Στις 31.12.2016 λήγει η περίοδος παγώματος του κατώτατου μισθού, που επιβλήθηκε μετά τη μείωση του 2012, ενώ ο Ν. 4172/2013 προβλέπει στο εξής καθορισμό κάθε χρόνο του ύψους του κατώτατου μισθού από το κράτος, κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς «εταίρους». Ωστόσο, στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου μνημονίου, η διαπραγμάτευση με το κουαρτέτο για την επαναφορά του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που πέτυχε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, θέτει εκ νέου στην ημερήσια διάταξη και τον τρόπο καθορισμού του κατώτατου μισθού. Εδώ εξετάζουμε την ευρωπαϊκή εμπειρία ως προς την πολιτική κατώτατων μισθών κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, για να δείξουμε την «ελληνική εξαίρεση» και να τοποθετήσουμε τα ελληνικά επίδικα στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής συζήτησης.
Κατώτατος μισθός και συλλογικές διαπραγματεύσεις
Ο εθνικός κατώτατος μισθός και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις αποτελούν τους δύο κομβικούς θεσμούς του συστήματος διαμόρφωσης των μισθών σε μία οικονομία. Ο κατώτατος μισθός επιτελεί αρκετές λειτουργίες, με πρωταρχική την καταπολέμηση της υπερεκμετάλλευσης και της φτώχειας στην εργασία και την εγγύηση αξιοπρεπούς και αυτόνομης διαβίωσης σε όλους τους εργαζόμενους, βάσει κάποιων ελάχιστων κοινωνικά αποδεκτών προτύπων. Δεύτερη σημαντική λειτουργία είναι να αποβάλλει από την οικονομία τις επιχειρήσεις που αδυνατούν να σεβαστούν τα ελάχιστα εργασιακά δικαιώματα και παρουσιάζουν σοβαρή τεχνολογική υστέρηση, ωθώντας τον ιδιωτικό τομέα σε επενδύσεις που αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας. Τρίτη σημαντική λειτουργία είναι να μειώνει τις μισθολογικές ανισότητες στο κάτω μισό της μισθολογικής κλίμακας, συμπεριλαμβανόμενων των ανισοτήτων φύλου, υπό την προϋπόθεση ότι το ύψος του συγκριτικά με τον μέσο μισθό είναι σχετικά υψηλό.
Στις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες, στις οποίες ανήκαν και οι χώρες της Ε.Ε. των 15, όπου μεταπολεμικά αναπτύχθηκε ο συνδικαλισμός και γενικεύτηκαν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις καλύπτοντας τους εργαζόμενους σε όλους τους κλάδους και τα επαγγέλματα της οικονομίας, μέχρι πρόσφατα ο εθνικός κατώτατος μισθός αφορούσε μόνο το μικρό εκείνο ποσοστό εργαζομένων που δεν καλύπτονταν από τους υψηλότερους βασικούς μισθούς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Αντίθετα, στις αναπτυσσόμενες και ενδιάμεσης ανάπτυξης χώρες, που έχουν εκτεταμένο άτυπο τομέα της οικονομίας, χαμηλό βαθμό συνδικαλιστικής πυκνότητας, και εξαγωγικούς κλάδους έντασης εργασίας όπου ο συνδικαλισμός ήταν και παραμένει υπό διωγμό, ο ρόλος του εθνικού κατώτατου μισθού επηρεάζει άμεσα το ύψος των μισθών και στον άτυπο και στον επίσημο τομέα της οικονομίας.
Ευρωπαϊκή εμπειρία, ελληνική εξαίρεση
Έξι κράτη μέλη της Ε.Ε. σήμερα δεν διαθέτουν εθνικό κατώτατο μισθό, αλλά μόνο κατώτατα όρια μισθών με βάση κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις εργασίας (Δανία, Φινλανδία, Σουηδία, Αυστρία, Ιταλία, Κύπρος). Τα υπόλοιπα είκοσι δύο κράτη μέλη διαθέτουν εθνικό κατώτατο μισθό, στη διαμόρφωση του οποίου εμπλέκονται οι κοινωνικοί συνομιλητές είτε μέσω διμερών διαπραγματεύσεων είτε διαβουλευόμενοι με το κράτος που αποφασίζει. Η Ελλάδα αποτελεί την μοναδική εξαίρεση μονομερούς καθορισμού από το κράτος του κατώτατου μισθού την πενταετία 2012-2016.
Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, ο κατώτατος μισθός πάγωσε σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. που πήραν δάνεια από διεθνείς θεσμούς και εφάρμοσαν υπό την επιτήρησή τους προγράμματα λιτότητας και νεοφιλελεύθερης προσαρμογής. Σε όλες όμως ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε όταν έληξε η περίοδος του παγώματος. Επιπλέον, η Γερμανία απέκτησε εθνικό κατώτατο μισθό το 2015 για να προστατεύσει τους μισθωτούς του διαρκώς διογκούμενου χαμηλόμισθου τομέα της οικονομίας, ενώ στη Μεγάλη Βρετανία η κυβέρνηση Κάμερον αποφάσισε σημαντικές και συνεχείς αυξήσεις του κατώτατου μισθού την περίοδο 2016-2020 προκειμένου να περιορίσει τις κοινωνικές δαπάνες για επιδόματα στους χαμηλόμισθους εργαζόμενους. Εντέλει, σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. ο πραγματικός κατώτατος μισθός αυξήθηκε μεταξύ 2008 και 2016. Η αύξηση ήταν πολύ μεγάλη στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και την Πορτογαλία (από 12% στην Τσεχία έως 74% στη Βουλγαρία), όπου ο βαθμός κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι πολύ χαμηλός (κυμαινόταν μεταξύ 12% και 35% το 2009-2011) και ο κατώτατος μισθός χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο καταπολέμησης της φτώχειας των νοικοκυριών, που προκάλεσε η κρίση. Η Ελλάδα αποτελεί τη μοναδική χώρα όπου ο κατώτατος μισθός καταβαραθρώθηκε, ενώ ο ειδικός κατώτατος μισθός για τους νέους βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας και τους απαγορεύει την αυτόνομη διαβίωση (σ’ αυτό το συμπέρασμα κατέληξε και η Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης – Οκτώβριος 2012).
Η εμπειρία των ευρωπαϊκών χωρών χωρίς εθνικό κατώτατο μισθό δείχνει, ότι η σχεδόν καθολική κάλυψη των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικό μέσο απ’ ότι ο κατώτατος μισθός για τη μείωση του ποσοστού των φτωχών εργαζομένων σε μία οικονομία. Ωστόσο, ο συνδυασμός ενός σχετικά υψηλού κατώτατου μισθού με ένα ισχυρό σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων αποτελούν την καλύτερη εγγύηση όχι μόνο για τον περιορισμό των μισθολογικών ανισοτήτων, αλλά και για τη διανομή των ωφελειών της ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας στους μισθωτούς και όχι μόνο ή κυρίως στο κεφάλαιο.
Η συζήτηση στην Ε.Ε. και την Ελλάδα
Τα τελευταία χρόνια αναζωπυρώθηκε η συζήτηση για την πολιτική κατώτατων μισθών στην Ε.Ε., κυρίως με αφορμή την υιοθέτηση του κατώτατου μισθού στη Γερμανία, αλλά όχι μόνο. Σε όλες τις χώρες που δεν έχουν εθνικό κατώτατο μισθό εξετάστηκε η σκοπιμότητα για νομοθετική πρωτοβουλία ανάλογη της γερμανικής (ο Ρέντσι εισήγαγε τη δυνατότητα θέσπισης εθνικού κατώτατου μισθού στο Jobs Act) αλλά σημειώθηκαν παντού αντιδράσεις: από τα συνδικάτα στην Ιταλία, Αυστρία, Φινλανδία και Δανία και από τις εργοδοτικές οργανώσεις στην Κύπρο.
Δύο είναι οι βασικοί λόγοι για την αναζωπύρωση της συζήτησης. Πρώτον, κατά τη διάρκεια της τρέχουσας οικονομικής κρίσης επιταχύνθηκαν και επιδεινώθηκαν οι προηγούμενες μακροχρόνιες τάσεις μείωσης της συνδικαλιστικής πυκνότητας (ποσοστό συμμετοχής εργαζομένων στα συνδικάτα) και του ποσοστού κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Αυτές οι δύο τάσεις οδηγούν στην διόγκωση ενός τομέα χαμηλά αμειβόμενων μισθωτών που δεν καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Είναι αποτέλεσμα αφενός συνειδητής κρατικής παρέμβασης, όπως στη Βρετανία επί Θάτσερ και στη Γερμανία με την Ατζέντα 2000, αφετέρου των ισχυρών μεταναστευτικών ρευμάτων της δεκαετίας του 1990 και 2000, που τροφοδότησαν, ιδίως στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, την παραοικονομία και τη μαύρη εργασία. Στην Ελλάδα, η επίθεση από το κράτος στα συνδικάτα και στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας έγινε μέσω των δύο πρώτων μνημονίων και υπήρξε ολοκληρωτική και ανατρεπτική όλου του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων, με στόχο την δραστική μείωση των μισθών και τη δημιουργία τετελεσμένων (εξατομίκευση εργασιακών σχέσεων). Όμως, η διόγκωση του τομέα της χαμηλόμισθης εργασίας, καθώς και η συνεχής αποσάθρωση των εργασιακών δικαιωμάτων και η αποδυνάμωση των συνδικάτων δημιουργούν αίσθημα αδιέξοδου στις εργαζόμενες τάξεις, που διαλύει την εμπιστοσύνη τους στο πολιτικό σύστημα και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, στρέφοντας μεγάλο και αυξανόμενο μέρος τους στην υποστήριξη κομμάτων της ριζοσπαστικής, λαϊκιστικής και αντιευρωπαϊκής (άκρας) δεξιάς.
Δεύτερον, σε όλα τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. και στις μεγάλες χώρες της ευρωζώνης συζητείται ο κίνδυνος αποπληθωρισμού και εισόδου της ευρωπαϊκής οικονομίας (ιδίως αυτής της ευρωζώνης) σε μακροχρόνια φάση στασιμότητας. Η αύξηση του εισοδήματος των χαμηλόμισθων μέσω της υιοθέτησης ή της αύξησης του κατώτατου μισθού βοηθάει στην τόνωση της καταναλωτικής ζήτησης και, άρα, της οικονομικής δραστηριότητας, χωρίς να δημιουργεί πληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία.
Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Πυλώνας
Ενώ σήμερα στην Ελλάδα τίθεται ζήτημα πώς οι κοινωνικοί εταίροι θα επανέλθουν στην διαπραγμάτευση του κατώτατου μισθού, στην Ε.Ε. συζητείται η πρόταση για μία κοινή ευρωπαϊκή νόρμα για το ύψος του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου μισθού της κάθε οικονομίας, που μπορεί να βγάλει από τη φτώχεια περίπου 28 εκατομμύρια εργαζόμενους σε όλη την Ε.Ε.
Ενώ πρωτοξεκίνησε μετά την υιοθέτηση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη το 1989, η ιδέα για μία ευρωπαϊκή πολιτική κατώτατων μισθών επανήλθε κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τη Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ στις ευρωεκλογές του 2014, όλα τα γερμανικά πολιτικά κόμματα κατά τη φάση προετοιμασίας και συζήτησης για την υιοθέτηση του κατώτατου μισθού. Η διαβούλευση για τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Πυλώνα θα μπορούσε να δώσει καρπούς σε αυτήν την κατεύθυνση, αλλά δεν επιλύει το πρόβλημα της συνεχιζόμενης διάβρωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων σχεδόν παντού, που οδηγεί εντέλει σε ανατροπή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου.
Στη χώρα μας, η κυβέρνηση έχει θέσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με το κουαρτέτο ως κεντρικό επίδικο τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, που περιλαμβάνουν και τον κατώτατο μισθό, με στόχο να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις αντιστροφής των καταστρεπτικών συνεπειών της αποκαθήλωσης και των δύο βασικών θεσμών καθορισμού των μισθών τα προηγούμενα χρόνια.
Η Μαρία Καραμεσίνη είναι διοικήτρια του ΟΑΕΔ
Πηγή: Η Εποχή