Συνεντεύξεις

Κώστας Ελευθερίου: «Αυτό είναι το πεδίο στο οποίο πρέπει να παρέμβει η Αριστερά»

Με τον Κώστα Ελευθερίου, συντονιστή του Κύκλου Πολιτικής Ανάλυσης του Ινστιτούτου ΕΝΑ και επίκουρο καθηγητή του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκρίτειο Πανεπιστημίου Θράκης, συζητάμε για τα συνέδρια των κομμάτων και τη στρατηγική που διαμορφώνουν. Το επίδικο του συνεδρίου της ΝΔ είναι η συσπείρωση βάσης και του συνεδρίου του ΚΙΝΑΛ είναι η επιβεβαίωση της κυριαρχίας του Ν. Ανδρουλάκη. Το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ήταν το επιστέγασμα ενός οργανωτικού μετασχηματισμού, ο οποίος ξεκίνησε το 2012 και ο βαθμός συμμετοχής στις εκλογές της 15ης Μάη θα επηρεάσει το κλίμα της επόμενης μέρας. Όπως επισημαίνει, “τα κόμματα δε λειτουργούν μόνα τους εν κενώ· ο κομματικός ανταγωνισμός σημαίνει πάνω απ’ όλα αλληλεπίδραση ανάμεσα στις κομματικές δυνάμεις. Και σε αυτό το πλαίσιο πάντα, οι ευελιξίες και το πολιτικό αισθητήριο που μπορεί να έχει μία ηγεσία δικαιώνονται ή διαψεύδονται.”

Η κυβέρνηση έχει περάσει από δύσκολες κρίσεις. Οι υπέρογκοι λογαριασμοί ρεύματος είναι μια πηγή που τροφοδοτεί πολιτικές εξελίξεις;

Η ενεργειακή κρίση, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί ως πρόβλημα, αποτελεί κεντρική θεματική στο δημόσιο διάλογο και, εκ των πραγμάτων, θα επηρέαζε τον οποιονδήποτε βρισκόταν στην κυβέρνηση. Η εν λόγω κρίση δεν αφορά μόνο το παρόν, αλλά εμφανίζεται ως καταλύτης μακροπρόθεσμων εξελίξεων που ενισχύουν μια γενικευμένη αίσθηση αβεβαιότητας. Η κυβέρνηση δείχνει να την αντιμετωπίζει λίγο ως πολύ σαν ένα φυσικό φαινόμενο που απλά απαιτεί την προσαρμογή των πολιτών σε μια νέα κατάσταση. Αναπόφευκτα σωρεύεται δυσαρέσκεια σε τμήματα της κοινής γνώμης, η οποία φαίνεται δημοσκοπικά ότι φθείρει τη μέχρι πρότινος κυρίαρχη θέση της ΝΔ. Το βέβαιο είναι ότι η τρέχουσα επισφαλής κατάσταση, υπό το βάρος της συνεχιζόμενης πολεμικής σύρραξης, βαθμιαία θα παραγάγει στο μέλλον νέα προβλήματα, τα οποία θα λειτουργούν σαν εστίες δυσαρέσκειας κατά της κυβέρνησης. Είναι σαν να λέμε ότι άνοιξε ο ασκός του Αιόλου.
Οι δημοσκοπήσεις, πέρα από την κυβερνητική φθορά, αποτυπώνουν και μια κινητικότητα ψηφοφόρων προς την γκρίζα ζώνη. Αυτό τι δείχνει;
Αυτό που φαίνεται πια είναι μια δημοσκοπική τάση απωλειών για την κυβέρνηση. Παραταύτα παραμένει σχετικά ευρεία η διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να παρουσιάζει μια δυσκολία προσέλκυσης αποευθυγραμμισμένων ψηφοφόρων. Και εδώ βρίσκει μπροστά του ένα έλλειμμα εμπιστοσύνης, έτσι όπως τουλάχιστον καταγράφεται στις έρευνες, που είναι εντούτοις βασικό για να αντλήσει υποστήριξη ή να θεωρηθεί μια θεμιτή επιλογή στον κομματικό ανταγωνισμό. Ο κομματικός ανταγωνισμός βασίζεται στην αλληλεπίδραση κομμάτων και ψηφοφόρων. Δεν πρέπει τα κόμματα απλά να ανταποκρίνονται στις στάσεις των πολιτών. Πρέπει να έχουν και τη δυνατότητα με το δικό τους πρόγραμμα και τη δική τους στρατηγική να διαμορφώνουν αυτές τις στάσεις. Υπάρχει, επομένως, ένα τμήμα της κοινής γνώμης που είναι δυσαρεστημένο από την τρέχουσα κυβερνητική διαχείριση, το οποίο, όμως, δεν έχει καταλήξει στο ποια θα πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά της εναλλακτικής προς την οποία θα επιλέξει να στραφεί. Αυτό είναι το πεδίο στο οποίο πρέπει να παρέμβει η Αριστερά και να πείσει για την αριστερή εναλλακτική. Έχει ξαναγίνει στο παρελθόν. Το έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2012-2015. Εάν αντιμετωπίσει αυτήν την πρόκληση με τέτοιους όρους, τότε πιθανόν να διεκδικήσει εκ νέου την εμπιστοσύνη τμημάτων της κοινωνίας.
