Συνεντεύξεις

Klaus Dörre: Το πανδημικό κράτος είναι μια κατάσταση εξαίρεσης

«Ο μόνος στόχος που ενώνει πραγματικά τη ριζοσπαστική Δεξιά διεθνώς είναι η κατάληψη της εξουσίας. Επιθυμούν την κρατική εξουσία – με κάθε κόστος. Με τη βία εάν είναι αναγκαίο, όπως έδειξε και η εισβολή στο Καπιτώλιο. Σε αυτή τη διαδικασία, ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο ότι η νέα δεξιά προσπαθεί να υφαρπάξει το κοινωνικό ζήτημα από την Αριστερά»

Ο Ντέρε στο βιβλίο του θέτει όλα τα κρίσιμα ζητήματα για την Αριστερά και εξηγεί αναλυτικά για ποιους λόγους η Ακροδεξιά σε πολλές περιπτώσεις –έστω και δημαγωγικά– πιάνει πιο εύκολα τον σφυγμό και τις αγωνίες των εκατομμυρίων εργαζομένων που βλέπουν σαν απειλή τόσο τη μετάβαση σε μια οικονομία απεξαρτημένη από τα ορυκτά καύσιμα λόγω κλιματικής αλλαγής, όσο και τις δομικές αλλαγές που φέρνει μαζί της η νέα τεχνολογία

Τη συνέντευξη πήρε ο Τάσος Τσακίρογλου

Ποιοι είναι οι στόχοι της Ακροδεξιάς σήμερα; Μιλάτε για ένα νέο δεξιόστροφο transformismo. Τι εννοείτε μ’ αυτό;

Ο μόνος στόχος που ενώνει πραγματικά τη ριζοσπαστική Δεξιά διεθνώς είναι η κατάληψη της εξουσίας. Επιθυμούν την κρατική εξουσία – με κάθε κόστος. Με τη βία εάν είναι αναγκαίο, όπως έδειξε και η εισβολή στο Καπιτώλιο. Σε αυτή τη διαδικασία, ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο ότι η νέα Δεξιά προσπαθεί να υφαρπάξει το κοινωνικό ζήτημα από την αριστερά. Ενα παράδειγμα: στη Γερμανία, στην περιοχή του Λάουζιτς, όπου εξορύσσεται λιγνίτης, το (ακροδεξιό) AfD εμφανίζεται ως ο συνήγορος των λιγνιτωρύχων. Σχετικοποιεί την κλιματική αλλαγή και αρνείται την ανάγκη για μια ταχεία κατάργηση του λιγνίτη.

Το περιοδικό της νέας δεξιάς «Sezession» (Η απόσχιση) αναφέρει: «Εφοδιασμένοι με την υπερηφάνεια των επαγγελματιών και των παραγωγών, οι εργάτες στην περιοχή εξόρυξης της Ανατολικής Γερμανίας, για παράδειγμα, γίνονται αποδέκτες δημόσιας κριτικής […] σαν μια ιδιαίτερα βάρβαρη υποτίμηση της δουλειάς τους». Η νέα Δεξιά αναλαμβάνει μια συμβολική αναβάθμιση των εργατών που αισθάνονται υποτιμημένοι από τους πολιτικούς των Πρασίνων και τα οικολογικά κινήματα. Μ’ αυτόν τον τρόπο οργανώνεται ένα κίνημα διαμαρτυρίας που σε κάθε περίπτωση κοιτάζει προς τα πίσω. Είναι μια φαντασιακή διαμαρτυρία, καθώς επιδιώκει να αποκαταστήσει συνθήκες που δεν γίνεται να επανέλθουν.

Στη διάλεξή σας στο Ινστιτούτο Πουλαντζά στην Αθήνα το 2019, διαπραγματευτήκατε ένα τύπο κράτους, επί της ουσίας ένα καθεστώς «εξαίρεσης», τον βοναπαρτισμό. Τι εννοείτε μ’ αυτόν τον όρο που χρησιμοποίησε πρώτα ο Μαρξ και αργότερα ο Τρότσκι στη μεσοπολεμική περίοδο; Γιατί τον χρησιμοποιείτε σήμερα;

Ο βοναπαρτισμός είναι μια εξαιρετική μορφή του κράτους, η οποία αναδύεται από δημοκρατικές συνθήκες και ενεργοποιεί την ένταση ανάμεσα στον καπιταλισμό και τη δημοκρατία σε μια πολιτική μεσοβασιλεία. Οι κρίσεις παράγουν την πολιτική πρώτη ύλη για το πρόβλημα, το οποίο στη συνέχεια πρέπει να περάσει στους κρατικούς μηχανισμούς και στους δρώντες της κοινωνίας των πολιτών. Ως εξήγηση, ο βοναπαρτισμός αποκτά ενδιαφέρον, όταν η ένταση ανάμεσα στον καπιταλισμό και τη δημοκρατία αποκαλύπτεται ανοιχτά, χωρίς κάποια ορατή διέξοδο από το υποκείμενο αδιέξοδο. Ακόμα και αν απλοϊκές εφαρμογές ιστορικών αναλύσεων στο σήμερα είναι ανεπιθύμητες, οι θεωρίες του βοναπαρτισμού εξακολουθούν να έχουν σημαντικές δυνατότητες για την τόνωση της έρευνας.

Σε αντίθεση με άλλες μορφές αυταρχικής διακυβέρνησης, η βοναπαρτιστική εξαίρεση χαρακτηρίζεται από τρία δομικά χαρακτηριστικά: την «μπλοκαρισμένη» επανάσταση, μια μεσοβασιλεία που «φυλακίζει» τις δυνάμεις του νέου και, τέλος, ένα transformismo, το οποίο οδηγεί τμήματα των υπεξούσιων τάξεων –λόγω έλλειψης εναλλακτικών– να αναθέσουν τα συμφέροντά τους σε αυταρχικούς ηγέτες και σχηματισμούς. Στη «μακρά δεκαετία» που συνδέει την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση με την κρίση του κορονοϊού, όλα αυτά τα δομικά χαρακτηριστικά που αναφέραμε παραπάνω είναι παρόντα. Τα κεντροαριστερά και τα κεντροδεξιά πολιτικά κόμματα αποτυγχάνουν να ξεκινήσουν μια επανάσταση αειφορίας που έχει ήδη καθυστερήσει. Αυτό οδηγεί σε μια πολιτική μεσοβασιλεία που η διαιρεμένη Αριστερά αδυνατεί να επιλύσει. Ετσι, η διαμαρτυρία οδηγείται στη ριζοσπαστική Δεξιά, η οποία ενσαρκώνει αξιόπιστα αυτό το transformismo στα μάτια πολλών εργατών.

Ενα βασικό χαρακτηριστικό της Ακροδεξιάς είναι ο ρατσισμός και η εχθρότητα προς τους μετανάστες. Σήμερα όμως βλέπουμε ορισμένους ακροδεξιούς ηγέτες να χρησιμοποιούν τον εθνοπλουραλισμό ως μέσο για να εξαπατήσουν τους εργαζόμενους. Πώς συμβαίνει αυτό;

Η έννοια της φυλής έχει δυσφημιστεί. Ετσι, η νέα Δεξιά τοποθετεί τον πολιτισμό στη θέση της. Ωστόσο, ορίζουν τον πολιτισμό σαν κάτι αρμονικό, σαν κάτι σχεδόν φυσικό, αμετάβλητο. Με αυτό τον τρόπο «δανείζονται» ένα προφανώς αριστερόστροφο σχέδιο: θα έπρεπε να δίνεται στον καθένα η ελευθερία να ζει με τη δική του ή δική της κουλτούρα – αλλά με την προειδοποίηση ότι είναι καλύτερο να το κάνουμε εκεί όπου αυτός ο πολιτισμός είναι γηγενής [στη χώρα του]. Μόνο οι μη αναμεμιγμένες κουλτούρες είναι ισχυρές και αυτός είναι ο λόγος που το «χωνευτήρι πολιτισμών» δεν έχει επιτυχία. Φυσικά, εάν σκεφτεί κανείς το λογικό συμπέρασμα απ’ αυτό, θα οδηγηθεί σε έναν κόσμο γεμάτο κράτη-απαρτχάιντ.

Η Ακροδεξιά και οι φασίστες αρνούνται ότι η κλιματική αλλαγή είναι ανθρωπογενής και απορρίπτουν τα σχέδια μιας οικονομίας χωρίς άνθρακα, εκμεταλλευόμενοι έτσι τους φόβους για την απώλεια θέσεων εργασίας. Πώς μπορεί να το αντιμετωπίσει αυτό η Αριστερά;

Πρέπει να πει την αλήθεια και να προτείνει εναλλακτικές. Στο μέλλον, μόνο εκείνες οι δουλειές που ανταποκρίνονται σε οικολογικά και κριτήρια βιωσιμότητας θα αντέξουν στην κρίση. Εάν ο κοινωνικο-οικολογικός μετασχηματισμός καθυστερήσει, η αναστάτωση θα είναι όλο και πιο δραματική, γιατί τα χρονοδιαγράμματα για να υπερβούμε την οικονομικο-οικολογική «κρίση-λαβίδα» θα συρρικνωθούν. Ετσι, είναι σημαντικό να απεξαρτήσουμε τάχιστα την οικονομία από τον άνθρακα, να παράσχουμε κρατικές εγγυήσεις στους εργάτες που χάνουν τη δουλειά τους στις σχετικές βιομηχανίες, να ενισχύσουμε τη συμμετοχή τους στις αποφάσεις για επενδύσεις κ.λπ.

