Χωρίς κατηγορία

Kazuo Ishiguro: Κάτω από τον ήλιο της Κλάρας

«Η Κλάρα και ο ήλιος» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση της Αργυρώς Μαντόγλου, είναι το πρώτο μυθιστόρημα που έχει εκδώσει ο Καζούο Ισιγκούρο από τότε που κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας του 2017. Κάτι το οποίο, φυσικά, σημαίνει ότι είναι ένα από τα εκδοτικά γεγονότα της χρονιάς.

Oχι βέβαια μόνο γι’ αυτό αλλά και γιατί, δεδομένης της παραγωγής αυτού του συγγραφέα –ένα νέο μυθιστόρημα περίπου κάθε πέντε χρόνια–, σημαίνει ότι ήταν κάτι που το περιμέναμε με πολύ ενδιαφέρον μετά το εξαιρετικό «Ο θαμμένος γίγαντας» που του πήρε δέκα ολόκληρα χρόνια για να το γράψει.

Μας αντάμειψε βεβαίως με ένα έπος φιλοσοφικού φανταστικού μυθιστορήματος, που είναι δύσκολο να το ξεπεράσει κάποιος άλλος συγγραφέας καθώς έχει ανεβάσει τον πήχη πολύ ψηλά.

Το καινούργιο του βιβλίο θα μπορούσε κανείς σήμερα να το χαρακτηρίσει ρεαλιστικό, πολύ ρεαλιστικό, και ας έχει για ηρωίδα του την Κλάρα που είναι μια μηχανή ή καλύτερα μια ΤΦ (Τεχνητή φίλη), ένα εξελιγμένο ανδροειδές για να κρατάει συντροφιά σε εφήβους.

Δεν ξέρω πώς φαντάστηκε ο Ισιγκούρο το μέλλον, ολοκλήρωσε το βιβλίο πριν την πανδημία, αλλά πάντως κανείς δεν περίμενε ότι θα ζούσαμε ένα τέτοιο ζοφερό παρόν όπου τα παιδιά θα ήταν αναγκασμένα να κάνουν μάθημα εξ αποστάσεως και να περνούν τον χρόνο τους κλεισμένα στα σπίτια.

Θυμάμαι πως κάποτε, σε μια συνέντευξή του, είχε πει πως έχει ένα «μικρό βρόμικο μυστικό»: γράφει συνέχεια το ίδιο βιβλίο. Η Κλάρα μού θύμισε πολύ μια άλλη ηρωίδα του, αρκετά χρόνια πριν, την Κάθυ, στο εξαιρετικό «Μη μ’ αφήσεις ποτέ», όπου ήταν κλώνος σε ένα σχολείο-ίδρυμα που μεγάλωνε κλώνους –χωρίς αυτοί να το γνωρίζουν– για να γίνουν δότες οργάνων.

Σε αυτά τα δυο βιβλία αλλά και σε άλλα παλιότερα ο συγγραφέας φαίνεται να γράφει όντως για το ίδιο πράγμα: την αγάπη από και προς τα πλάσματα που δεν είναι «εντελώς ανθρώπινα». Μια αγάπη που μοιάζει όμως να είναι η ανάγκη του κάθε ανθρώπου, πραγματική και ανιδιοτελής.

Ο 66χρονος Ιάπωνας συγγραφέας Καζούο Ισιγκούρο ζει από πέντε χρονών στην Αγγλία. Αναρωτιέμαι αν από μικρός ένιωθε έκπτωτος και διαφορετικός, κάπως σαν τους ήρωές του δηλαδή, που έχουν ένα «επιτακτικό» συναίσθημα να ταιριάξουν σε ένα νέο περιβάλλον που θα τους αποδεχτεί και θα τους ενσωματώσει.

Επινόησε την Κλάρα, που δεν γνωρίζει τίποτα για τον κόσμο, αλλά με δυο βασικά χαρακτηριστικά: έχει αντίληψη και μαθαίνει πολύ γρήγορα. Μιλώντας «αθώα» στην αρχή, σαν ένας ήρεμος παρατηρητής του σκηνικού που βλέπει μπροστά στη βιτρίνα που πωλείται, εξελίσσεται σε ένα εκλεπτυσμένο πλάσμα. Δεν είμαι σίγουρη αν η έφηβη Τζόσι διάλεξε την Κλάρα ή το αντίθετο.

Πάντως, σε όλο το βιβλίο βλέπεις τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας μετατρέπει το «πλάσμα» του σε έναν παραμορφωτικό καθρέφτη, στον οποίο αντανακλάται η παράξενη κοινωνία των ανθρώπων. Τίποτα δεν είναι απλό, και το πιο δύσκολο από όλα είναι τα συναισθήματα. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, τονίζεται στο βιβλίο η σημασία τού να είσαι άνθρωπος.

Δυο δεύτεροι χαρακτήρες, η Οικονόμος και η Μάνατζερ, είναι κατά τη γνώμη μου βασικοί πυλώνες της ιστορίας. Ανθρώπινοι, πολύ ανθρώπινοι, ξενίζουν την Κλάρα και εμάς. Και διαπραγματεύονται με τον συγγραφέα μια παγκόσμια τάση των σύγχρονων ανθρώπων: την εθελούσια μοναξιά.

Την αποδέχονται ως το μοναδικό φάρμακο που θα τις βοηθήσει να επιβιώσουν σε έναν σκληρό και ανταγωνιστικό κόσμο. Και ύστερα, είναι και η μητέρα της Τζόσι, που στο πρόσωπο της Κλάρας βλέπει τον «άνθρωπο» που θα σώσει τη μνήμη της άρρωστης κόρης της σε περίπτωση που εκείνη πεθάνει.

Το βιβλίο βρίθει φιλοσοφικών νοημάτων, αναπάντητων υπαρξιακών ερωτήσεων, και βάζει θέματα που θα πρέπει να σκεφτούμε πολύ νωρίτερα από όσο πιστεύαμε λόγω της πανδημίας. Οπως και πολλά από τα προηγούμενα βιβλία του Ισιγκούρο, έτσι και αυτό θεωρώ πως έχει πάρει ήδη τον δρόμο του προς τον κινηματογράφο. Ποιος δεν θυμάται το εξαιρετικό «Τα απομεινάρια μιας μέρας» ή το «Μη μ’ αφήσεις ποτέ»;

Διαβάζοντας το βιβλίο και μια δεύτερη φορά μου έκανε εντύπωση πως οι άνθρωποι αναζητούμε ένα συναισθηματικό στήριγμα σε κάτι εντελώς τεχνητό. Η Κλάρα είναι ακριβώς αυτό, το στήριγμα, για την Τζόσι και τη μητέρα της.

Ο καιρός του εγκλεισμού θεωρώ πως απέδειξε κάτι παρόμοιο. Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, κατασκευασμένα και αληθινά προφίλ, προσέφεραν πολύ συχνά στους χρήστες μια νησίδα συναισθηματικής ανακούφισης.

Το βιβλίο, από εξαιρετική σύμπτωση, μας κλείνει το μάτι για πολλά από αυτά που φοβόμαστε αυτή την εποχή. Και ο συγγραφέας του, εξαιρετικός τις περισσότερες φορές, με δελεαστικές λεπτομέρειες και την απόκρυψη κάποιων πληροφοριών, μας βάζει να φανταζόμαστε περισσότερα από όσα γράφει.

Και έπειτα, είναι ο ήλιος. Ο μεγαλύτερος πρωταγωνιστής όλων. Εμείς εδώ στην Ελλάδα ξέρουμε καλά τι σημαίνει το εκπληκτικό φως του. Για την Κλάρα είναι η πηγή της ζωής, η ενέργεια που την τρέφει και της επιτρέπει να υπάρχει.

Φαντάζομαι πως στον βροχερό αγγλικό ουρανό του Λονδίνου είναι ακόμα πιο αναγκαίος. Ο Ισιγκούρο, με έναν μαγικό και ευρηματικό τρόπο, του δίνει ξανά τη θεϊκή του υπόσταση. Αυτή που είχε στην ελληνική μυθολογία: βλέπει τα πάντα και είναι ο θεός των όρκων.

Μόνο στο τέλος του μυθιστορήματος καταλαβαίνουμε τη φοβερή οδύνη που αντιμετωπίζουν οι γονείς σε ένα ίσως όχι και τόσο μακρινό από εμάς μέλλον, όπου αναζητώντας τη γενετική τελειότητα χάνουν την ουσία της ζωής.

Ενα από τα πιο ωραία στιγμιότυπα του βιβλίου είναι όταν η Τζόσι και ο φίλος της ο Ρικ φτιάχνουν καρικατούρες στο χαρτί με απελπισμένους και απογοητευμένους ενήλικες. Η Τζόσι τούς σχεδιάζει και ο Ρικ γράφει τις σκέψεις τους σε συννεφάκια. Σκέψεις με δραματικές αλήθειες.

Είναι εύκολο να ερωτευτείς τους ήρωες του Ισιγκούρο. Συνήθως τους φτιάχνει με τα πιο πολύτιμα υλικά. Την αγάπη και τη δικαιοσύνη. Η Κλάρα έχει και τα δύο, με μια συγκινητική δόση αθωότητας. Χαμένης για μας. Ισως και για τα παιδιά μας.

Το πιο απειλητικό που φαίνεται να ετοιμάζει το μέλλον δεν είναι η επέλαση της τεχνητής νοημοσύνης αλλά η ολοένα και αυξανόμενη τάση του ανθρώπου να απομακρύνεται από τον ήλιο, τη φύση και τον εαυτό του. «Η Κλάρα και ο ήλιος» είναι εδώ για να μας το θυμίζουν πάντα με τον μαγικό τρόπο της σπουδαίας λογοτεχνίας.

Κυριακή Μπεϊόγλου

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών