική ερμηνεία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με τα αίτια της εκλογικής ήττας ήταν οι παθογένειες του κόμματος. Την ευθύνη έφερε η πολιτική ολιγωρία του κόμματος εξαιτίας κυρίως του μικρού του μεγέθους και της αναντιστοιχίας του με την κοινωνία. Γι’ αυτό και δόθηκε προτεραιότητα στην ανάγκη μαζικοποίησης και αναμόρφωσής του σε «σύγχρονο κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς του 21ου αιώνα», δηλαδή σε ένα κόμμα ανοιχτό, εξωστρεφές και συμμετοχικό όπως σταθερά επαναλαμβανόταν. Η με προεδρική πρωτοβουλία αλλαγή του τίτλου σε ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, η διεύρυνση της Κεντρικής Επιτροπής σε ΚΕΑ, της Πολιτικής Γραμματείας σε ΠΣ, όπως και του κόμματος συνολικά ήλθαν να υπηρετήσουν τον σκοπό αυτό.
Το πόσο πέτυχαν οι αλλαγές αυτές μπορεί κανείς να κρίνει όχι από την δημοσκοπική στασιμότητα του κόμματος που είναι περισσότερο αποτέλεσμα της δεξιάς στροφής προς το Κέντρο και τη σοσιαλδημοκρατία, όσο από την ίδια τη δυσλειτουργία ή και ακινησία των νέων οργάνων που προέκυψαν από τη διεύρυνση. Όμως, επρόκειτο απλά για την πρώτη φάση του κομματικού μετασχηματισμού. Σήμερα, λίγο πριν το Συνέδριο και πιθανότατα τις βουλευτικές εκλογές, αποδεικνύεται πως το σχέδιο μετασχηματισμού έχει εισέλθει σε μία δεύτερη φάση, αυτή της εξυπηρέτησης του στόχου της διεύρυνσης/μαζικοποίησης μέσω της χαλάρωσης των κομματικών διαδικασιών ένταξης και λειτουργίας των οργανώσεων βάσης (ΟΜ) χάρις και στον ψηφιακό μετασχηματισμό τους.

Ο ψηφιακός μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ και η ΕΕ

Σε αυτή την κατεύθυνση του ψηφιακού ανοίγματος και μετασχηματισμού του κόμματος κινούνται οι προτάσεις του Αλέξη Τσίπρα για απευθείας εκλογή της Κεντρικής Επιτροπής και του Προέδρου από τα μέλη της βάσης. Προτάσεις οι οποίες στο όνομα της άμεσης δημοκρατίας και σε συνδυασμό με τις προτάσεις της Επιτροπής Καταστατικού για (α) απλοποίηση/ψηφιοποίηση των διαδικασιών ένταξης νέων μελών χωρίς καμία ουσιαστική ζωντανή επαφή, γνωριμία και έλεγχο και (β) έμμεση ενσωμάτωση των φίλων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στις κομματικές λειτουργίες, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην αλλοίωση της ιδιοσυστασίας του κόμματος.
Ο προφανής στόχος, βεβαίως, είναι η ποσοτική ενίσχυση του κομματικού δυναμικού και της εμβέλειας της πολιτικής και κοινωνικής του επιρροής. Όμως, είναι άλλο πράγμα να χρησιμοποιείς τις ψηφιακές δυνατότητες για την καλύτερη επικοινωνία των πολιτικών σου απόψεων και δράσεων, και άλλο να μεταλλάσσεις το σύνολο του κόμματος σε ψηφιακό με πολλά περισσότερα αλλά εικονικά μέλη.
Η αλήθεια είναι πως την τελευταία δεκαετία στην Ευρώπη, κάτω από το αδιέξοδο πολλών παραδοσιακών κομμάτων της κεντροαριστεράς, μια νέα γενιά πολιτικών κομμάτων με ψηφιακές οργανωτικές τεχνικές έχει αναδυθεί, συχνά με εμφανή λαϊκιστικό λόγο και μια υπόσχεση μετασχηματισμού που δεν είναι μόνο τεχνολογικός αλλά και πολιτικός.
Τέτοια ψηφιακά κόμματα μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι το κόμμα των Πειρατών της Βόρειας Ευρώπης, εκλεκτικά διαδικτυακά κόμματα όπως το Κίνημα των Πέντε Αστέρων στην Ιταλία, νέες αριστερές κινήσεις όπως οι Podemos στην Ισπανία και France Insoumise στη Γαλλία, αλλά και νέες οργανώσεις, όπως η Momentum, με καθοριστικό ρόλο στην αύξηση της δημοτικότητας του Εργατικού Κόμματος του Κόρμπιν στη Βρετανία.
Αυτοί οι σχηματισμοί έχουν πετύχει εντυπωσιακή ποσοτική ανάπτυξη και εκλογικές νίκες συμμετέχοντας ενίοτε σε συμμαχικές κυβερνήσεις ακόμη και με δεξιά κόμματα. Τα ψηφιακά κόμματα μοιράζονται την υπόσχεση για μια «νέα πολιτική» που υποστηρίζεται από την ψηφιακή τεχνολογία. μια πολιτική που δηλώνει πιο δημοκρατική, πιο ανοιχτή στους απλούς ανθρώπους, πιο άμεση, πιο αυθεντική και διαφανή από αυτή που προσφέρουν τα παλιά πολιτικά μεγαθήρια.
Πώς όμως προτείνουν τα νέα κόμματα να διορθώσουν αυτό το χάσμα; Ποιες είναι οι οργανωτικές καινοτομίες που εισάγονται με την ψηφιακή τεχνολογία στις εσωτερικές λειτουργίες τους; Και είναι πραγματικά πιο δημοκρατικά από τα παραδοσιακά κόμματα;

