Η δυσωδία της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, με τα μυθεύματα των “ευκαιριών” της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού, όπου ο “αξιότερος” κερδίζει ίσως μεν, μπορεί όμως κατά τη διαδρομή να πεθάνει δε, βρίσκεται στην κοινωνική αναπαράσταση του Λόουτς: στην ταινία του, ο Ρίκι, προλετάριος κατά κυριολεξία, παγιδεύεται στη φαντασίωση “αφεντικό του εαυτού μου”, εξαγοράζει φορτηγό κούριερ και υποθηκεύει ταυτόχρονα τη ζωή του και τις ζωές των ανθρώπων της οικογένειά του.
Παραφράζοντας τον τίτλο της ταινίας, δυστυχώς, δεν απουσιάζουν απ’ τα σπίτια τους μοναχά οι πελάτες των αυτοαπασχολούμενων των ταχυδρομικών εταιρειών. Απουσιάζουν απ’ τις ίδιες τις ζωές τους οι εργάτες, το υποκείμενο που θα έπρεπε να γράφει την ιστορία, αλλά, ηττημένοι πλέον, αφήνονται ώστε η ιστορία να γράφεται στις πλάτες τους.
Στο “Δυστυχώς, απουσιάζατε” του Λόουτς δεν κερδίζουν, εννοείται, οι “καλοί”. Η αντιμεταφυσική, εμπράγματη ροή, δίχως κανένα στοιχείο τραγικότητας, δεν φτάνουν στην αριστοτελική κάθαρση. Δεν έρχεται ούτε η, με επαναστατική διέγερση, συγκρότηση κάποιου είδους σωματείου ούτε τίποτε άλλο ηχηρό παρόμοιο. Μπρεχτικά αποστασιοποιημένοι, σεναριογράφος και σκηνοθέτης αφηγούνται την καθημερινή ζωή των πληβείων, όπως αυτές διαμορφώνονται σε συνθήκες πραγματικής ανελευθερίας. Ο απελεύθερος εργάτης που έγινε “ελεύθερος επαγγελματίας”, ο “μικρός” της αγοράς, δεν έχει ελπίδα να προκόψει. Κουμάντο κάνουν τα συνήθη αφεντικά, με το συνήθη τρόπο: η αλλοτριωτική διαδικασία του τάχατε δίνω ευκαιρίες, εξοντώνει. Σκοτώνει, κατά κυριολεξία.
Ό,τι περιγράφει ο φακός του, ευτυχώς ταξικά μεροληπτικού, σκηνοθέτη είναι η σύγχρονη Αγγλία. Αυτή με τη πολυπληθή εργατική τάξη, όπου ο εργάτης μένει τρεις γενιές εργάτης, με ένα από τα πλέον ταξικά συστήματα εκπαίδευσης και ένα καταρρέον σύστημα περίθαλψης, με ένα, ταυτόχρονα, πληγωμένο αυτοκρατορικό εγώ, στο οποίο έβλεπε ένα κομμάτι της εικόνας του και ο ανθρακωρύχος απ’ το Νιούκαστλ και ο γόνος του φεουδάρχη.
Αλλά, με όλες τις ιδιοτυπίες του, το πρόβλημα της Βρετανίας δεν βρίσκεται στο δίλημμα Leave ή remain. Το όντως πρόβλημα, η δυστοπία της, δεν έχει ευρωπαϊκό ή αντιευρωπαϊκό χαρακτήρα. Η ίδια η κοινωνική της συγκρότηση, τόσο μα τόσο όμοια πια με των περισσότερων δυτικών χώρων, συγκρότηση με χαοτικές ανισότητες, δημιουργεί τέλμα.
Στο δημοψήφισμα του 2016 και στο επίσημο προπαγανδιστικό φυλλάδιο του Vote Leave κυριαρχούσε το μεταναστευτικό, ως κατεξοχήν πεδίο αντιπαράθεσης. “Πάνω από 250.000 άνθρωποι μεταναστεύουν στη Βρετανία από την Ευρώπη κάθε χρόνο. Η Ε.Έ. επεκτείνεται για να συμπεριλάβει άλλα 89 εκατομμύρια ανθρώπους (…)Πρέπει να αποφασίσετε αν αυτό θα βοηθούσε τη Βρετανία, αλλά και τη δίκαιη πρόσβασή σας στις δημόσιες υπηρεσίες ”, έγραφε χαρακτηριστικά. Το πρόβλημα κυρίως εντοπίζεται στην επαφή με τον Άλλον. «Μόνοι τους, για τον εαυτό τους»: τούτο επιζητούσαν οι Βρετανοί, με μια έκφραση – κλειδί που αφορά τα άτομα, όπως τα όρισε η Θάτσερ, αποκομμένα από την κοινωνία. Έκφραση που αφορά και τη χώρα: μόνη της, για τους πολίτες της, όχι για τους αλλότριους, τους ξένους. Όροι όπως καπιταλισμός, κεφαλαιακή συσσώρευση, λιτότητα, αλλά και αναδιανομή του πλούτου ή αλληλεγγύη απουσίαζαν.
Ο μετανεωτερικός, ελευθερωμένος εργάτης του Λόουτς τι θα ψηφίσει άραγε, σήμερα; Τζόνσον, υπό το φόβου του “Αλβανού υδραυλικού” που θα του πάρει τη δουλειά; Ή Κόρμπιν, “για τους πολλούς, όχι για τους λίγους”; Το ανθρωπολογικό κακέκτυπο που υπηρετεί, εξίσου καλά με τον Τραμπ ή τον Όρμπαν, ο Τζόνσον, φαίνεται να προηγείται, επικυρώνοντας και στην Βρετανία την ταξική ασυνειδησία και την πολιτική αλλοτρίωση που υφίστανται οι νεοπρολετάριοι ανά τον δυτικό κόσμο.
Ακόμα κι αν το αποτέλεσμα της κάλπης ανατρέψει, για καλή μας τύχη, τα προγνωστικά, το πρόβλημα παραμένει. Και ο ιδεολογικός μόχθος που απαιτείται για να επανακτηθεί η ηγεμονία εννοιών που σήμερα φαντάζουν ρετρό, όπως η παγκόσμια ειρήνη και η φιλία των λαών, είναι υπόθεση της Αριστεράς. Και πάλι.
Κατέ Καζάντη
Πηγή: Left