«Πράγματι, σε αντιδιαστολή με τους περισσότερους μαρξιστές φιλόσοφους και διανοητές της εποχής του, ο Πουλαντζάς ξεκινάει πάντα τις αναλύσεις του από την συγκυρία». Αυτά έγραφε ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς για τον φίλο και σύντροφό του, στο κείμενό του που υπάρχει στον συλλογικό τόμο «Ο Πουλαντζάς σήμερα» (Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Νήσος, 2012). Το ίδιο κάνει και ο ίδιος, στο πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο του «Το πολιτικό στη σκιά της πανδημίας» (Καστανιώτης, 2021), που γράφτηκε κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού λόγω της πανδημίας. Και εδώ έχουμε ένα έργο που είναι «προϊόν της συγκυρίας, δίχως να επικεντρώνεται στη συγκυρία», για να επαναλάβω μια φράση από το οπισθόφυλλο του προηγούμενου μεγάλου έργου του «Ο αόρατος Λεβιάθαν» (Πόλις, 2020), που είχε γραφτεί στη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης.
Ο Κώστας Αθανασίου και ο Μανώλης Πιμπλής έκαναν μια μεγάλη συζήτηση με τον Τσουκαλά για κάποια από τα κρίσιμα θέματα που προσεγγίζει στο πόνημά του, το απόσταγμα της οποίας έχουμε τη μεγάλη χαρά να φιλοξενούμε σήμερα στις Ιδέες.
Χ.Γο.
Λέτε στο βιβλίο σας ότι η έκρηξη της πανδημίας αφενός υπονόμευσε μια «διάχυτη βολονταριστική “τεχνο-αισιοδοξία”» που κυριαρχούσε, αφετέρου αποδυνάμωσε την «αλαζονική συστημική αυτοπεποίθηση» πως ήταν εξασφαλισμένη μια αέναη «αναπτυξιακή πρόοδος» αν οι πάντες «προσαρμόζονταν αδιαμαρτύρητα στην “πραγματικότητα”». Μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε μια στιγμή που μπορεί να αναθεωρηθεί το τι νοείται ως πρόοδος;
Η πρόοδος είναι μια ιδέα που γεννήθηκε στη μοντέρνα εποχή, από τη στιγμή που εξέλιπαν οι ιδέες της ιστορικής νομοτέλειας και των κυκλικών επαναλήψεων, από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να βλέπει στον εαυτό του τον Προμηθέα.
Από τον 17ο αιώνα υπάρχει ο σχετικός προβληματισμός για τη βελτίωση της ζωής, ο οποίος είναι πάντα ποιοτικός και αξιακός. Η έννοια του να αναγνωρίζεται κάτι ως a priori καλό ή κακό δεν υπάρχει. Οπότε το ερώτημα τι είναι πρόοδος γεννιέται και συζητιέται ήδη από τότε, από τον 18ο αιώνα. Στόχος του ανθρώπου είναι να παλεύει με τη μοίρα του και να αξιολογεί τη ζωή του.
Γύρω από αυτό το ερώτημα αναπτύχθηκαν μεγάλες αντιπαραθέσεις. Ο οικονομισμός, ο παραγωγισμός, ο καπιταλισμός τελικά, περιόρισαν το καλό σε κάτι ποσοτικά μετρήσιμο, σε κάτι παραγωγικό. Σε αντίθεση, λοιπόν, με όλα τα φιλοσοφικά συστήματα του παρελθόντος που έλεγαν «ουκ εν τω πολλώ το ευ» και «μηδέν άγαν», αναπτύχθηκε ο πολιτισμός του «εν τω πολλώ το ευ», ο πολιτισμός του άγαν. Αυτή είναι μια μονοδιάστατη, κλειστή αντίληψη για το ανθρώπινο γίγνεσθαι, την οποία ανέπτυξε ο καπιταλισμός. Και την οποία, μάλιστα, ασπάστηκε εντέλει και ο υπαρκτός σοσιαλισμός δεχόμενος να συμμετάσχει σε έναν τέτοιου τύπου ποσοτικό ανταγωνισμό με τη Δύση. Αυτό οδήγησε σε απίσχναση της ιδέας της προόδου η οποία έπαψε να αποτελεί πια αντικείμενο διαπραγμάτευσης, διερώτησης. Δεν υπάρχει πια πολιτικό ερώτημα «τι είναι πρόοδος». Η απάντηση πια είναι «όσο περισσότερα, τόσο το καλύτερο».
Και η Αριστερά πού βρίσκεται σε αυτή τη συζήτηση περί προόδου;
Ακόμα και η Αριστερά είναι εγκλωβισμένη σε αυτή τη λογική του παραγωγισμού. Όχι μόνο για λόγους ιδεολογικών καταβολών, αλλά γιατί είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντιμετωπίσεις αυτή την αντίληψη του παραγωγισμού και της προόδου με ορθολογικά επιχειρήματα. Ιδέες όπως π.χ. η αποανάπτυξη είναι περιθωριακές και δεν μπορούν να επικρατήσουν, διότι δεν μπορείς να αποκλείσεις εντελώς το ποσοτικό στοιχείο, ούτως ή άλλως η ποσοτική είναι μία από τις παραμέτρους που ο άνθρωπος βάζει στη ζυγαριά. Το πρόβλημα είναι ότι μονοπωλεί ως κριτήριο την πρόοδο. Άρα δεν υπάρχει δίπολο ανάπτυξη-μη ανάπτυξη. Το ποσοτικό στοιχείο πρέπει να ενταχθεί σε μια ευρύτερη ποιοτική πολιτιστική συζήτηση περί προόδου αλλά και μια συζήτηση για το τι πρέπει να κάνουμε.
Το πρόβλημα λοιπόν είναι ότι η Αριστερά κάποια στιγμή υιοθέτησε τη γλώσσα του αντιπάλου. Μπορούμε από αυτό, πέρα από θεωρητικά, να βγάλουμε και πολιτικά συμπεράσματα;
Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της απανταχού Αριστεράς. Μπορεί η Αριστερά να αντιδρά, αλλά δεν είναι ακόμα σε θέση να διατυπώσει με τρόπο ορθολογικό και με συνέπεια ένα εναλλακτικό πολιτικό όραμα με αρχή, μέση και τέλος για μια άλλη κοινωνία. Αυτό παραμένει μετέωρο: η Αριστερά δεν διατυπώνει ένα πολιτικό όνειρο ικανό να πείσει. Από την άλλη πλευρά, η συντήρηση δεν έχει ανάγκη από εξηγήσεις ή εκλογίκευση. Δεν χρειάζεται να κάνει κάτι. Λέει «αυτό είναι που υπάρχει τώρα και τίποτε άλλο». Απέναντι σ’ αυτό, η Αριστερά επιδιώκει μια άλλη κοινωνία, την οποία όμως δεν μπορεί να περιγράψει. Γι’ αυτό και τα τελευταία 30-40 χρόνια η Αριστερά δεν μπορεί να βρει βηματισμό, ενώ η συντηρητική σκέψη διακηρύσσει το τέλος της πολιτικής, του πολιτικού γίγνεσθαι, της ιδεολογίας.
Αυτό που συνέβη στην Ελλάδα είναι συγκυριακό φαινόμενο λόγω των ειδικών συνθηκών που δημιουργήθηκαν στη χώρα, παρ’ όλα αυτά όμως δεν προβλήθηκε η δυνατότητα να αλλάξει αυτό το σύστημα, ίσως να μην μπορούσε κιόλας να τεθεί καν υπό συζήτηση η αλλαγή ενός τόσο διεθνοποιημένου πια συστήματος.
Δυστυχώς αυτό που βλέπω διεθνώς είναι ότι η Αριστερά δεν έχει ολοκληρωμένο πρόταγμα, τα πράγματα είναι αδρανή, δεν υπάρχει μια συγκροτημένη αριστερή στρατηγική για μια άλλη κοινωνία. Γι’ αυτό πολλές φορές καταφεύγει σε τακτικισμούς και ιδεολογικούς συμβιβασμούς. Είναι χαρακτηριστικοί οι ιδεολογικοί συμβιβασμοί των προηγούμενων δεκαετιών. Ο «ιστορικός συμβιβασμός» που προτάχθηκε ως «η μόνη λύση», τότε, ήταν μια στρατηγική επιλογή συμβιβασμού που στόμωσε και απέτυχε παντού. Όλα τα ευρωκομουνιστικά κόμματα απέτυχαν για λόγους εγγενούς στρατηγικής ασάφειας.
Μιλάτε για μια «ολοένα πιο εύκαμπτη, ανεκτική αλλά και ιδιοτελώς σχηματιζόμενη “κοινή γνώμη”». Στη διαμόρφωση αυτής της «κοινής γνώμης» όσον αφορά την πανδημία κρίσιμο ρόλο έπαιξαν για άλλη μια φορά τα ΜΜΕ και άλλοι ιδεολογικοί μηχανισμοί.
Αυτό κάνουν κάποιοι διανοούμενοι ή κάποια ΜΜΕ: λειτουργούν υπέρ του συστήματος, εμφανίζοντας τις προτεραιότητές του σαν να προκύπτουν αντικειμενικά από την πραγματικότητα. Είναι μια διανόηση συστημική που στόχος της είναι η απόλυτα μονοδιάστατη πρόσληψη μιας (εξωραϊσμένης) πραγματικότητας ως μόνης δυνατής.
Αν ο αριστερός διανοούμενος δεχτεί μια τέτοια οπτική, βρίσκεται αυτομάτως σε αδιέξοδο.
Το νέο φετίχ, ωστόσο, έγινε η «κανονικότητα» και η επιστροφή σ’ αυτήν. Εσείς όμως μιλάτε για βεβαιότητες που έχουν χαθεί, για την πιθανότητα αυτή η κανονικότητα να μην είναι «τίποτε άλλο παρά μια χιμαιρική νοηματική κατασκευή», για μια «φαντασιούμενη κανονικότητα ως ψευδεπίγραφο αντικείμενο συλλογικής αναπόλησης». Και προσθέτετε ότι αυτή η περίφημη κανονικότητα «δεν υπήρξε ποτέ το προϊόν ενός ενσυνείδητου ορθολογικού προγραμματισμού».
Η κανονικότητα είναι μια ρητορική υπεκφυγή. Η πανδημία επέτρεψε την εξιδανίκευση της προ πανδημίας εποχής. Έτσι που να θέλουμε να επιστρέψουμε σε αυτό που θεωρούσαμε απαράδεκτο. Να νιώθουμε νοσταλγία γι’ αυτό που μισούσαμε! Η Σιμόν Σινιορέ έγραψε κάποτε ότι ούτε η νοσταλγία δεν μπορεί πια να είναι αυτή που ήταν!
Δυστυχώς, μέσα στο κλίμα της κατήφειας και του φόβου του παρόντος, πολλοί άνθρωποι, αντί να κοιτάζουν προς το άγνωστο μέλλον, επιστρέφουν σε αυτή την «κανονικότητα» ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος. Η «κανονικότητα», όμως, είναι μια μυθοποιητική ψευδολογία που επιτρέπει την αναπαραγωγή της διάχυτης συστημικής ιδεολογίας. Είναι μια νοηματική κατασκευή που επιτρέπει να μην αλλάζει τίποτα. Ενώ αυτό που πρέπει στην πραγματικότητα να κάνει κανείς είναι να κοιτάζει και να σκέφτεται πέραν της κανονικότητας και ενάντια στην κανονικότητα.
Σε αυτή τη βάση, λοιπόν, μιλάτε για την επιστροφή του πολιτικού. Λέτε ότι «η αδοκήτως ενσκήψασα “κατάσταση έκτακτης ανάγκης” σηματοδότησε μια αναπάντεχη διεύρυνση των ορίων του πολιτικού, γεγονός που ισοδυναμεί με την αδόκητη επάνοδο της ίδιας της πολιτικής στο προσκήνιο».
Πιστεύω ότι η πανδημία επέβαλε στο πολιτικό να παρέμβει, να πάρει μέτρα. Η πολιτική εξουσία αναγκάστηκε να αναλάβει πρωτοβουλίες και να πραγματοποιήσει δράσεις που, σε άλλες συνθήκες, πιθανότατα θα ήθελε να αποφύγει. Αποδείχτηκε, επιπλέον, για ακόμη μία φορά πως το Κράτος παραμένει αναντικατάστατο, ειδικά σε κρίσιμες στιγμές. Βρισκόμαστε λοιπόν ενώπιον μιας επανόδου του πολιτικού. Κάτι που πρέπει, άλλωστε, όλοι οι πολίτες να διεκδικήσουν: μια νέα αντιμετώπιση του γίγνεσθαι, έξω από τους αυτοματισμούς του νεοφιλελευθερισμού.
