Macro

Κώστας Καλλωνιάτης: Μια προσχηματική άρνηση του διαλόγου για ενότητα

Σε τελευταίο άρθρο της η Ηρώ Διώτη κατέληγε πως «οφείλουμε να δουλέψουμε για τη συγκρότηση μιας πολιτικής και κοινωνικής αντιπαράταξης στη δυστοπία που έχει εμπεδωθεί και κανονικοποιηθεί στην Ελλάδα και στον κόσμο τα τελευταία 10 χρόνια» («Η περηφάνια της καταστροφής», 2/12/24, «Εφ.Συν.»). Πρόκειται για έναν στόχο αναγκαίο όσο και κοινά αποδεκτό από κάθε αριστερό που, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, είχαν πρόσφατα απευθύνει έκκληση 14 ανένταχτοι αριστεροί, μέλη του ΜέΡΑ25 και της Νέας Αριστεράς για έναρξη σχετικού διαλόγου («Αριστερά: από τον κατακερματισμό στη διαλογική επανασυγκρότηση», 18/10/24, «Εφ.Συν.»).
 
Δυστυχώς, την ενωτική αυτή πρωτοβουλία αντιπαρέρχεται η Ηρώ Διώτη αποκλείοντας, εμμέσως πλην σαφώς, τα μέλη της Νέας Αριστεράς (ΝΕ.ΑΡ.) που αρνούνται να χρεωθούν την καταστροφή που προκάλεσαν το 2015: «Αυτή η αντιπαράταξη δεν χωρά αποκλεισμούς για λόγους εκδικητικότητας ή παλαιών τραυμάτων. Αλλά δεν μπορεί να συμπεριλάβει όσους ακόμα και σήμερα αρνούνται να δουν την καταστροφή που προκάλεσε η συνθηκολόγηση του 2015».
 
Είναι αλήθεια πως η ΝΕ.ΑΡ. στα κείμενα που ψήφισε στο συνέδριό της δεν μιλά για καταστροφή, αλλά για στρατηγική ήττα που οδήγησε σε επώδυνο συμβιβασμό ή συνθηκολόγηση το 2015. Επίσης, κάνει και μια αυτοκριτική που αφορά όλη την προηγούμενη πορεία κι όχι μόνο τη στιγμή του συμβιβασμού. Κι αυτό πιστεύω πως είναι η σωστή αντιμετώπιση του θέματος. Γιατί η ήττα ή, ορθότερα, οι ήττες που ακολούθησαν ήταν αποτέλεσμα μιας πορείας κι όχι μιας χρονικής στιγμής. Και γι’ αυτό σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας τη χρεωνόμαστε όλοι, προφανώς κι αυτοί που έφυγαν το 2015. Οχι μόνο γιατί συνέβαλαν στην κυβερνητική ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ χωρίς τις υποκειμενικές κι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του αριστερού του προγράμματος. Αλλά και γιατί όλη την προηγούμενη περίοδο στήριξαν ή επέτρεψαν τον ηγετικό λαϊκισμό του Τσίπρα (θα σκίσουμε το μνημόνιο) ενώ με την ανάληψη της διακυβέρνησης αποδύθηκαν και αυτοί σε μία διαδικασία διαπραγμάτευσης για ένα ηπιότερο μνημόνιο με ελάφρυνση του χρέους.
 
Η άστοχη σύγκριση της Διώτη πως «η δήλωση του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα ότι “δεν υπάρχει εναλλακτική” είχε επίδραση στην κοινωνική συνείδηση ανάλογη με το να έβγαινε ο Πάπας της Ρώμης και να έλεγε ότι δεν υπάρχει Θεός» μαρτυρά, ωστόσο, την αποδοχή εκ μέρους όλων σχεδόν τότε μιας αδιαμφισβήτητης ηγεμονικής επιβολής του Τσίπρα στην ηγεσία του κόμματος. Περιορίζονται, άραγε, οι ευθύνες γι’ αυτό μόνο στον στενό κύκλο του;
 
