Υπάρχει ένα μείζον ερώτημα που η Αριστερά οφείλει να απαντήσει πριν προχωρήσει σε μία λαϊκομετωπική συμμαχία με το Κέντρο με στόχο την εκδίωξη της κυβέρνησης Μητσοτάκη για την εφαρμογή ενός μίνιμουμ προγράμματος: μπορεί να εκδημοκρατιστεί ο καπιταλισμός σήμερα; Από την απάντηση σε αυτό το ερώτημα κρίνεται το εγχείρημα του Λαϊκού Μετώπου που ταλανίζει τελευταία την Νέα Αριστερά κι όχι μόνον. Γιατί μία κεντροαριστερή συμμαχία που θα κυβερνήσει με μίνιμουμ πρόγραμμα, αυτό που θα επιδιώξει είναι η ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών και η όποια βελτίωση των όρων διαβίωσης. Αυτό, δηλαδή, που σαν στρατηγικό στόχο ο Αλέξης Τσίπρας βάφτισε δημοκρατικό καπιταλισμό.
Το ερώτημα, λοιπόν, εύλογα ανακύπτει επειδή όχι μόνον ο καπιταλισμός σήμερα βρίσκεται σε κρίση – στην πραγματικότητα βρίσκεται σε κρίση από τη δεκαετία του ‘70 – αλλά επειδή η κρίση αυτή είναι πρωτοφανής, πολύπλευρη και κλιμακούμενη (βλ “Έρχεται κρίση χειρότερη από αυτή του 2008”) ενώ συνοδεύεται συγχρόνως από συρρίκνωση της δημοκρατίας και άνοδο του αυταρχισμού.
Παρατηρούμε, δηλαδή, πως ο καπιταλισμός στην κρίση γίνεται πιο αυταρχικός, περισσότερο συγκεντρωτικός, περισσότερο εξαρτημένος από χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, περισσότερο επιθετικός και συνδυασμένος με στρατιωτικοποίηση διεθνώς. Γιατί συμβαίνει όμως αυτό ;
1. Ο καπιταλισμός στηρίζεται στην εμπιστοσύνη και στη σταθερότητα. Σε περιόδους ομαλής οικονομικής λειτουργίας, ο καπιταλισμός «συμβιώνει» με τη δημοκρατία σχετικά καλά γιατί υπάρχει οικονομική ανάπτυξη, φορολογικά έσοδα και κοινωνική ειρήνη που επιτρέπουν στους δημοκρατικούς θεσμούς να λειτουργούν. Όταν όμως εμφανίζεται οικονομική κρίση (ύφεση, ανεργία, πτώση εισοδημάτων, χρηματοπιστωτική αστάθεια), το σύστημα μπαίνει σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Και τότε αρχίζει η ένταση με τη δημοκρατία.
2. Οι κρίσεις δημιουργούν αντικρουόμενα συμφέροντα. Όμως, οι αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν (π.χ. ποιος θα πληρώσει το κόστος, οι εργαζόμενοι, οι επιχειρήσεις ή το κράτος) δεν είναι ουδέτερες πολιτικά. Οι δημοκρατικοί θεσμοί επιτρέπουν κοινωνική διαπραγμάτευση για αυτά τα ζητήματα. Όμως, όταν τα περιθώρια κέρδους στενεύουν, τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα οργανωμένα σε καρτέλ πιέζουν για γρήγορες, «τεχνοκρατικές» λύσεις, έξω από δημοκρατικό έλεγχο. Δηλαδή: η δημοκρατία θεωρείται «πολυτέλεια» όταν απειλείται η κεφαλαιακή σταθερότητα και υποχωρεί γιατί η πολιτική εξουσία επιστρατεύεται για να προστατεύσει το οικονομικό σύστημα, όχι να εκφράσει τη λαϊκή βούληση.
3. Ο ρόλος του κράτους ξεκαθαρίζει στην κρίση. Γιατί τότε το κράτος καλείται (α) να διασώσει τις τράπεζες (bailouts) ή να στηρίξει τις επιχειρήσεις, (β) να μειώσει κοινωνικές δαπάνες, να αυξήσει φόρους και να επιβάλει «πειθαρχία». Αυτές οι πολιτικές είναι κατά κανόνα ταξικές και αντιλαϊκές, οπότε η εξουσία τείνει να περιορίζει τη λαϊκή συμμετοχή (διαδηλώσεις, συνδικάτα, εκλογικές δεσμεύσεις) για να τις εφαρμόσει. Έτσι, βλέπουμε ενίσχυση του αυταρχισμού: κυβερνήσεις μέσω διαταγμάτων, περιορισμό ελευθεριών, ενίσχυση της αστυνομικής επιτήρησης, κυριαρχία «τεχνοκρατών» αντί πολιτικών (π.χ. κυβερνήσεις Παπαδήμου, Μόντι).
4. Ιστορικά παραδείγματα : (α) η κρίση του 1929 που είχε ως συνέπεια την άνοδο του φασισμού σε Ιταλία, Γερμανία, Ισπανία, (β) η πετρελαϊκή κρίση των 1970s με συνακόλουθη την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού και τον περιορισμό του κοινωνικού κράτους, (γ) η κρίση του 2008 με αποτέλεσμα να μπει η “δημοκρατία υπό επιτήρηση” στη Νότια Ευρώπη (μνημόνια, τρόικα).
Η ελληνική κρίση χρέους μετά το 2010 αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η καπιταλιστική κρίση οδηγεί σε συρρίκνωση της δημοκρατίας. Η επιβολή των μνημονιακών προγραμμάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ συνοδεύτηκε από μεταφορά κρίσιμων αποφάσεων έξω από το πεδίο της λαϊκής κυριαρχίας. Οι εκλεγμένες κυβερνήσεις λειτουργούσαν υπό στενή επιτήρηση, δεσμευμένες σε πολιτικές λιτότητας που συχνά αναιρούσαν τη λαϊκή εντολή. Η ανάδυση «τεχνοκρατικών» κυβερνήσεων (όπως του Λουκά Παπαδήμου), η νομοθέτηση μέσω πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, αλλά και η υποβάθμιση του κοινοβουλίου, συνιστούν μορφές δημοκρατικού ελλείμματος που νομιμοποιήθηκαν στο όνομα της «οικονομικής σωτηρίας».
Αυτό που εμποδίζει τον εκδημοκρατισμό είναι η ίδια η κρίση του καπιταλισμού που τον κάνει να είναι πιο συγκεντρωτικός, κερδοσκοπικός, αυταρχικός, επεκτατικός και συγκρουσιακός/πολεμικός. Η στροφή στην πολεμική οικονομία απαιτεί περισσότερο αυταρχισμό και δεν αντιστρέφεται με περισσότερη δημοκρατία γιατί έρχεται να ικανοποιήσει την εγγενή τάση του καπιταλισμού να επεκταθεί βίαια σε νέες αγορές ή να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τις παλιές όπως πχ τα ορυκτά καύσιμα η εμμονή στα οποία έχει τορπιλίσει τις προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας για πράσινη μετάβαση. Είναι οι πολυεθνικές και τα ιμπεριαλιστικά κράτη που τις στηρίζουν που ναρκοθετούν την δημοκρατία μαζί με την ειρήνη και την οικολογική σωτηρία του πλανήτη.
Στην Ελλάδα η οικονομική συγκέντρωση και το πελατειακό κράτος φιμώνουν τη δημοκρατία: όταν έχουμε 4 συστημικές τράπεζες που ελέγχουν απολύτως την χρηματοδότηση είναι αστείο να μιλάμε για λειτουργία ανταγωνιστικής αγοράς. Όταν έχουμε 5–7 όμιλους στην ενέργεια που ελέγχουν το 90% περίπου της αγοράς ηλεκτρισμού και πρακτικά όλη την υποδομή παραγόμενης ισχύος, εισαγωγών, και αερίου, είναι προφανές πως έχουμε ολιγοπώλιο (καρτέλ) που καθορίζει τιμές και πολιτικές. Παρομοίως, όταν 5 βασικοί όμιλοι στα ΜΜΕ καλύπτουν το 90% της τηλεθέασης και του διαφημιστικού χρήματος, δεν μιλάμε για λειτουργία αγοράς αλλά για καρτέλ. Μάλιστα, είναι οι ίδιοι πολιτικοοικονομικοί όμιλοι που ελέγχουν την οικονομία και την ενημέρωση κι άρα καθορίζουν ιδεολογία, συναινέσεις, και πολιτικό πεδίο. Πρόκειται για δίκτυα συγκεντρωμένης οικονομικής και ιδεολογικής ισχύος η διαπλοκή των οποίων (ενέργεια + ΜΜΕ + κατασκευές + τράπεζες) αποτελεί τον ελληνικό “κορπορατιστικό–ολιγαρχικό καπιταλισμό”.
Αν σε αυτή την οικονομική και ιδεολογική εξουσία που συγκεντρώνεται σε λίγες οικογένειες/ομίλους προσθέσουμε τον ρόλο των νέων τεχνολογιών (καπιταλισμός επιτήρησης και πλατφόρμας) και την θεσμική εξουσία του Κράτους καταλαβαίνουμε πολύ καλά γιατί χωρίς πολιτική βούληση για ρήξη, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να τους αγγίξει. Σε αυτές τις συνθήκες έχουμε ολιγαρχία, όχι αγορά. Έχουμε χειραγώγηση, όχι δημοκρατία. Και καμία προσπάθεια σοσιαλδημοκρατικού εκδημοκρατισμού με τις ελάχιστες μεταρρυθμίσεις ενός μίνιμουμ προγράμματος δεν έχει ελπίδες επιτυχίας, όσο δεν συγκρούεται με την οικονομική και κρατική εξουσία.
Παραδείγματα τέτοιων κεντροαριστερών αποτυχιών υπάρχουν άφθονα στην ευρωπαϊκή ιστορία των τελευταίων δεκαετιών. Ακολουθεί μια συνοπτική και τεκμηριωμένη λίστα συγκεκριμένων χωρών της ΕΕ όπου η κεντροαριστερά θεωρείται ότι απέτυχε να επιβάλει ουσιαστικές δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, με σύντομη εξήγηση για κάθε περίπτωση.
1. Ιταλία
Αποτυχία: η κεντροαριστερά δεν κατάφερε να αλλάξει τον ασταθή, δυσλειτουργικό θεσμικό μηχανισμό.
• Το Δημοκρατικό Κόμμα (Partito Democratico) προσπάθησε μεγάλη συνταγματική μεταρρύθμιση το 2016 και απορρίφθηκε.
• Αποτυχία εκλογικού συστήματος, παραμονή στον κατακερματισμό.
• Διατήρηση πελατειακών και τοπικών δικτύων εξουσίας.
Αποτέλεσμα: η άνοδος της Δεξιάς/Ακροδεξιάς έγινε ευκολότερη λόγω θεσμικού κενού.
2. Ελλάδα
Αποτυχία: η σοσιαλδημοκρατία (ΠΑΣΟΚ) δεν πραγματοποίησε βαθειά δημοκρατική μεταρρύθμιση κράτους ή διοίκησης.
• Αναπαραγωγή πελατειακού κράτους.
• Συγκέντρωση εξουσιών στο πρωθυπουργικό επίπεδο (ιδίως με την αναθεώρηση 1986).
• Στην κρίση 2010–13, εφάρμοσε σκληρές πολιτικές λιτότητας που περιόρισαν δημοκρατικούς χώρους συμμετοχής.
Αποτέλεσμα: κρίση εκπροσώπησης και μαζική απαξίωση της κεντροαριστεράς.
3. Γερμανία
Αποτυχία: οι σοσιαλδημοκράτες (SPD) απέτυχαν στη δημοκρατική θωράκιση της εργασίας και του κοινωνικού μοντέλου.
• Η Ατζέντα 2010 μείωσε την κοινωνική προστασία και ενίσχυσε την εργασιακή ανασφάλεια.
• Υποχώρηση των συνδικάτων, αποδυνάμωση συλλογικών διαπραγματεύσεων.
• Καμία θεσμική μεταρρύθμιση συμμετοχικής δημοκρατίας.
Αποτέλεσμα: άνοδος AfD και διαρροή εργατικής βάσης προς την άκρα δεξιά.
4. Γαλλία
Αποτυχία: το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν μπόρεσε να μεταρρυθμίσει το υπερπροεδρικό σύστημα.
• Το ημι-προεδρικό σύστημα παρέμεινε υπερσυγκεντρωτικό.
• Ο Ολάντ υποσχέθηκε “6η Δημοκρατία” — δεν την έκανε.
• Εργασιακές μεταρρυθμίσεις 2016 ενίσχυσαν την εκτελεστική εξουσία εις βάρος κοινωνικού διαλόγου.
Αποτέλεσμα: θεσμικό κενό που γέννησε τη σημερινή αυταρχική τάση (Μακρόν–Λεπέν).
5. Ισπανία
Αποτυχία: η κεντροαριστερά (PSOE) δεν αναμέτρηθηκε με τα υπολείμματα του Φρανκισμού και το θεσμικό “βαθύ κράτος”.
• Το Σύνταγμα του ’78 έμεινε σχεδόν ανέγγιχτο.
• Ανεπίλυτα ζητήματα εθνικών μειονοτήτων και αποκέντρωσης.
• Περιορισμένες μεταρρυθμίσεις στη δικαιοσύνη και την αστυνομία.
Αποτέλεσμα: επαναφέρονται συνεχώς κρίσεις νομιμοποίησης (Καταλονία, δικαστικό σώμα, ΜΜΕ).
6. Σουηδία
Αποτυχία: οι Σοσιαλδημοκράτες δεν κατάφεραν να πραγματοποιήσουν τη δημοκρατία στους χώρους εργασίας.