Η νέα διαφαινόμενη οργάνωση της εργασίας, μετά την πανδημία, σε εργασία εξ αποστάσεως, είναι καταλυτικής σημασίας. Από τη μία είναι κάτι αναγκαίο λόγω των ειδικών συνθηκών, από την άλλη ανατρέπει μια ολόκληρη ιστορία πρόσληψης του κοινωνικού χώρου όπου οι άνθρωποι σκέπτονται από κοινού τους όρους της ύπαρξής τους. Υπάρχει το ενδεχόμενο αυτό που τώρα γίνεται συγκυριακά να γενικευτεί προκειμένου οι άνθρωποι να μη συναντώνται και να μη σκέπτονται από κοινού.
Είναι χαρακτηριστικό όμως ότι, όπως λέτε κι εσείς, με αφορμή την πανδημία το κράτος ανέθεσε ένα μέρος της πειθάρχησης στους ίδιους τους πολίτες. Έχουμε, λέτε, μια κοινωνία της επιτήρησης «που δεν αρκείται στην εκτροφή πειθήνιων και υπάκουων πολιτών, αλλά επιδιώκει επιπλέον να τους αναθέσει να αυτολογοκρίνονται και να αυτοελέγχονται».
Η πανδημία επιτάχυνε θεαματικά και επικύρωσε την άρνηση του συλλογικού και τον ατομοκεντρισμό. Επικύρωσε την εξατομίκευση του νεοφιλελευθερισμού. Το άτομο πλέον δεν χειραγωγείται απλώς αλλά αυτοχειραγωγείται, πείθεται για την «ατομική του ευθύνη», πείθεται ότι είναι αποκλειστικά υπεύθυνο για τις πράξεις του. Σύμφωνα με αυτή τη λογική ο ατομοκεντρισμός διευκολύνει το άτομο, το οποίο πείθεται ψευδώς ότι μπορεί να διαχειρίζεται τον εαυτό του ελεύθερα. Αυτό είναι ανατροπή της πρόσληψης της ίδιας της ελευθερίας που πλέον δεν είναι ελευθερία στην ύπαρξη αλλά στην πράξη, το «είμαι ελεύθερος» είναι τώρα μεταβατικό, σημαίνει «είμαι ελεύθερος να κάνω κάτι». Πρόκειται για συμφεροκεντρική ιδέα περί ελευθερίας.
Παράλληλα, από όλα αυτά αναδύεται και μια νέα πολιτική αυταρχικότητα: αν δεν φοράς μάσκα είσαι αποδιοπομπαίος. Στο συμβολικό τουλάχιστον επίπεδο, όμως, η μάσκα συμβάλλει αποφασιστικά στην πλήρη ιδιωτικοποίηση της πρόσληψης του εαυτού. Δεν χρειάζεται να με βλέπουν, δεν χρειάζεται να τους βλέπω. Μπορεί να στηρίζεται σε κάτι συγκυριακά σωστό αλλά μακροπρόθεσμα δημιουργεί νέα μοντέλα συμπεριφοράς. Ως τώρα υπήρχαν κατά καιρούς αντιστάσεις και προσπάθειες της εξουσίας να καταστέλλουν αυτές τις αντιστάσεις. Από τη στιγμή όμως που το άτομο αυτοχειραγωγείται, οι αντιστάσεις αμβλύνονται. Ειρωνικά, το σύνθημα «τηρείτε τις αποστάσεις» δεν απέχει πολύ από το «μην εμπιστεύεστε παρά μόνο τον εαυτό σας».
Θα διαρκέσει άραγε αυτό; Δεν ξέρω. Το σύστημα πάντως θα επιδιώξει μια επιλεκτική μονιμότητα αυτών των αλλαγών. Βέβαια όλο αυτό δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα. Το ζήτημα είναι πότε και πώς θα ανατραπεί αυτό το σχήμα. Ίσως γίνει από τις νέες γενιές.