Ενα παράδειγμα: Οι ελληνικές ναυπηγικές εταιρείες θα έχουν μέλλον μόνο εάν στραφούν γρήγορα στη ναυπήγηση πλοίων που θα κινούνται χωρίς εκπομπές καυσαερίων. Για να πετύχουμε κάτι τέτοιο, χρειαζόμαστε συμβούλια αειφορίας και μετασχηματισμού στα οποία θα έχει παρουσία ολόκληρη η δημοκρατική κοινωνία των πολιτών. Αυτά τα συμβούλια πρέπει, για παράδειγμα, να παρακολουθούν εάν οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις κατευθύνονται σε βιώσιμες επενδύσεις. Και πρέπει να πιέζουν τις κυβερνήσεις να υλοποιούν σχέδια που ανταποκρίνονται στην αειφορία. Στο μέλλον όλες οι πολιτικές πρέπει να μετρώνται σε σχέση με δύο στόχους: Πρώτον, μειώνονται οι εκπομπές μαζί με την κατανάλωση πόρων και ενέργειας; Δεύτερον, διανέμεται δίκαια ο παραγόμενος πλούτος και θα είναι διαθέσιμος στις μελλοντικές γενιές;

Οι κυβερνήσεις παγκοσμίως λαμβάνουν περιοριστικά μέτρα στο όνομα της πανδημίας, περικόπτοντας δικαιώματα και ελευθερίες. Τι πρέπει να κάνει η Αριστερά για να αποτρέψει το να γίνει μόνιμη η «κατάσταση εξαίρεσης»;

Η πανδημία του κορονοϊού έχει δημιουργήσει μια φαινομενικά παράδοξη κατάσταση. Το παρεμβατικό κράτος επέστρεψε: ξαφνικά αυτό που φαινόταν να αποκλείεται για μεγάλο χρονικό διάστημα είναι δυνατό – δημιουργία κρατικού χρέους, από κοινού δανεισμός στην Ευρωπαϊκή Ενωση, επενδυτικά προγράμματα τρισεκατομμυρίων ευρώ για την ανοικοδόμηση της οικονομίας και δέσμευση για επενδύσεις στην ταχεία ψηφιοποίηση και πράσινη οικονομία. Αυτός ο νέος τύπος κρατικού παρεμβατισμού μπορεί πράγματι να γίνει η μαμή ενός «καπιταλισμού με νέο πρόσωπο». Από αυτή την άποψη, αντιπροσωπεύει μια υπέρβαση της πολιτικής μεσοβασιλείας που χαρακτήρισε τη δεκαετία μεταξύ της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και της πανδημίας του κορονοϊού. Ωστόσο, το κράτος του Κορονοϊού δεν είναι εξοπλισμένο για να είναι πρωταγωνιστής σε μια πραγματική επανάσταση αειφορίας, επειδή δομικά είναι ένα φαντασματικό υποκατάστατο.

Το πανδημικό κράτος είναι μια κατάσταση εξαίρεσης που, σύμφωνα με το σύνταγμα, περιορίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα προκειμένου να αποφευχθεί μια υγειονομική καταστροφή. Με το τέλος της πανδημίας, η νομιμότητά του λήγει και οι δραστηριότητές του, ακόμη και κατά τη διάρκεια –στη Γερμανία μέχρι τώρα καταστροφικής– της διαχείρισης της πανδημίας, πρέπει να παρακολουθούνται κριτικά. Το οικονομικά παρεμβατικό κράτος πρέπει να κριθεί διαφορετικά. Η σταδιακή απομάκρυνση από τη δημοσιονομική λιτότητα, τους ισορροπημένους προϋπολογισμούς, το «Schwarze Null» [το Μαύρο Μηδέν] και –αν και ακόμη μόνο σαν υπαινιγμός– η παραδοσιακή απροθυμία να φορολογηθεί ο πλούτος και τα εισοδήματα, αντιπροσωπεύουν πρόοδο σε σύγκριση με την έννοια μιας «δημοκρατίας συμβατής με την αγορά» (Ανγκελα Μέρκελ) παλαιότερων χρόνων. Ωστόσο, αυτό δεν εγγυάται μια επανάσταση αειφορίας. Πολιτικά, το κράτος του κορονοϊού πατάει πάνω σε λεπτό πάγο, επειδή το υπερβολικό εθνικό χρέος που απαιτείται λειτουργεί μόνο εφόσον οι κεντρικές τράπεζες και οι χρηματοπιστωτικές αγορές παίζουν μαζί και εγγυώνται μια πολιτική χαμηλού επιτοκίου.

