Στον αθλητισμό οι επιδόσεις-ρεκόρ ακυρώνονται όταν διαπιστωθεί ντοπαρισμένος ο αθλητής. Στην οικονομία, αντιθέτως, φαίνεται όχι μόνο να αναγνωρίζονται αλλά και να προβάλλονται αν κρίνουμε από την κυβερνητική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας. Συγκεκριμένα:
Αύξηση ΑΕΠ… χωρίς συνέχεια
Η κυβέρνηση πανηγυρίζει για την ισχυρή επέκταση της οικονομίας το 2021-22 (7% ετησίως περίπου). Αλλά ξεχνά πως αυτό ήταν το αποτέλεσμα της μεγάλης ύφεσης του 2020 (χαμηλό επίπεδο εκκίνησης) και της ταυτόχρονης αλλά πρόσκαιρης επιδοματικής πολιτικής που άσκησαν οι κυβερνήσεις σε Ελλάδα και Ευρώπη. Σύμφωνα με το ινστιτούτο Bruegel, το διάστημα Σεπτέμβριος 2021 – Γενάρης 2023 οι προσωρινές αυτές κρατικές ενισχύσεις προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις ανήλθαν πανευρωπαϊκά στο 5% περίπου του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, σχεδόν όλη η οικονομική μεγέθυνση της τελευταίας διετίας οφείλεται σε κρατικό χρήμα που διεύρυνε το δημόσιο έλλειμμα και χρέος και το οποίο μόλις εφεξής πάψει να ρέει ή αποσυρθεί από την αγορά με τη μορφή νέων φόρων θα πλήξει την οικονομική δραστηριότητα. Η απουσία ενδογενούς δυναμικής στην οικονομική μεγέθυνση φαίνεται ήδη από τη σημαντική της επιβράδυνση: 8,3% το 2021, 5,6% το 2022 και 1,5% το 2023 σύμφωνα με την ΕΚΤ.
Ανάπτυξη… ανισοτήτων
Επιπλέον, τα οφέλη της μεγέθυνσης καρπώθηκαν οι λίγοι με συνέπεια την αύξηση των ανισοτήτων, όπως καταμαρτυρούν οι δείκτες εισοδηματικής ανισότητας Gini και S80/S20. Εξάλλου, το χάσμα με την Ε.Ε. είναι δηλωτικό: η συμμετοχή των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας ήταν 36,6% το 2021 έναντι μέσου όρου 48,4% στην ευρωζώνη ενώ η συμμετοχή του ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος (κερδών) ήταν 52,5% το 2021 έναντι 41,3% στην ευρωζώνη. Σύμφωνα, δε, με τα τριμηνιαία στοιχεία του 2022 η κατάσταση επιδεινώθηκε σε βάρος της εργασίας.
Αύξηση επενδύσεων και ανταγωνιστικότητας χωρίς βελτίωση παραγωγικότητας
Με τη συνδρομή και των ευρωπαϊκών πόρων οι επενδύσεις αυξάνουν ως ποσοστό του ΑΕΠ και σε συνδυασμό με την αύξηση των εξαγωγών επιφέρουν τις αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας λόγω ανάκτησης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Ομως ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων επιβραδύνεται σημαντικά το τελευταίο 12μηνο από 29,7% το δ’ τρίμηνο του 2021 σε 7,7% το γ’ τρίμηνο του 2022. Συγχρόνως, το ποσοστό τους στο ΑΕΠ παραμένει 7 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο του μέσου ευρωπαϊκού, ενώ η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας οφείλεται αποκλειστικά στη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας. Το 2022 η ανταγωνιστικότητα τιμών της οικονομίας βελτιώθηκε σε όρους κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, αλλά επιδεινώθηκε σε όρους σχετικών τιμών λόγω του υψηλότερου πληθωρισμού συγκριτικά με τους βασικούς εμπορικούς εταίρους. Τέλος, απουσιάζουν οι αναγκαίες παραγωγικές επενδύσεις που θα προκαλούσαν την άνοδο της εγχώριας παραγωγικότητας: σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Ελλάδα έχει στάσιμη και συγχρόνως τη χαμηλότερη παραγωγικότητα εργασίας σε όλη την Ε.Ε., που είναι η μισή σχεδόν αυτής της ευρωζώνης.
Εξαγωγές αλλά με υψηλό έλλειμμα ισοζυγίου και επενδυτικής θέσης
Η αύξηση των εξαγωγών συνοδεύεται από αύξηση της εισαγωγικής διείσδυσης και σημαντική χειροτέρευση του ελλείμματος του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, που ως ποσοστό του ΑΕΠ υπερδιπλασιάζεται μεταξύ 2019 και 2021 σημειώνοντας μία από τις χειρότερες επιδόσεις πανευρωπαϊκά. Συγχρόνως, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από πλευράς τραπεζών οδηγεί σε μαζικό κύμα πλειστηριασμών και σε σοβαρή αύξηση της αρνητικής καθαρής διεθνούς επενδυτικής θέσης της χώρας – κατά 18 ποσοστιαίες μονάδες ΑΕΠ την περίοδο 2019-2021- καθώς τα «κόκκινα» δάνεια περνάνε στα ξένα funds ως εξωτερικό χρέος.
Αντιφάσεις δίχως τέλος
Το 2022 είχαμε αύξηση των καταθέσεων, μόνο που αυτή οφειλόταν στις προσωρινές επιδοματικές ενισχύσεις στα νοικοκυριά και όχι σε ουσιαστική αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων, αφού η όποια βελτίωση του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος ήταν μικρότερη του πληθωρισμού και συνοδεύτηκε από αύξηση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων των νοικοκυριών. Το δε ιδιωτικό χρέος από 110% του ΑΕΠ το 2019 αυξήθηκε σε 121% το 2021.
Επίσης, είχαμε βελτίωση δημοσιονομικού ισοζυγίου χάρη στην προσωρινή αύξηση των εσόδων (λόγω πληθωρισμού) αλλά χωρίς περιορισμό της σπατάλης των δαπανών.
Παρομοίως, η μείωση του λόγου δημοσίου χρέους/ΑΕΠ λόγω πληθωρισμού δεν απέτρεψε την αύξηση του ονομαστικού χρέους λόγω έκτακτων δαπανών αλλά και των τιτλοποιήσεων του προγράμματος «Ηρακλής».
Ακόμη τα επιτόκια δανεισμού των κρατικών ομολόγων είναι διαχειρίσιμα όσο αγοράζονται από την ΕΚΤ. Γεγονός όμως είναι πως πριν από ένα χρόνο η απόδοση του 10ετούς ήταν 2,4% ενώ σήμερα είναι 4,5%. Σύμφωνα, δε, με τον διοικητή της ΤτΕ, Γ. Στουρνάρα, η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους εξαρτάται από την επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ από το 2023 κι ύστερα και την αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, προϋποθέσεις απρόσιτες ώς τώρα.
Τέλος, η απορρύθμιση των σχέσεων εργασίας ναι μεν προκάλεσε την υποχώρηση της ανεργίας, αλλά με κάμψη των πραγματικών μισθών και αύξηση της ανασφάλειας, του στρες και της εργασιακής εκμετάλλευσης.
Στον επιρρεπή σε σοκ κόσμο που ζούμε (Georgieva, ΔΝΤ) η προβολή ειδυλλιακής εικόνας για την οικονομία συνιστά εξαπάτηση. Η πρόσφατη τραγωδία στα Τέμπη τα λέει όλα…
Ο Κώστας Καλλωνιάτης είναι οικονομολόγος