Υπάρχουν διανοούμενοι που αμφισβητούν τη δημοκρατικότητα της σημερινής δημοκρατίας…
Μα δεν βρισκόμαστε σε καθεστώς πλήρους δημοκρατίας. Αυτό στο οποίο όλοι οι πολίτες μετέχουν ξέροντας τι θέλουν και τι ακριβώς κάνουν, δεν υπάρχει. Αυτό που αποτέλεσε και αποτελεί ακόμα τη μείζονα θεσμική κατάκτηση της ανθρωπότητας –για την προάσπιση της οποίας είμαστε όλοι και όλες υπεύθυνοι, οι καθένας χωριστά και όλοι μαζί– έχει αρχίσει να υφίσταται μια σειρά από σημαντικές αλλοιώσεις. Βέβαια ιδεατή δημοκρατία δεν υπήρξε και ποτέ. Σήμερα όμως είμαστε σε άλλη εντελώς φάση: ό,τι αποφασιστεί είναι a priori χειραγωγημένο από μηχανισμούς που πλέον δεν είναι μόνο του κράτους, είναι και ιδιωτικοί. Λ.χ. από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που δεν είναι πλέον κρατικά αλλά ανήκουν στο μεγάλο κεφάλαιο, που δεν θέλει να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Όταν το Facebook μπορεί να αποφασίζει σε ποιον θα επιτρέπει ή δεν θα επιτρέπει τη διαδικτυακή επικοινωνία σημαίνει ότι υπάρχει έλεγχος σε ό,τι μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα. Και όταν διάφορα κέντρα εξουσίας έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν τι θα ειπωθεί, τότε σταματάει η ελεύθερη γνώμη και η επικοινωνία, τότε δεν υπάρχει δημοκρατία. Όπως και να το δεις, είναι το τέλος του Βολτέρου.
Αυτό που διαφαίνεται είναι η αυστηρή χειραγώγηση της δημόσιας επικοινωνίας με ολοένα και μεγαλύτερη δυνατότητα παρακολούθησης όλων των ανθρώπων. Οι ιδιωτικές δυνάμεις μπορούν να μάθουν σε πέντε λεπτά, αν το θελήσουν, τι έφαγα το πρωί, αν είμαι αριστερός ή δεξιός, αν είμαι ομοφυλόφιλος ή οτιδήποτε άλλο. Αυτή είναι μια τεράστια δύναμη πειθούς, εκβίασης, καταστολής, είναι βία, καταστολή, χειραγώγηση, ανελευθεροποίηση. Και δεν έχουμε δει ακόμα τα όρια αυτού του πράγματος. Είναι ερώτημα λοιπόν αν σ’ αυτές τις συνθήκες εξακολουθεί να υπάρχει αυτό που ονομάζουμε δημοκρατία. Η δημοκρατία έτσι γίνεται μια θεατρική τελετουργία. Η δημοκρατική κανονικότητα είναι κατ’ εξοχήν μη κανονική.
Γράφετε στο βιβλίο: «Όσοι δραστηριοποιούνται στο όνομα του όλου είναι εκ προοιμίου έκθετοι σε κάθε λογής αμφισβήτηση των ατομικών τους κινήτρων». Αυτό πρακτικά δεν σημαίνει ότι, στο σημερινό κοινοβουλευτικό πλαίσιο, όποιος μπει για πρώτη φορά στη Βουλή, ασχέτως προθέσεων, γίνεται αυτόματα έκθετος σε κάθε λογής αμφισβήτηση πριν ακόμη πράξει το οτιδήποτε; Είναι δηλαδή ύποπτος εκ προοιμίου;
Έτσι είναι. Στην κλασική αρχαία δημοκρατία αλλά και το 19ο αιώνα, μέχρι χονδρικά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η συμμετοχή στα κοινά (στους θεσμούς) περιοριζόταν σε ανθρώπους χωρίς ατομικά συμφέροντα. Δεν ήταν επάγγελμα η πολιτική. Βέβαια, η διαπλοκή δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας ήταν ίδιον των φασιστικών καθεστώτων, και ασφαλώς όλα αυτά στο όνομα του έθνους.
Από τη στιγμή, ωστόσο, που η πολιτική έγινε επάγγελμα πολύ δύσκολα μπορεί να διακρίνει κανείς, πρώτον, αν αυτοί που λένε κάτι το πιστεύουν και, δεύτερον, αν αυτοί που λένε αυτό που πιστεύουν μπορούν στη μακρά διάρκεια να εξακολουθούν να το πιστεύουν. Είναι έκθετοι στην αμφισβήτηση των κινήτρων τους.
Η πολιτική ως καριέρα προϋποθέτει σχέσεις με το χρήμα, διασυνδέσεις με άλλους. Ως δημόσιο πρόσωπο προωθείς ιδέες, ως ιδιωτικό προωθείς τον εαυτό σου. Έτσι η διαπλοκή γίνεται αντικειμενικό γεγονός. Είναι αντικειμενική η σύζευξη ατομικών προθέσεων και ιδεολογικών θέσεων.
Η πολιτική ως καριέρα, λοιπόν, είναι αναγκαστικά εκτροφείο νόθευσης του τι είναι δημόσιο και τι ιδιωτικό. Η διαπλοκή είναι πρόβλημα του πολιτεύεσθαι, δεν είναι όμως και νομοτέλεια. Για όσο καιρό πρυτανεύει η ατομοκεντρική αντίληψη, για όσο καιρό δεν διεισδύουν κριτήρια συλλογικότητας και αλληλέγγυας αξιολόγησης, δεν βλέπω δυνατότητα περάσματος σε καθεστώς μαζικής δημοκρατίας.
Μιλάτε για τη σοσιαλδημοκρατία των «τριάντα ένδοξων χρόνων». Πόσο πραγματικό είναι ότι εκείνα τα χρόνια εντάθηκε και το πρόβλημα της διαπλοκής;
Κατά τη διάρκεια των «τριάντα ένδοξων χρόνων» της σοσιαλδημοκρατίας υπήρχαν ομάδες πίεσης και ανθούσε ο κορπορατισμός. Το ’60 αυτό ήταν το προβαλλόμενο σύστημα διαπραγμάτευσης. Υπήρχε το τριμερές σχήμα «εργαζόμενοι-εργοδότες-κράτος». Ένα συναινετικό σύστημα συγκερασμού παράλληλων επιδιώξεων. Αυτή ήταν μια θεσμοποιημένη διαπλοκή. Αυτό το σύστημα διαπραγμάτευσης των αντιθέσεων μετατράπηκε, όμως, τελικά σε μηχανισμό επιβολής συγκεκριμένων ταξικών επιλογών.
Στα «τριάντα ένδοξα χρόνια» της σοσιαλδημοκρατίας έγιναν προσπάθειες να αλλάξουν οι συσχετισμοί υπέρ των αδυνάτων. Τελικά, όμως, η σοσιαλδημοκρατία προσχώρησε σε μια νεοφιλελεύθερη επιλογή. Παράλληλα δε με την αποδυνάμωση της ρεφορμιστικής Αριστεράς, αποδυναμώνεται και η ανατρεπτική. Υπάρχει έτσι αδυναμία για κάποιες συμμαχίες που παλιά ήταν αυτονόητες. Το παιχνίδι παίζεται με πολυσυλλεκτικά κόμματα, χωρίς ιδεολογικά μέτωπα. Αυτό κάνει πάρα πολύ δύσκολο να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για ανατροπή της υπάρχουσας κατάστασης. Και τελικά το πάνω χέρι το έχουν οι οικονομικές εξουσίες οι οποίες διατάσσουν, και οι πολιτικές εξουσίες ασκούν πολιτική στα διάκενα.
Η σοσιαλδημοκρατική συναίνεση κατέρρευσε λόγω της οικονομικής κρίσης, της υπερχρέωσης και της μείωσης της δυναμικής των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Διευρυνόταν συνεχώς η συναίνεση αυτή μέχρι που φάνηκαν τα όριά της. Υπήρχε όμως και κάτι άλλο σημαντικό: δεν φαινόταν κάποιο μελλοντικό πρόταγμα. Υπήρχε ασάφεια ως προς το τι είναι το καλύτερο για το μέλλον. Ήταν αυτό που αποκλήθηκε «πολιτική πλήξη» της ύστερης σοσιαλδημοκρατίας, όπου δεν υπήρχε να προταθεί τίποτα το ριζικό. Επίσης εμφανίστηκαν νέα κινήματα όπως το κίνημα της νεολαίας, των φοιτητών, των μη ενεργά απασχολούμενων, με τις δικές τους απαιτήσεις. Και ταυτόχρονα υπήρξε βαθμιαία άμβλυνση της πειστικότητας της Σοβιετικής Ένωσης. Σ’ αυτό το πλαίσιο έγινε δυνατή και η εμφάνιση νέων πολιτικών μορφών όπως ο λεγόμενος «Τρίτος Δρόμος», που αποτέλεσε συμβιβασμό της σοσιαλδημοκρατίας με τον πραγματισμό της Δεξιάς και οδήγησε στον οριστικό εκφυλισμό του σοσιαλδημοκρατικού προτάγματος.