Πρόσφατα το Ινστιτούτο Paulson στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο δημοσίευσε μια μελέτη για το ερευνητικό δυναμικό που διαθέτει κάθε ευρωπαϊκή χώρα στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης (https://macropolo.org/digital-projects/the-global-ai-talent-tracker/the-state-of-european-ai-talent/).
Δύο από τα ευρήματα της μελέτης αυτής είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα και αφορούν τη χώρα μας:
(α) το 11% των κορυφαίων ερευνητών στον κρίσιμο τομέα της τεχνητής νοημοσύνης στην Ευρώπη προέρχονται από ελληνικά δημόσια Πανεπιστήμια, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην τρίτη θέση πανευρωπαϊκά μαζί με την Ολλανδία και μετά τη Γαλλία και τη Γερμανία,
(β) η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των ερευνητών εργάζεται εκτός Ελλάδας, κυρίως στη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Σουηδία.
Την ίδια στιγμή, όμως, η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη από το τέλος θέση στην ΕΕ στον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) 2022, παρά τις διάχυτες επικοινωνιακές διακηρύξεις για τον βαθμό ψηφιοποιήσης που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια.
Τα τρία παραπάνω στοιχεία συνδέονται με τη λειτουργία του αναπτυξιακού μοντέλου που έχει επικρατήσει στη χώρα και απεικονίζουν γλαφυρά ορισμένες από τις παθογένειες του:
Πρώτον, οι επιστήμονες αυτοί, οι οποίοι είναι περιζήτητοι στο εξωτερικό, προέρχονται κατεξοχήν από ελληνικά δημόσια Πανεπιστήμια τα οποία, την ίδια στιγμή, επικρίνονται για το γεγονός ότι, δήθεν, οι δεξιότητες τις οποίες παρέχουν στους αποφοίτους τους δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες της ελληνικής αγοράς εργασίας. Η προφανής αντίφαση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τις άδικες επικρίσεις δείχνει σαφώς ότι οι δεξιότητες τις οποίες επικαλούνται οι επικριτές έχουν μάλλον να κάνουν με τις περιορισμένες, χαμηλά αμειβόμενες απαιτήσεις που προκρίνει το εγχώριο μοντέλο της «φθηνής ανάπτυξης» παρά με τις δεξιότητες που προσφέρονται και αναγνωρίζονται στο εξωτερικό.
Δεύτερον, οι πολιτικές που επικράτησαν και κυρίως η υποβάθμιση της εργασίας, η αυξανόμενη εργασιακή επισφάλεια των νέων επιστημόνων και η έλλειψη προοπτικών εξέλιξής τους, εντείνουν τα φαινόμενα της μονόδρομης μετανάστευσης τους στο εξωτερικό (brain drain) ή της απασχόλησής τους σε τομείς άσχετους με την εξειδίκευσή τους (brain waste). Τα φαινόμενα αυτά έχουν συντελέσει στον εγκλωβισμό της ελληνικής οικονομίας σε μια θέση περιορισμένης και μη ανταγωνιστικής βάσης με χαρακτηριστικά τη χαμηλή προστιθέμενη αξία, τη μικρή εξειδίκευση και τους χαμηλούς μισθούς. Η όποια προσπάθεια ανάσχεσής τους, η οποία έγινε την περίοδο 2015-19, έχει πλέον εγκαταλειφθεί.
Τα παραπάνω είναι ενδεικτικά του παρωχημένου, στρεβλού αναπτυξιακού μοντέλου της «φθηνής ανάπτυξης» που δίνει έμφαση στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, φθηνών υπηρεσιών, μεταφορών, του real estate και της εκποίησης γης, τα οποία, χωρίς να παραγνωρίζεται η συνεισφορά τους, έχουν περιορισμένη εμβέλεια.
Τα στοιχεία αυτά αναδεικνύουν την αδήριτη ανάγκη αλλαγής του υποδείγματος για την κοινωνία και το ρόλο του του κράτους. Ανάγκη η οποία εντάθηκε περαιτέρω με τον πολιτειακό και διοικητικό εκφυλισμό που τελευταία βιώνουμε με όσα τραγικά διαδραματίζονται με τις πρόσφατες φονικές πλημμύρες και πυρκαγιές.
Είναι πλέον αναγκαία παρά ποτέ η στροφή σε ένα νέο ποιοτικό αναπτυξιακό πρότυπο, αυτό του «αναπτυξιακού κράτους», το οποίο δεν έχει μόνο ρυθμιστικό, διαχειριστικό ρόλο, αλλά διαμορφώνει αγορές, αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και δημιουργεί πλούτο. Σοβαρή τροχοπέδη προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί η κουλτούρα της έντονης καχυποψίας η οποία έχει καλλιεργηθεί ως προς τις δυνατότητες του δημόσιου έναντι του ιδιωτικού τομέα.
Απότοκα αυτής της καχυποψίας είναι φαινόμενα ενός ιδιότυπου «κρατικοδιαίτου αντικρατικισμού», τα οποία παρατηρούνται συχνά. Το δημόσιο είναι, σε μεγάλο βαθμό, τροφοδότης του «επιχειρείν», αλλά ταυτόχρονα απαξιώνεται από τους τροφοδοτούμενους.
Η γνώση που προέρχεται από την επιστημονική έρευνα και η συνετή υιοθέτηση νέων τεχνολογιών βρίσκονται στον πυρήνα του «αναπτυξιακού κράτους», το οποίο αποτελεί τη βασικότερη και καθοριστική επιλογή για το αύριο της ελληνικής οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης. Η γνώση αυτή ιστορικά εδράζεται στην ισχυρή δημόσια χρηματοδότηση της ελεύθερης επιστημονικής έρευνας και πιστώνεται την αναβάθμιση των υπηρεσιών που παρέχονται από το κράτος ενώ καθιστά εφικτή την τεχνολογική επιχειρηματικότητα.
Την περίοδο 2015-2019, συνειδητά και συστηματικά, προωθήθηκε με συγκεκριμένα μέτρα η στήριξη των επιστημόνων και της έρευνας που προέρχεται από την επιστημονική περιέργεια, η ενίσχυση της καινοτόμου και νεοφυούς επιχειρηματικότητας και η θέσπιση εμβληματικών πρωτοβουλιών για την αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων σε τομείς με έντονο κοινωνικό αποτύπωμα ή κρίσιμους για την ελληνική οικονομία. Παράλληλα, για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών θεσμοθετήθηκε η επιχειρησιακή και επιστημονική αξιοποίηση των ερευνητικών κέντρων της χώρας.
Τι άλλαξε τα τελευταία χρόνια;
Από το 2019, το παραδοσιακό μοντέλο της «φθηνής ανάπτυξης» έχει δυναμικά επανέλθει και τείνει να ακυρώσει τις προσπάθειες που είχαν γίνει την προηγούμενη περίοδο. Οι δαπάνες για Έρευνα & Ανάπτυξη εστιάζονται κατεξοχήν σε μεγάλα έργα τύπου real estate, όπως η περιβόητη «Πολιτεία Καινοτομίας» στο παλιό εργοστάσιο της ΧΡΩΠΕΙ, με αμφίβολα οφέλη για την έρευνα και την καινοτομία.
Ταυτόχρονα, εντείνονται οι φωνές περί της «κακοδαιμονίας του κράτους», εκτρέφοντας τον αντιεπιστημονικό λόγο και το σκοταδισμό. Η επιστημονική έρευνα εργαλειοποιείται και είναι «άχρηστη» αν δεν εξυπηρετεί το κυβερνητικό επικοινωνιακό αφήγημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πρόσφατη αμφισβήτηση της εγκυρότητας των στοιχείων που δημοσίευσε το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών για το μέγεθος των καταστροφών από τις πυρκαγιές και η πρόθεση υπαγωγής του ως υπηρεσία στο Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας.
Αντίθετα, η εναλλακτική στρατηγική του «αναπτυξιακού κράτους» περιλαμβάνει την προστασία της εργασίας, τη θεμελιακή βελτίωση των εργασιακών σχέσεων και τη συστηματική ένταξη της γνώσης στην παραγωγική διαδικασία, με στόχο ένα ποιοτικό αναπτυξιακό άλμα στη θέση της «φθηνής ανάπτυξης». Ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης που προτάσσει την προστασία του περιβάλλοντος και την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και βασίζεται εκτός από την Οικονομία, στον Πολιτισμό και την Παιδεία. Πάντα με γνώμονα το όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας.
* Ο Κώστας Φωτάκης είναι πρώην Αν. Υπουργός Έρευνας & Καινοτομίας, Ομ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης, Διακεκριμένο μέλος και τέως Πρόεδρος ΙΤΕ
** Ο Αλέξανδρος Σελίμης είναι Δρ. Φυσικής Πανεπιστημίου Κρήτης
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