Το συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας ορίζεται ως συνέδριο πολιτικής επανατοποθέτησης και οριοθέτησης της ταυτότητας του κόμματος. Φαίνεται πως η ΝΔ επιχειρεί μια κοινωνική στροφή και να αποϊδεολογικοποιήσει την πολιτική συζήτηση. Πώς διαμορφώνεται η στρατηγική της;
Το επίδικο του συνεδρίου αυτού είναι να συσπειρωθεί η βάση της ΝΔ ενόψει και των εκλογών. Πιθανολογώ ότι θα επιχειρήσει, πρώτον, να δείξει ότι μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί σαν ένας αξιόπιστος διαχειριστής της κυβέρνησης, που διασφαλίζει την πολιτική σταθερότητα. Άλλωστε, με αυτό τον τρόπο ερμηνεύει και την εκλογή του Μακρόν, ως εγγύηση σταθερότητας. Το δεύτερο που θα κάνει είναι να ανανοηματοδοτήσει την έννοια της «προόδου», σε μέτωπο προφανώς με τις αντίστοιχες νοηματοδοτήσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Η ΝΔ προσπαθεί σε κάποιες περιπτώσεις να προβάλει ως άνευ περιεχομένου την αντιπαράθεση αριστεράς – δεξιάς, ορίζοντας ότι υπάρχουν θεματικές και προβλήματα που υπερβαίνουν τις όποιες κομματικές αντιπαραθέσεις – βλ. για παράδειγμα την έμφαση στην ψηφιοποίηση του κράτους. Το τρίτο θα είναι η περαιτέρω ανάδειξη ενός κοινωνικού προφίλ για το κόμμα. Σε γενικές γραμμές, στο συνέδριο η ΝΔ θα δώσει έμφαση στο να εμφανιστεί ως ένα κόμμα ενωμένο, χωρίς εσωκομματικές αντιπαραθέσεις, αντιδιαστέλλοντας την εικόνα της με αυτήν του αντίστοιχου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ.
Στις 20 Μαΐου θα διεξαχθεί το συνέδριο του ΚΙΝΑΛ. Ο Ν. Ανδρουλάκης επιχειρεί να αλλάξει στρατηγική, καθώς το να μην παίρνεις θέση έφτασε στα όριά του. Ακόμα, θα συζητήσει αλλαγή ονόματος, με την επαναφορά του ΠΑΣΟΚ στον τίτλο, όπως και για την ταυτότητα του κόμματος. Αυτά θα του δώσουν νέα ώθηση;
Ο Ν. Ανδρουλάκης θέλει να αναδείξει το συνέδριο ως ένα ορόσημο που θα επιβεβαιώνει την κυριαρχία του στο οργανωμένο κόμμα. Όλο το προηγούμενο διάστημα έχει εστιάσει σε αυτό, ενεργοποιώντας την οργανωμένη βάση και αναδιοργανώνοντας την τοπική εκπροσώπηση του κόμματος. Θέλει να έχει τον πλήρη έλεγχο της κομματικής οργάνωσης. Άλλωστε, αυτό είναι βασική προϋπόθεση για να μπορέσει να οικοδομήσει και να στηρίξει μετά το οποιοδήποτε αφήγημα. Προτού πάρει θέση απέναντι στο οποιοδήποτε προεκλογικό δίλημμα, θέλει να είναι βέβαιος για την αφοσίωση της κομματικής γραφειοκρατίας.
Είναι μια συζήτηση που δεν θα μπορέσει, εκ των πραγμάτων να αποφύγει το ΚΙΝΑΛ. Έχει κοντά ποδάρια μία τέτοια στάση, νομίζω…
Οποιοσδήποτε βγει πρώτος στις πρώτες εκλογές, θα επιδιώξει επιτόπου να φτιάξει κυβέρνηση με τον τρίτο. Διότι ακόμα και αν τα πράγματα φτάσουν σε δεύτερες κάλπες, ναι μεν το κόμμα που θα συμπιεστεί θα είναι το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, όμως και πάλι το όποιο πρώτο κόμμα δύσκολα θα επιτύχει αυτοδυναμία. Αν ισχύσει αυτό, ο Ν. Ανδρουλάκης θα συνεχίσει να έχει μοχλό πίεσης. Προς το παρόν, προσπαθεί να αντλήσει ψηφοφόρους τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά του για να εμφανιστεί σαν μια ενδιάμεση κατάσταση που επιθυμεί να ανατρέψει τον τρέχοντα συσχετισμό. Από εκεί και πέρα, βέβαια, η επιτυχία της στρατηγικής Ανδρουλάκη εξαρτάται και από τί θα κάνουν και οι άλλοι κομματικοί δρώντες. Τα κόμματα δε λειτουργούν μόνα τους εν κενώ· ο κομματικός ανταγωνισμός σημαίνει πάνω απ’ όλα αλληλεπίδραση ανάμεσα στις κομματικές δυνάμεις. Και σε αυτό το πλαίσιο πάντα, οι ευελιξίες και το πολιτικό αισθητήριο που μπορεί να έχει μία ηγεσία δικαιώνονται ή διαψεύδονται.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μόλις βγαίνει από συνεδριακές διαδικασίες, οι οποίες και θα ολοκληρωθούν στις 15 Μαΐου. Τι σηματοδότησε το τρίτο συνέδριο;
Το 3ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ήταν το επιστέγασμα ενός οργανωτικού μετασχηματισμού που έχει επί της ουσίας ξεκινήσει από το 2012. Πλέον είναι εμφανής ο εκλογοκεντρισμός στη στρατηγική του κόμματος με τα περισσότερο πολιτικοϊδεολογικά ζητήματα να τίθενται πλέον σε δεύτερη μοίρα. Ουσιαστικά, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να βρει τρόπους να εκφράσει την κοινωνική δυναμική της δυσαρέσκειας προς την κυβέρνηση, να τη μετουσιώσει σε εκλογική υποστήριξη ώστε να έχει την μεγαλύτερη δυνατή επιτυχία στις εκλογές. Νομίζω ότι η άμεση εκλογή της ηγεσίας του θα είναι, έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, ένας σημαντικός σταθμός σε αυτήν την διαδικασία. Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε αυτή τη μέθοδο ανάδειξης ηγεσίας, η οποία έχει εφαρμοστεί τόσο από το ΠΑΣΟΚ όσο και από τη ΝΔ, έχω την αίσθηση ότι δε θα μπορέσει εύκολα να αποφύγει την ποσοτική σύγκριση με τα άλλα κόμματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε μια χρόνια οργανωτική αδυναμία, δεν έχει ισχυρές οργανώσεις στη βάση ούτε αξιοσημείωτη πρόσβαση σε άλλες εστίες μαζικής κινητοποίησης. Το ΠΑΣΟΚ, για παράδειγμα, είχε και εξακολουθεί σε μικρότερο βαθμό να έχει πρόσβαση σε δημοτικές αρχές, συλλόγους, ενώσεις και επιμελητήρια και σε παράγοντες τοπικής επιρροής, που δυνητικά μπορούν να ενισχύσουν μια διαδικασία μαζικής κινητοποίησης. Όπως επίσης έχει και μια εσωκομματική κουλτούρα για μια τέτοιου είδους κινητοποίηση. Στον ΣΥΡΙΖΑ, προς το παρόν, δεν υπάρχουν τέτοια στοιχεία.
Η καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ για την εκλογή προέδρου με το κεντρικό σύνθημα «στέλνουμε πίσω τον λογαριασμό» έχει σαφή προεκλογικό χαρακτήρα, σε σημείο να δίνεται η εντύπωση ότι στις 15 Μαΐου είναι εθνικές εκλογές, ανατροπής της κυβέρνησης. Αυτό δεν μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ;
Ο Αλ. Τσίπρας φαίνεται πως αναγνωρίζει ότι αυτή η διαδικασία άμεσης εκλογής είναι και προσωπικό του στοίχημα. Εκείνος έθεσε την πρόταση της οργανωτικής αλλαγής, την υπερασπίστηκε και πέτυχε να την περάσει στο συνέδριο και προφανώς γνωρίζει ότι η δική του παρέμβαση θα είναι καθοριστική για την επιτυχία της. Υπ’ αυτήν την έννοια, η συμμετοχή εάν είναι επαρκής, σε σχέση με τα κριτήρια που θα έχει θέσει ο ίδιος ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, θα λειτουργήσει σαν ώθηση για το κόμμα, αλλιώς σε αντίθετη περίπτωση θα βρεθεί σε πίεση. Δεν θεωρώ ότι η 15η Μαΐου ότι θα είναι ένα κρίσιμο ορόσημο στην πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς τις εκλογές, αλλά σίγουρα ο βαθμός συμμετοχής θα επηρεάσει το κλίμα της επόμενης μέρας. Επειδή είναι δύσκολο να εντοπιστεί κάποια άλλη συναφής περίπτωση από το εξωτερικό (στην οποία η άμεση εκλογή να έπεται της συνεδριακής διαδικασίας), είναι δύσκολο να προβούμε σε σαφείς προβλέψεις. Μπορεί να υπάρξει μία μεγάλη, για τα δεδομένα του ΣΥΡΙΖΑ πάντα, συμμετοχή, η οποία θα δείξει ενδεχομένως ότι ο Αλ. Τσίπρας συνεχίζει να είναι βασικό σημείο αναφοράς στη σχέση εκπροσώπησης ΣΥΡΙΖΑ και κοινωνίας ή μπορεί η συμμετοχή να είναι κατώτερη των προσδοκιών ως απότοκο της οργανωτικής αδυναμίας και της επίλυσης της εσωκομματικής διαμάχης στη βάση μιας σχέσης μεταξύ νικητών και ηττημένων. Το σίγουρο είναι ότι πλέον ενστερνίζεται ως κόμμα ένα νέο modus operandi το οποίο έχει νέες απαιτήσεις που αφίστανται από τις πολιτικές παραδόσεις του κομματικού χώρου στον οποίο εγγράφεται ιστορικά ο ΣΥΡΙΖΑ.
Πιστεύεις ότι ο ΣΥΡΙΖΑ απομακρύνεται από τις ιδεολογικές παραδόσεις του;

Είμαστε σε μια εποχή που ο πολιτικός ανταγωνισμός έχει δύο χαρακτηριστικά. Πρώτον, υπάρχει χαμηλή εμπιστοσύνη απέναντι στους πολιτικούς θεσμούς και τα κόμματα και δεύτερον επικρατεί μια διάχυτη εχθροπάθεια στον πολιτικό ανταγωνισμό, όπου αρκετοί ψηφοφόροι επιλέγουν ένα κόμμα, κυρίως, για να απορρίψουν ένα άλλο και να αποτρέψουν την άνοδό του στην κυβέρνηση. Όλο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως εκδήλωση της κρίσης της πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτό, η εκλογική επιτυχία κρίνεται αφενός από το πως ένα κόμμα θα μπορέσει να διαρρήξει το «αντί» που διαμορφώνεται εναντίον του και αφετέρου από το πως θα ενισχύσει το αίσθημα πολιτικής εμπιστοσύνης στη βάση του, που θα αποτελέσει και το έναυσμα για μια θετική υπερψήφισή του. Για παράδειγμα, στο ΠΑΣΟΚ αναζητείται ακόμα εκείνη η πολιτικοϊδεολογική σταθερά που θα δώσει υπόσταση στο ασαφές για την ώρα στίγμα της ηγεσίας Ανδρουλάκη. Στον ΣΥΡΙΖΑ η αριστερή σταθερά ήταν η αξία που θεμελίωνε τη σχέση εμπιστοσύνης του με το εκλογικό σώμα. Οποτεδήποτε αμφισβητήθηκε αυτή η σταθερά – και ως απόρροια επιλογών του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ – το κόμμα υπέστη απώλειες. Νομίζω ότι το εκλογικό ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ είναι περισσότερο αριστερόστροφο απ’ όσο νομίζεται και οι ευρύτερες προσδοκίες που μπορεί να υπάρχουν για τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να είναι προσδοκίες για προώθηση αριστερών πολιτικών και όχι απλά για μια χρηστή ή υπεύθυνη διαχείριση.

Ιωάννα Δρόσου, Παύλος Κλαυδιανός