Να θυμίσουμε πως ο Γιάνης Βαρουφάκης στην πρώτη του ομιλία στη Βουλή ως υπουργός Οικονομικών είχε δηλώσει πως θεωρούσε φυσικό πράγμα τη λιτότητα μετά το σκάσιμο της φούσκας το 2009, αλλά όχι την ακραία (πυραμιδωτή όπως την αποκάλεσε) λιτότητα που έλαβε χώρα μετά το 2010. Επίσης, είχε δηλώσει πως μόνο το 30% του μνημονίου ήταν τοξικό και πως αποδεχόταν το υπόλοιπο 70% των μέτρων του… Η επιδίωξη αυτή ενός ελαφρύτερου μνημονίου δεν αποτελούσε τίποτα λιγότερο από μία ηπιότερη συνθηκολόγηση και συμβιβασμό. Ποιος από τους σημερινούς κατήγορους της ΝΕ.ΑΡ. αντιτάχθηκε τότε σε αυτόν; Η εξάμηνη, δε, καλλιέργεια της λογικής του συμβιβασμού συνέβαλε και στην κατάληξη του 3ου μνημονίου. Πού, αλήθεια, προσμετρώνται οι προ του 2015 και οι της περιόδου των διαπραγματεύσεων ευθύνες;
 
Η άποψη της τότε ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν υπάρχει εναλλακτική στο 3ο μνημόνιο ήταν προφανώς λάθος έτσι όπως διατυπώθηκε. Το σωστό θα ήταν πως δεν υπήρχε λιγότερο κακή εναλλακτική. Δύο ήταν οι εναλλακτικές τότε, η παραίτηση της κυβέρνησης και η έξοδος από την Ευρώπη. Και οι δύο κρίθηκαν δυσβάστακτες (για τους λόγους βλ. «Η Ευρώπη, το 2015 και η Αριστερά», «Εποχή», 28/4/24) για τον ελληνικό λαό και προτιμήθηκε μία πιο κοινωνικά ισορροπημένη διαχείριση του μνημονίου.
 
Η διαχείριση 2015-19 προφανώς δεν απέφυγε τη λιτότητα και τις ολιγωρίες (π.χ. φορολογική επιβάρυνση μεσαίων στρωμάτων, περικοπές συντάξεων, 3η ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών με μείωση συμμετοχής του Δημοσίου, περιορισμός κριτηρίων προστασίας πρώτης κατοικίας, αποκρατικοποιήσεις και απώλεια ελέγχου του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, υπο-ανάπτυξη Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας κ.ά.). Ομως, δεν ήταν αφεαυτής καταστροφική όπως απέδειξαν οι εκλογές του 2019 όπου ο ΣΥΡΙΖΑ διατήρησε το 32% των ψήφων χάρη σε κάποιες επιτυχίες (βλ. μείωση του ποσοστού φτώχειας κατά 4 μονάδες, μείωση του ποσοστού ανεργίας κατά 9 μονάδες, ανακοπή αύξησης του δημόσιου χρέους με μακροχρόνια ρύθμιση της αποπληρωμής του, μείωση του ιδιωτικού χρέους κατά 15 μονάδες του ΑΕΠ κ.ά.).
 
Καλώς ΄ή κακώς το 2015 έγινε μία επιλογή ως κορωνίδα σειράς προηγούμενων επιλογών κι ως απαρχή νέων που αφορούν όλους στην Αριστερά. Η σημερινή κατάληξη συνιστά καταστροφή, αλλά αναγκαία για την αναγέννηση της Αριστεράς. Αρκεί να συζητήσουμε αίτια και συμπεράσματα χωρίς αποκλεισμούς εκατέρωθεν. Στην Αριστερά δεν υπάρχουν άγιοι ή διάβολοι, μόνο άνθρωποι που λαθεύουν πολιτικά και πρέπει να μάθουν να διδάσκονται από τα λάθη τους.
 
Κώστας Καλλωνιάτης