Όταν το κόμμα γίνεται πλατφόρμα

Αυτό που προτείνουν αυτές οι οργανώσεις είναι μια μεταφορά στην πολιτική του επιχειρησιακού μοντέλου που έφερε τέτοια επιτυχία σε πρόσωπα όπως ο Mark Zuckerberg του Facebook και ο Jeff Bezos της Amazon. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συνέβαλαν καθοριστικά στο να επιτρέψουν σε κινήματα όπως το Podemos, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων και το Momentum, χρησιμοποιώντας επιδέξια αυτά τα κανάλια, να γίνουν μερικές από τις πιο δημοφιλείς πολιτικές οργανώσεις στις χώρες τους. Με αυτόν τον τρόπο κατάφεραν να ξεπεράσουν τα παραδοσιακά κόμματα που λειτουργούσαν μόνο σε ένα περιβάλλον πολιτικής επικοινωνίας που κυριαρχείται από την τηλεόραση και τον Τύπο.
Ωστόσο, ο μετασχηματισμός που διευκολύνεται από την ψηφιακή τεχνολογία είναι πολύ βαθύτερος από μια αλλαγή στην πολιτική επικοινωνία. Ο νέος «τύπος κόμματος» έγκειται στον τρόπο με τον οποίο έχουν δημιουργήσει τις δικές τους «συμμετοχικές πλατφόρμες» προσφέροντας τη δυνατότητα σε εγγεγραμμένους χρήστες να διεξάγουν μια σειρά από διαφορετικές δραστηριότητες: συμμετοχή σε συζητήσεις για τρέχοντα γεγονότα, παρακολούθηση διαδικτυακών εκπαιδευτικών εκδηλώσεων, ψηφοφορία σε διαδικτυακές προκριματικές εκλογές ή για ανάδειξη εσωτερικά κομματικών στελεχών, όπως και δωρεές χρημάτων στο κίνημα. Αυτές είναι μερικές από τις τυπικές λειτουργίες που είναι διαθέσιμες σε πλατφόρμες όπως η πλατφόρμα Rousseau του Κινήματος Πέντε Αστέρων, το σύστημα συμμετοχής Consul του Podemos και η εφαρμογή Democracy Liquid Feedback των Pirate Parties.

Μοντέλο ελεύθερης και δωρεάν εγγραφής μελών

Αυτές οι πλατφόρμες έχουν αναλάβει σε μεγάλο βαθμό τον ρόλο του «ενδιάμεσου στοιχείου» του κόμματος, αυτό που ο Αντόνιο Γκράμσι περιέγραψε ως «τρίτο στοιχείο» μεταξύ της ηγεσίας και των μελών που κατά κανόνα αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του κόμματος με τα πιο μαχητικά στελέχη του, πεδίο που τώρα απειλείται με εξαφάνιση.
Αυτός ο μετασχηματισμός έχει σημαντικές συνέπειες για τον ορισμό της ιδιότητας του μέλους. Τα ψηφιακά κόμματα λειτουργούν με ένα μοντέλο δωρεάν εγγραφής που μοιάζει πολύ με τη δωρεάν εγγραφή εταιρειών κοινωνικής δικτύωσης, με ελάχιστες πληροφορίες που απαιτούνται για τη δημιουργία του λογαριασμού. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του France Insoumise, αρκεί η διεύθυνση email, ο ταχυδρομικός κώδικας και το πάτημα του κουμπιού «je soutien» (υποστηρίζω) για να γίνει κανείς μέλος.
Αυτή η ευκολία και η δωρεάν εγγραφή συνεπάγεται την αποσύνδεση μεταξύ της ιδιότητας του μέλους και της κομματικής χρηματοδότησης. Ενώ στα παραδοσιακά κόμματα, τα μέλη αναμενόταν να πληρώνουν περιοδικά συνδρομές, στα νέα ψηφιακά κόμματα δεν υπάρχουν συνδρομές μελών, πράγμα που σημαίνει ότι τα κόμματα πρέπει να βασίζονται σε άλλες πηγές χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των δωρεών από μέλη.. Αυτό το άνοιγμα των μελών έχει σημαντικές συνέπειες για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα πολιτικά κόμματα και για τη νέα μαζική πολιτική που φέρνουν στο προσκήνιο.

Νέα μαζική πολιτική ή ψηφιακός λαϊκισμός;

Το μοντέλο δωρεάν ιδιότητας μέλους που υιοθετείται από τα ψηφιακά κόμματα σε μίμηση ψηφιακών εταιρειών συνεπάγεται τη ριζική μείωση των ελεγκτικών διαδικασιών εισόδου, πράγμα που σημαίνει ότι είναι πολύ πιο εύκολο για τους συμπαθούντες να γίνουν πλήρη μέλη. Η απουσία ουσιαστικού ελέγχου και η δωρεάν εγγραφή μελών, όπως και οι συμμετοχικές διαδικασίες σε συνδυασμό με την πολιτική απογοήτευση από τα παραδοσιακά κόμματα και την εμφάνιση του λαϊκισμού – ο οποίος εμφανίστηκε ως αντίδραση στη μετατροπή της πολιτικής σε τεχνοκρατική διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων – οδήγησαν στην ταχεία μαζικοποίηση των ψηφιακών κομμάτων.
Όμως, ο συνδυασμός λαϊκισμού και ψηφιοποίησης έφερε και μία απειλή: λαϊκιστικά κόμματα και κινήματα που χρησιμοποιούν εταιρείες ανάλυσης δεδομένων, όπως η Cambridge Analytica, το Aggregate IQ και άλλες, για να τα βοηθήσουν να ενισχύσουν το μήνυμά τους, να συνδεθούν άμεσα με τον πληθυσμό και να διευρύνουν τη βάση υποστήριξής τους, καταλήγουν να ακολουθούν την ποσοτικοποιημένη συμπεριφορά των ψηφοφόρων που οι εταιρίες αυτές καταγράφουν και να προσαρμόζουν την πολιτική τους σε αυτή.
Έχοντας ως βασικό στόχο την μαζικοποίηση και την προσέλκυση ψήφων μέσω πλατφόρμας, τα ψηφιακά κόμματα τείνουν να προσαρμόσουν την πολιτική τους στις εκάστοτε προτιμήσεις των ψηφοφόρων αντί να επιδιώξουν να προσελκύσουν τους ψηφοφόρους στο πολιτικό τους πρόγραμμα. Και επειδή πέρα από την αλλοτρίωση της εργασίας, οι κοινωνικές προτιμήσεις επηρεάζονται δραστικά από την κατευθυνόμενη προπαγάνδα των ΜΜΕ και την ιδεολογική ηγεμονία της άρχουσας τάξης, είναι φανερό πως μία μαζική πολιτική που προσαρμόζεται στις μεταλλαγές προτιμήσεων των ψηφοφόρων ούτε συνεπής με κάποιες αρχές, ούτε σταθερή και πειστική μεσοπρόθεσμα μπορεί να είναι.

Ένα απογοητευτικό αποτέλεσμα

Πόσο όμως η οργανωτική ανάπτυξη και η μαζική πολιτική των ψηφιακών κομμάτων έδωσε λύση στα χρόνια προβλήματα και το περίφημο κομματικό αδιέξοδο; Τα δεδομένα εξέλιξης των εκλογικών αναμετρήσεων ή των μελών δεν επιτρέπουν αισιοδοξία:
Παρατηρούμε ότι την αρχική εκρηκτική άνοδο των ψηφιακών κομμάτων ακολούθησε μία θεαματική υποχώρηση, εξέλιξη που υποδηλώνει ότι το κομματικό πρόβλημα είναι πολιτικής υφής και όχι ψηφιακής και οργανωτικής..

Πόσο απέχει το ψηφιακό από το αρχηγικό κόμμα;

Χρησιμοποιώντας τους μηχανισμούς δημοσκόπησης και αξιολόγησης που είναι ενσωματωμένοι στην αρχιτεκτονική των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των διαδικτυακών πλατφορμών γενικότερα, τα ψηφιακά κόμματα συγκεντρώνουν συνεχώς νέα μέλη/χρήστες εμπλέκοντάς τα συνεχώς σε κάθε είδους μαζική διαβούλευση, εξάγοντας δεδομένα από τις αλληλεπιδράσεις τους ώστε να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες απόψεις και τάσεις τους, με τρόπους συγγενείς με εκείνους που εφαρμόζουν οι ψηφιακές εταιρείες.
Επιφανειακά, αυτό που υπόσχονται αυτά τα κόμματα είναι μια συμμετοχική δημοκρατία που καταργεί τις πιο προβληματικές πτυχές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, μια δημοκρατία στην οποία οι άνθρωποι μπορούν να «συμμετέχουν αντί να αναθέτουν εξουσιοδότηση». Ωστόσο, αυτό που παρέχεται στην πράξη διαφέρει μάλλον σημαντικά από αυτήν την βαρυσήμαντη υπόσχεση.
Στην πραγματικότητα, η διεθνής εμπειρία δείχνει πως ο χώρος παρέμβασης των μελών στις αποφάσεις και τις συζητήσεις είναι πολύ περιορισμένος και φαίνεται να αντανακλά τη συχνά αποδοκιμαζόμενη ρηχότητα πολλών συζητήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κυρίως παίρνει τη μορφή μιας «αντιδραστικής δημοκρατίας», που θυμίζει αντιδράσεις στο Facebook, και πολύ περιορισμένη ως προς την ποιοτική παρέμβασή της στο περιεχόμενο των αποφάσεων. Η συμμετοχή σε πιο διαβουλευτικές δραστηριότητες, εκείνες όπου οι άνθρωποι μπορούν να έχουν ποιοτικό λόγο για το περιεχόμενο, όπως φαίνεται για παράδειγμα στο πλαίσιο της χάραξης πολιτικής, έχει συχνά περιοριστεί σε πολύ μικρό αριθμό συμμετεχόντων, μια «αριστοκρατία συμμετοχής», των οποίων οι απόψεις συχνά δεν αντιπροσωπεύουν τις απόψεις όλων των μελών.
Επιπλέον, οι εκλογές και τα δημοψηφίσματα που διεξήχθησαν από ψηφιακά κόμματα είχαν πολύ δημοσιογραφικό χαρακτήρα. Έχουν στρέψει σχεδόν πάντα τα αποτελέσματα της πλειοψηφίας υπέρ της άποψης που προωθεί η ηγεσία, μερικές φορές κάνοντάς τα να μοιάζουν με απλές εκλογές, επικυρώνοντας από τα κάτω αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί από τα πάνω.
Είναι αλήθεια ότι αυτά τα κόμματα προσφέρουν ένα νέο μοντέλο μαζικής συμμετοχής που υπό ορισμένες προϋποθέσεις θα μπορούσε να προσανατολιστεί προς προοδευτικούς σκοπούς. Ωστόσο, η ψηφιακή τους δημοκρατία μέχρι στιγμής έχει αποδειχθεί ως επί το πλείστον απάτη, με τις συμμετοχικές πλατφόρμες να χρησιμοποιούνται περισσότερο ως ιστότοπος όπου η ηγεσία ελέγχει και επαληθεύει συνεχώς μία επιδιωκόμενη συναίνεση, παρά ως χώρος για αυθεντική λήψη αποφάσεων και πλουραλισμό.

Ο Κώστας Καλλωνιάτης είναι Οικονομολόγος