Η δια νόμου υποχρεωτική συμμετοχή των μισθωτών εργαζομένων στα ετήσια καθαρά και μετά την φορολογία κέρδη των μεγάλων τουλάχιστον επιχειρήσεων με ένα μικρό ποσοστό είναι μία ιδέα που τέθηκε στον προσυνεδριακό διάλογο της Νέας Αριστεράς με αφορμή τα τεράστια κέρδη που ανακοινώνουν τελευταία τράπεζες και άλλες εισηγμένες στο χρηματιστήριο επιχειρήσεις.
Το βασικό επιχείρημα της εν λόγω πρότασης είναι ότι αντί το κράτος να φορολογεί τα υπερκέρδη των επιχειρήσεων και μετά να τα χρησιμοποιεί κατά το δοκούν με ελάχιστα εξ αυτών να καταλήγουν ως όφελος στους εργαζόμενους, καλύτερα είναι να θεσμοθετηθεί η άμεση συμμετοχή τους σε αυτά (κατόπιν κατάλληλου λογιστικού ελέγχου) και μάλιστα να παρακρατείται, χάριν αλληλεγγύης, ένα μέρος της υπέρ δημοσίων υπαλλήλων και συνταξιούχων. Με τον τρόπο αυτό, λένε οι υποστηρικτές του, βελτιώνεται το εισόδημα των εργαζομένων, αποκτούν αυτοί κίνητρο να αυξήσουν την παραγωγικότητα τους, ενώ πιθανολογείται και μείωση – λόγω του ελέγχου – της φοροδιαφυγής. Το κυριότερο, όμως, είναι πως με την καμπάνια του μέτρου αυτού η Αριστερά θα αποκτήσει ευήκοα ώτα στα εκατομμύρια των μισθωτών εργαζομένων και συνταξιούχων.
Σημειώνεται πως η συμμετοχή στα κέρδη υφίσταται ήδη προαιρετικά σε λίγες μεγάλες επιχειρήσεις (πχ MOTOR OIL, ΚΑΡΕΛΙΑΣ) όπως και σε αρκετές μεγάλες εταιρίες στο εξωτερικό που έτσι εξασφαλίζουν την συναίνεση και αφοσίωση των εργαζομένων τους. Είναι, όμως, η συμμετοχή ένα μέτρο που μπορεί να γενικευτεί ; Και κυρίως είναι στόχος θεμιτός για την Αριστερά ;
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να θυμηθούμε ότι ο βασικός στόχος μιας επιχείρησης στον καπιταλισμό είναι η μεγιστοποίηση των κερδών της. Αυτό σημαίνει ότι για να έχει την άνεση να παραχωρήσει μικρό μέρος των κερδών στους εργαζόμενους της πρέπει να έχει όχι μόνο υψηλή κερδοφορία αλλά και να έχει κατακτήσει ένα υψηλό ποσοστό κέρδους που να εγγυάται την συνέχιση της κερδοφορίας της μελλοντικά, κάτι που προϋποθέτει μία ηγετική θέση της επιχείρησης στην αγορά και μία γενικότερη κοινωνική και πολιτική σταθερότητα. Αυτές οι προϋποθέσεις μπορεί να υπήρχαν μεταπολεμικά όταν άνθισε και το κοινωνικό κράτος. Σήμερα, όμως, απουσιάζουν καθαρά κι όχι μόνο στην Ελλάδα.
Ασφαλώς και η συμμετοχή των εργαζομένων στα κέρδη των επιχειρήσεων δεν σημαίνει συμμετοχή στο κεφάλαιο κι άρα δεν καθιστά συνεταίρους εργαζόμενους με εργοδότες όπως ήταν η περίπτωση της πρότασης Κασσελάκη για συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο με stock options. Ωστόσο, καθιστά τους εργαζόμενους συμμέτοχους στην επιχειρηματική λογική του κέρδους, της αύξησης της παραγωγικότητας και της απλήρωτης εργασίας που καρπώνεται ο επιχειρηματίας ως κέρδος, δηλαδή της εκμετάλλευσης της ίδιας τους της εργασίας. Προκαλείται, έτσι μία σύγκρουση συμφερόντων στον χώρο της μισθωτής εργασίας που αποτελεί ανάχωμα στις απαιτήσεις και τους αγώνες τους για αξιοπρεπείς μισθούς. Η αύξηση των μισθών προσκρούει στην αύξηση των κερδών, ενώ η υποχρεωτική εφαρμογή του μέτρου στις μεγάλες επιχειρήσεις διαιρεί τους εργαζόμενους σε αυτούς που θα συμμετέχουν στα κέρδη (μεγάλες επιχειρήσεις) και σε αυτούς που δεν θα συμμετέχουν (μικρομεσαίες επιχειρήσεις) παροξύνοντας τον μεταξύ τους ανταγωνισμό και τις ανισότητες.
Θα πει κανείς πως εφόσον η συμμετοχή των εργαζομένων στα κέρδη των επιχειρήσεων ενσωματώνει τους εργαζόμενους στην καπιταλιστική λογική πως και οι ίδιοι οι καπιταλιστές δεν σπεύδουν πρώτοι να την εφαρμόσουν δια νόμου; Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θα έκαναν δεδομένου ότι κινούνται από την λογική της με κάθε τρόπο ατομικής μεγιστοποίησης των κερδών και η υποχρεωτική αποστέρηση ακόμη και ενός μικρού ποσοστού από αυτά αντιβαίνει στη λογική αυτή. Πολύ περισσότερο αν διανύουν μία περίοδο μακρόχρονης κρίσης που τα κέρδη δεν μπορεί να θεωρούνται δεδομένα, δεν επιθυμούν συγκάτοικους στο άβατο της επιχειρηματικής κερδοφορίας και γνωρίζουν πως η συμπίεση των πραγματικών μισθών παραμένει η βασική πηγή του κέρδους τους. Μόνο κατ’ εξαίρεση, μεμονωμένα και οικειοθελώς επιλέγουν την εφαρμογή του μέτρου.
