Πρόχειρες σκέψεις για την κυβερνητική τροπολογία που θεσπίζει τη μη δίωξη και τη μη εξέταση ως μαρτύρων των μελών των επιτροπών που σχετίζονται με τη διαχείριση της πανδημίας.
Ας αρχίσουμε από τα βασικά.
Πρώτον, κανείς δεν ετοιμαζόταν να ασκήσει διώξεις κατά της επιτροπής των λοιμωξιολόγων. Η ελληνική κοινωνία έχει δείξει μεγάλη εμπιστοσύνη στους ειδικούς – και η κυβέρνηση αυτό το γνωρίζει πολύ καλά, αφού εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο και ενίοτε με χυδαίους όρους το κύρος τους για να αντλήσει ίδια επικοινωνιακά και πολιτικά οφέλη. Η ελληνική κοινωνία, αντίθετα, σέβεται τους ειδικούς, ένιωσε ευγνωμοσύνη για την παρέμβασή τους, χάρη στην οποία το έγκαιρο lockdown πέρυσι τον Μάρτιο απέτρεψε το ξέσπασμα ενός σφοδρού πρώτου κύματος στην Ελλάδα και τους επιβράβευσε με υψηλά ποσοστά δημοφιλίας και αναγνώρισης. Και στο πολιτικό επίπεδο εξάλλου, η αντιπολίτευση από την πρώτη στιγμή στοιχήθηκε πίσω τους και δήλωσε ρητά τη στήριξή της προς τους ειδικούς.
Αν κάποιος έχει πλήξει το κύρος της επιτροπής, αυτός δεν είναι άλλος από την ίδια την κυβέρνηση. Με τις πιέσεις που ασκούσε, με τη διαρροή ή και επίσημη ανακοίνωση αποφάσεων πριν κάνει τη σχετική εισήγησή της η επιτροπή, με το επικοινωνιακό ατόπημα του «πες κι εσύ Σωτήρη». Με το γεγονός ότι η κυβέρνηση – αρνούμενη να πάρει τα οικονομικά μέτρα που θα έπρεπε να συνοδεύουν τα υγειονομικά – μετέθεσε το πρόβλημα της στάθμισης στα μέλη της επιτροπής, αναγκάζοντάς τους να δικαιολογούν, ως μη όφειλαν, τις ελλείψεις στα μέσα μαζικής μεταφοράς, το άνοιγμα του τουρισμού κ.ο.κ., με όρους οικονομικούς και όχι υγειονομικούς.
Δεύτερον, ακόμα και αν κάποιος ζητούσε την ποινική δίωξη των μελών της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων, πολύ δύσκολα θα ευδοκιμούσε μια υπόθεση εναντίον κάποιου για την παροχή επιστημονικής γνώμης. Αντίθετα, η παροχή ασυλίας είναι αυτή που δημιουργεί την – ελπίζουμε εσφαλμένη – πεποίθηση ότι «κάτι δεν πάει καλά» με τις εισηγήσεις της επιτροπής και θα δώσει τροφή σε κάθε είδους συνωμοσιολογία, ενώ θα πλήξει ανεπανόρθωτα την εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς τους ειδικούς. Κυρίως, γεννά ερωτηματικά αν ο βασικός στόχος ήταν να προστατευτούν οι ειδικοί από ποινικές διώξεις ή να εμποδιστούν από το να καταθέσουν ως μάρτυρες σε βάρος κυβερνητικών ή υπηρεσιακών παραγόντων. Που επίσης, κάποιοι εξ αυτών, περιλαμβάνονται στον κύκλο όσων πήραν ασυλία.
Τρίτον, σε κάθε περίπτωση, η κατ’ εξαίρεση ποινική ασυλία (πολύ περισσότερο η απαγόρευση να εξεταστεί κάποιος ακόμα και ως μάρτυρας) παραβιάζει τον πυρήνα της αρχής της ισότητας ενώπιον του νόμου. Γι’ αυτό και όπου αναγνωρίζεται, πρέπει να αναγνωρίζεται με φειδώ και όταν αιτιολογείται από μία αυστηρή στάθμιση εννόμων αγαθών. Για τον ίδιο λόγο εξάλλου, ακόμα και η πολιτειακή και πολιτική ηγεσία της χώρας, οι υπουργοί και οι βουλευτές, που χειρίζονται όλες τις δημόσιες υποθέσεις, περιλαμβανομένων και κρίσεων, δεν έχουν ακαταδίωκτο, αλλά κάποιες επιπλέον ασφαλιστικές δικλείδες για να τους προστατεύουν από κακόβουλες πολιτικές διώξεις. (Μεγάλη ιστορία και το δικό τους θεσμικό πλαίσιο, αλλά ας το αφήσουμε προς το παρόν).
Όλοι όσοι υπηρετούν μόνιμα ή προσωρινά σε δημόσιο αξίωμα, αιρετό ή μη, όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι ανά πάσα στιγμή μπορούν να βρεθούν αντιμέτωποι με κάποια ποινική καταγγελία. Και αυτό βρίσκεται στον πυρήνα της προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών – να μπορούν να αμυνθούν και ποινικά, με το βαρύτερο δηλαδή «όπλο» της έννομης τάξης – κατά ανθρώπων που παραβιάζουν το νόμο κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στο όνομα του κράτους.
Τέταρτον, φτάνουν όλες αυτές οι υποθέσεις στα ακροατήρια; Ή πολύ περισσότερο σε καταδίκες; Εμποδίζονται, με άλλα λόγια, οι δημόσιοι λειτουργοί που δεν παρανομούν, αλλά απλώς στοχοποιούνται από κακόβουλους πολίτες, να κάνουν τη δουλειά τους; Προφανώς και όχι. Η ίδια η ποινική διαδικασία έχει όλες τις δικλείδες που απαιτούνται ώστε προφανώς αβάσιμες ή ψευδείς μηνύσεις να μην φτάνουν ποτέ ούτε στην άσκηση ποινικής δίωξης ούτε, πολύ περισσότερο, σε δίκη ή καταδίκη. Όλα ως εξειδίκευση του θεμελιώδους τεκμηρίου της αθωότητας, που επιβάλλει σειρά προϋποθέσεων πριν φτάσει ένας άνθρωπος στη θέση του κατηγορουμένου, πριν βρεθεί ενώπιον δικαστηρίου και τελικά πριν καταδικαστεί.
Τότε, γιατί υπάρχει η ποινική ευθύνη; Γιατί η υποχρέωση τήρησης των νόμων ισχύει για τον απλό πολίτη όσο ισχύει και για τον δημόσιο λειτουργό, ακόμα κι αν βρίσκεται στην κορυφή της διοικητικής και πολιτικής ιεραρχίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και πρόσωπα με υψηλά αξιώματα, ακόμα και με κορυφαίο συμβολικό ρόλο, δεν έχουν ασυλία ούτε φυσικά απαλλάσσονται της υποχρέωσης μαρτυρίας, αλλά απλώς έχουν διαφορετική δωσιδικία (είτε ενώπιον ανώτερου δικαστηρίου, αντί του συνήθως πρωτοβάθμιου, είτε με κατ’ εξαίρεση ρυθμίσεις που προβλέπουν λ.χ. να εξετάζονται κατ’ οίκον, χωρίς να μεταβαίνουν ενώπιον του ανακριτή).
Πέμπτον, και τελευταίο. Σήμερα έχουμε ενώπιόν μας ένα δεδομένο. Με βάση τα στοιχεία του ΕΟΔΥ (https://covid19.gov.gr/covid19-live-analytics/) : περισσότεροι από 10.000 συνάνθρωποί μας έχουν χάσει τη ζωή τους εξαιτίας της πανδημίας. Ο αριθμός όσων κέρδισαν τη μάχη με τη ζωή, αλλά θα μείνουν με μόνιμες βλάβες της υγείας τους είναι άγνωστος. Οι συνέπειες της πανδημίας και της διαχείρισής της στην οικονομική και κοινωνική ζωή ανυπολόγιστες – αλλά ας μην τις υπολογίσουμε καν.
Οι συγγενείς αυτών των περισσότερων από 10.000 συνανθρώπων μας (αλήθεια, τα δικά τους ονόματα, αυτών των θυμάτων μιας τραγικής συλλογικής δοκιμασίας, θα τα μάθουμε ποτέ, για να τα μνημονεύουμε;) έχουν κάθε δικαίωμα να αναρωτηθούν και να ζητήσουν να διερευνηθεί αν κάποιος ευθύνεται για το θάνατό τους – και ποιος. Ανεξάρτητα από τις αξιολογήσεις ημών των υπολοίπων. Είναι κάτι αυτονόητο, που γίνεται κάθε φορά που κάποιος άνθρωπος χάνει τη ζωή του. Το ξέρουν όλοι οι γιατροί της «πρώτης γραμμής», ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να βρεθούν υπόλογοι – και πολλοί έχουν ήδη κληθεί να λογοδοτήσουν – για το θάνατο κάποιου ασθενή τους. Για κάτι που δεν είδαν εγκαίρως, για ένα ανθρώπινο, αλλά καθοριστικό λάθος.
Το γεγονός ότι αυτοί οι περισσότεροι από 10.000 άνθρωποι δεν πέθαναν ένας-ένας, από διαφορετικές αιτίες, αλλά μαζικά και από την ίδια αιτία, δεν σημαίνει ότι οι ζωές τους προστατεύονται λιγότερο από τον νόμο. Εξάλλου, ακόμα και σε συνθήκες πραγματικού πολέμου, όπου θεωρητικά η αφαίρεση της ζωής του αντιπάλου είναι θεμιτή, υπάρχουν κανόνες, γι’ αυτό και πολλοί καταδικάστηκαν κατά καιρούς για εγκλήματα πολέμου. Γιατί, ακόμα και τότε, η ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια προστατεύεται.
Άλλωστε, στην ασυλία που παραχωρήθηκε στα μέλη των επιτροπών που έχει συστήσει γύρω της η κυβέρνηση – και που δεν είναι μόνο επιστήμονες, αλλά και υπηρεσιακά και πολιτικά στελέχη – δεν περιλήφθηκαν οι «ήρωες υγειονομικοί», οι γιατροί και οι νοσοκόμες που δίνουν τη μάχη σε ένα εκ των προτέρων ναρκοθετημένο πεδίο. Θεωρητικά, οι συγγενείς ενός ανθρώπου που πέθανε γιατί δεν διασωληνώθηκε εγκαίρως, μπορούν να κινηθούν εναντίον των γιατρών που τον περιέθαλψαν – και οι οποίοι πληρώνουν κάθε μέρα αβάσταχτο προσωπικό κόστος χάνοντας ασθενείς μέσα απ’ τα χέρια τους – αλλά όχι κατά εκείνων που όφειλαν να έχουν εξοπλίσει τα νοσοκομεία με περισσότερες κλίνες ΜΕΘ. Οι συγγενείς των συμπολιτών μας στη Θεσσαλονίκη, που έφτασε στα πρόθυρα του να γίνει Μπέργκαμο, μπορούν να στραφούν κατά των υγειονομικών της περιοχής, που δοκιμάστηκαν σκληρά για να κρατήσουν το σύστημα όρθιο, όταν τα πράγματα άρχισαν να ξεφεύγουν, αλλά δεν μπορούν να ζητήσουν να ελεγχθεί το τι εισηγήθηκαν οι ειδικοί και τι αποφάσισε η κυβέρνηση για το τριήμερο του Αγίου Δημητρίου και της 28ης Οκτωβρίου.
Και μάλιστα, όχι απλώς δεν μπορεί να καταδικαστεί κανείς, αλλά οι άνθρωποι που έχουν ζήσει από πρώτο χέρι μια από τις κρισιμότερες χρονιές που ζήσαμε ως χώρα, οι άνθρωποι που πήραν τις καθοριστικές αποφάσεις, δεν μπορούν καν να καταθέσουν ως μάρτυρες, δεν μπορεί καν να διερευνηθεί η αλήθεια, ακόμα και αν δεν καταλήξει σε καταδίκη οποιουδήποτε προσώπου.
Μόνο που εξουσία χωρίς ευθύνη είναι ασυδοσία. Και πάνω σε αυτό ποτέ κανείς δεν κατάφερε να χτίσει κοινωνική εμπιστοσύνη.
Δανάη Κολτσίδα
Από το μπλογκ της