• Η προσπάθεια για “οικονομική δημοκρατία” εγκαταλείφθηκε στις αρχές 1990s.
• Στροφή προς νεοφιλελεύθερα μοντέλα στην αγορά κατοικίας και σχολείου.
• Αύξηση ανισοτήτων, μείωση συνδικάτων.
Αποτέλεσμα: διάβρωση του ιστορικού κοινωνικού μοντέλου και άνοδος της δεξιάς λαϊκιστικής SD.
7. Πορτογαλία (PS)
• Παρά τις προοδευτικές κυβερνήσεις, δεν έγινε βαθιά μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης ή της οικονομικής συγκέντρωσης.
• Η «σταθεροποίηση» έγινε μέσα σε αυστηρά πλαίσια ΕΕ–Ευρωζώνης.
8. Βέλγιο (PS–SP.A)
• Η θεσμική κρίση, ο εθνοτικός κατακερματισμός και η παραλυτική ομοσπονδιακή αρχιτεκτονική δεν μεταρρυθμίστηκαν.
• Η κεντροαριστερά επέλεξε συναίνεση με το κεντρώο-δεξιό μπλοκ.
9. Ολλανδία (PvdA)
• Στροφή προς τον «τρίτο δρόμο» με συνέπεια την αποδυνάμωση των συνδικάτων και την υποχώρηση του κοινωνικού κράτους.
• Έλλειψη δημοκρατικών τομών σε στέγη, εργασία, αγορά ενέργειας.
10. Αυστρία (SPÖ)
• Διατήρηση της αυστηρής λογικής «μεγάλων συνασπισμών» με αποτέλεσμα καμία βαθιά δημοκρατική μεταρρύθμιση κράτους.
• Οι θεσμοί παραμένουν κλειστοί, γραφειοκρατικοί και συναινετικοί υπέρ του κατεστημένου.
11. Δανία (Socialdemokraterne)
• Μετατόπιση προς “σκληρή γραμμή” σε μεταναστευτικό και ασφάλεια.
• Παραχώρηση σε συντηρητικές πολιτικές αντί για δημοκρατικό εκσυγχρονισμό συμμετοχικών θεσμών.
Συνοψίζοντας, οι βασικές αιτίες της αποτυχίας της ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς σε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις είναι η υποτίμηση του κινδύνου του πολέμου, της κλιματικής αλλαγής και των νέων τεχνολογιών, η στρατηγική εστίαση στα μεσαία στρώματα αντί του κόσμου της μισθωτής εργασίας και η μετατόπισή της προς το πολιτικό κέντρο, η οποία:
1. την καθιστά διαχειριστή της υπάρχουσας καπιταλιστικής κρατικής δομής, όχι μεταρρυθμιστή της·
2. την δεσμεύει σε νεοφιλελεύθερους δημοσιονομικούς κανόνες που περιορίζουν κάθε θεσμική φαντασία·
3. εξασθενεί τις σχέσεις της με τα λαϊκά και κοινωνικά κινήματα και άρα τη δυνατότητα για δημοκρατικές τομές.
Αυτό που αρνείται να κατανοήσει η σοσιαλδημοκρατία είναι πως η σχέση καπιταλισμού και δημοκρατίας είναι βαθιά αντιφατική. Η δημοκρατία στηρίζεται στην ισότητα και τη συλλογική βούληση, ενώ ο καπιταλισμός θεμελιώνεται στην ανισότητα και την ατομική ιδιοκτησία.
Όσο η οικονομία αναπτυσσόταν αυτή η αντίφαση έμενε «υπό έλεγχο» μέσα από θεσμούς συναίνεσης (κράτος πρόνοιας, συλλογικές συμβάσεις, πολιτικά δικαιώματα).
Τώρα όμως που ο καπιταλισμός έχει εισέλθει σε βαθιά κρίση, αυτή η ισορροπία καταρρέει.
Έτσι, η κρίση δεν καταστρέφει απλώς τη δημοκρατία, την ανασχηματίζει σε μορφή μεταδημοκρατίας, όπου οι τυπικοί θεσμοί παραμένουν, αλλά η ουσία – η συμμετοχή, η ισότητα και η λογοδοσία – αδειάζουν από περιεχόμενο. Στην κρίση, η δημοκρατία υποχωρεί γιατί αποκαλύπτεται η πραγματική ιεραρχία του συστήματος: η οικονομία πάνω από την πολιτική, το κεφάλαιο πάνω από τον λαό.
Εν κατακλείδι, στην εποχή της γενικευμένης κρίσης η υπόσχεση του “δημοκρατικού καπιταλισμού” είναι μία επικίνδυνη ουτοπία.