Μήπως, λοιπόν, η υιοθέτηση της υποχρεωτικής εφαρμογής της συμμετοχής στα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων αποτελεί φιλολαϊκό μέτρο που μπορεί να αποφέρει κύρος με πολιτικά και εκλογικά οφέλη στην Αριστερά ; Ας δούμε τι λέγανε οι κλασσικοί του μαρξισμού σχετικά.
Οι Μαρξ και Ένγκελς ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικοί έως και αρνητικοί απέναντι στην ιδέα της συμμετοχής των εργαζομένων στα κέρδη των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, καθώς θεωρούσαν πως τέτοια μέτρα δεν αλλάζουν τη σχέση εκμετάλλευσης, αλλά αντίθετα:
Ενισχύουν την ψευδαίσθηση πως υπάρχει κοινό συμφέρον μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων.
Αποδυναμώνουν την ταξική συνείδηση.
Καμουφλάρουν την εκμετάλλευση της υπεραξίας που, κατά τον Μαρξ, είναι η πηγή του καπιταλιστικού κέρδους.
Ιδού τι γράφει ο Μαρξ (ειδικά στο «Κεφάλαιο»):
«Η συμμετοχή στα κέρδη δεν καταργεί την ουσία του μισθωτού εργάτη, αλλά τον καθιστά περισσότερο υποχείριο του κεφαλαίου· αντί να απαιτεί το τέλος της εκμετάλλευσης, παζαρεύει μερίδιο από αυτήν.» Επίσης: «Η υπεραξία δεν μοιράζεται, αλλά ιδιοποιείται από τον κεφαλαιοκράτη. Το να προσφέρεις μερίδιο του κέρδους στον εργάτη είναι είτε μορφή εξαγοράς είτε μηχανισμός πειθάρχησης.»
Στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», μαζί με τον Ένγκελς, επισημαίνουν ότι: «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα, ούτε μερίδιο στην ιδιοκτησία· η απελευθέρωσή τους δεν μπορεί να προκύψει μέσα από συμφωνίες με το κεφάλαιο, αλλά από την ανατροπή του.»
Αυτό, λοιπόν, που πίστευαν για τη «συμμετοχή στα κέρδη» είναι ότι αποτελεί ένα μέσο ενσωμάτωσης των εργαζομένων στον μηχανισμό του κεφαλαίου. Δεν αλλάζει τη φύση της παραγωγικής σχέσης, όπου ο εργάτης πουλάει την εργατική του δύναμη, και ο καπιταλιστής καρπώνεται την υπεραξία. Θεωρείται μορφή “οικονομικού εξευγενισμού” της εκμετάλλευσης και όχι προοδευτική μεταρρύθμιση.
Αντίθετα, υποστήριζαν την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, την απαλλοτρίωση του κεφαλαίου και τον δημοκρατικό σχεδιασμό της οικονομίας από τους ίδιους τους παραγωγούς.
Παρομοίως, η Ρόζα Λούξεμπουργκ επικρίνει ρητά τη λογική της συμμετοχής των εργαζομένων στα κέρδη των επιχειρήσεων, θεωρώντας την μια μορφή αποπροσανατολισμού και ενσωμάτωσης των εργατών στην καπιταλιστική λογική. Η Λούξεμπουργκ θεωρούσε πως η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης είναι εγγενής στον καπιταλισμό και δεν μπορεί να εξαλειφθεί με διορθωτικά μέτρα, όπως η συμμετοχή στα κέρδη.
Κατά τη γνώμη της, τέτοιες πρακτικές (α) δεν καταργούν την εκμετάλλευση, απλώς την μεταμφιέζουν, (β) υπονομεύουν τη συλλογική συνείδηση των εργαζομένων — καλλιεργούν την ψευδαίσθηση ότι εργάτης και εργοδότης έχουν κοινά συμφέροντα, (γ) αποδυναμώνουν την ταξική πάλη, ενσωματώνοντας τους εργάτες στην αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος.
Ενδεικτικά αποσπάσματα (περί φιλανθρωπικών μεταρρυθμίσεων) από το έργο της «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;» (1899), όπου ασκεί κριτική στον ρεφορμισμό του Μπέρνσταϊν: «Η συμμετοχή στα κέρδη, η εργατική συνδιοίκηση, και άλλες παραχωρήσεις δεν αλλάζουν τη φύση του καπιταλισμού· αντιθέτως, επιδιώκουν να τον διασώσουν από τις ίδιες του τις αντιφάσεις.» Ακόμη: «Οι μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες, αλλά δεν υποκαθιστούν την επανάσταση. Όποιος εγκαταλείπει το στόχο της ανατροπής του καπιταλισμού, εγκαταλείπει και την απελευθέρωση της εργατικής τάξης.»
Συμπερασματικά, κατά τη μαρξιστική θεωρία, η συμμετοχή των εργαζομένων στα επιχειρηματικά κέρδη αντιβαίνει στα συμφέροντα της τάξης των εργαζομένων καλλιεργώντας ρεφορμιστικές αυταπάτες για τις δυνατότητες των εργατών να γίνουν εργοδότες και οδηγώντας στην συνεργασία των τάξεων, δηλαδή στην υποταγή της μισθωτής εργασίας στο Κεφάλαιο. Πρόκειται για μία πρόταση που ταιριάζει στη φαρέτρα της συστημικής, όχι τις ριζοσπαστικής Αριστεράς.