Αυτό καθιστά ακόμη πιο σοβαρό το γεγονός ότι οι υπάρχοντες κρατικοί μηχανισμοί σε ευρωπαϊκό, ομοσπονδιακό και κρατικό επίπεδο χαρακτηρίζονται γενικά από έλλειψη φαντασίας στην οικονομική και βιομηχανική πολιτική. Αποκομμένοι από τη συνετή παρέμβαση, γνωρίζουν λίγα πράγματα για το τι πρέπει να κάνουν με την αναπάντεχη τύχη του προγράμματος επενδύσεων και ανοικοδόμησης. Ενα πρόβλημα της πολιτικής αριστεράς και των συνδικαλιστικών οργανώσεων είναι ότι συχνά το ίδιο ισχύει για αυτούς. Αυτό πρέπει να αλλάξει γρήγορα εάν η Αριστερά θέλει να επηρεάσει την πορεία που πρέπει τώρα να χαραχτεί.

● Περιγράφετε την πανδημία του κορονοϊού σαν μια κατάσταση “αποανάπτυξης λόγω καταστροφής”. Πόσο κρίσιμο είναι για την αριστερά να ανοίξει ένα δημόσιο διάλογο σχετικά με την οικονομία που επιθυμούμε και έχουμε ανάγκη, έτσι ώστε αυτή να ανταποκρίνεται στα κριτήρια της αειφορίας; 

Όπως και το κραχ του 2007, έτσι και τα λοκντάουν και η σχετιζόμενη οικονομική κρίση  προκαλούν αυτή την “αποανάπτυξη λόγω καταστροφής”. Η μειωμένη κινητικότητα και η προσωρινή κατάρρευση της βιομηχανίας έχουν μειώσει τις εκπομπές σε βαθμό που δεν έχουμε δει εδώ και δεκαετίες. Όμως με την ανάκαμψη της οικονομίας, οι εκπομπές αυτές αυξάνονται ταχύτερα απ’  ό,τι περιμέναμε. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Διεθνούς Επιτροπής Ενέργειας (ΙΕΑ), οι παγκόσμιες εκπομπές έπεσαν περίπου 5,8% το 2020, δηλαδή όσο και οι εκπομπές ολόκληρης της Ε.Ε. Στον ενεργειακό τομέα, οι εκπομπές έπεσαν περίπου 3,3% και στις μεταφορές κάτι λιγότερο από 14%. Όμως από τον Απρίλιο του 2020, οι παγκόσμιες εκπομπές άρχισαν να αυξάνονται και πάλι.

Τον Δεκέμβριο ήταν ήδη ψηλότερα απ’ ότι τον ίδιο μήνα του προηγούμενου χρόνου. Ωστόσο, ακόμα και εάν η αναμενόμενη πτώση των επιπέδων του διοξειδίου του άνθρακα κατά 8% για το 2020 παρέμενε, η συνολική επίδρασή της θα ήταν μικρή. Η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή θα συνέχιζε σχεδόν ανεξέλεγκτη. Οι σκληροί αγώνες διανομής, που αντιμετωπίζουν όλες οι κοινωνίες ως αποτέλεσμα των υψηλών επιπέδων χρέους και ταυτόχρονα της μείωσης των φορολογικών εσόδων, θα μπορούσαν να ενισχύσουν αυτήν την τάση.

Στη Γερμανία, οι επιχειρηματικές οργανώσεις ήδη ζητούν αυστηρά μέτρα λιτότητας, κυρίως σε βάρος των κοινωνικών δαπανών. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι απαιτήσεις των επιχειρηματικών οργανώσεων είναι ακόμη πιο ριζοσπαστικές. Η αριστερά πρέπει να αμυνθεί ενάντια σε αυτό. Δεν πρέπει να επιτρέψει το οικολογικό ζήτημα να απαντηθεί εις βάρος του κοινωνικού ζητήματος.

 

Ο Κλάους Ντέρε είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας της Εργασίας και της Βιομηχανίας στο Πανεπιστήμιο Φρίντριχ Σίλερ της Ιένας στη Γερμανία. Ακτιβιστής από τα φοιτητικά του χρόνια, υπήρξε πρωτεργάτης της ανάδειξης του Ινστιτούτου Κοινωνιολογίας της Ιένας. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε ανεπτυγμένη σε βιβλίο από το Ινστιτούτο Πουλαντζά η διάλεξη που έδωσε το 2019 με τίτλο «Ακροδεξιά ανταρσία και αριστερή πολιτική: Η εργατική τάξη στο βοναπαρτικό κράτος».

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών