Συνεντεύξεις

Κάτια Γέρου: «Τα πεισματάρικα πουλιά τραγουδούν όσο άθλιος κι αν είναι ο καιρός»

Η Κάτια Γέρου με την σκηνοθέτρια Μάγια Πολιτάκη
 
Μια συζήτηση με την σπουδαία ηθοποιό με αφορμή τη νέα της παράσταση «Η αφηγήτρια των ταινιών»
 
Η νουβέλα του Χιλιανού συγγραφέα Χερνάν Ριβέρα Λετελιέ «Η αφηγήτρια ταινιών» αγαπήθηκε πολύ από το ελληνικό κοινό. Φέτος, η Κάτια Γέρου την ανέβασε στο θέατρο με τη μορφή ενός συγκινητικού, ανθρώπινου μονολόγου. Ένα κορίτσι ζει στην έρημο Ατακάμα, γνωστή από τα ντοκιμαντέρ του Πατρίτσιο Γκουσμάν. Έχει το χάρισμα της αφήγησης και αναλαμβάνει έναντι μικρής αμοιβής να αφηγείται στους φτωχούς κατοίκους του χωριού της, που περνούν τη ζωή τους μέσα στη θλίψη και τις δυσκολίες των ορυχείων, τις ταινίες που βλέπει στο σινεμά· να τους προσφέρει δηλαδή στιγμές χαράς, τη φυγή στο όνειρο. Παρακολουθώντας τη ζωή της από τα παιδικά της χρόνια μέχρι τη σκληρή ενηλικίωση, βλέπουμε μπροστά μας την ιστορία της Χιλής από τη δεκαετία του ’50 μέχρι τη σκληρή δικτατορία. Βλέπουμε επίσης ένα εξαιρετικό χαρακτήρα, πεισματάρη, αισιόδοξο και ονειροπόλο θαυμάσια ερμηνευμένο από την Κάτια Γέρου, σε μια ερμηνεία που θα μείνει στη μνήμη όσων παρακολουθήσουν την παράσταση.
 
Έχετε πει πως η Αφηγήτρια ήταν δική σας επιλογή. Τι σας έκανε να διαλέξετε το συγκεκριμένο έργο;
 
Όσο περνούν τα χρόνια δυσκολεύομαι να βρω κείμενα που να με παθιάζουν και να με ιντριγκάρουν για να τα ανεβάσω στη σκηνή. Βλέπετε έχω όλη την ευθύνη της παραγωγής κι αν κάτι δεν ακουμπάει βαθιά την ψυχή μου, δεν αποφασίζω να το ανεβάσω. Πριν από πέντε χρόνια διάβασα το βιβλίο «Η αφηγήτρια των ταινιών» και το λάτρεψα. Να φανταστείτε το έκανα δώρο σε όλους τους φίλους μου. Πέρασαν χρόνια και σε κάποια μετακόμιση το ξαναβρήκα, το ξαναδιάβασα και αμέσως είπα μέσα μου πως πρέπει να το κάνω οπωσδήποτε παράσταση.
 
Θα ήθελα να προσθέσω κάτι ακόμη για τα κριτήρια των επιλογών μου: Τα τελευταία χρόνια, τα έργα που διαλέγω είναι αυτά που θα ήθελα να δω κι εγώ ως θεατής. Πέρυσι, για παράδειγμα, επιλέξαμε και ανεβάσαμε με την Ναταλία Γεωργουσοπούλου το «Ο πόλεμος έχει πρόσωπο γυναίκας» που μιλά για την αντοχή των τρομερών γυναικών της Σοβιετικής Ένωσης κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Η έννοια της αντοχής με συγκλονίζει. Με νοιάζει να δείξω πως ό,τι κι αν συμβεί, οι άνθρωποι παλεύουμε και αντέχουμε. Όσο έχουμε ψυχή, φωνή και μυαλό συνεχίζουμε. Αυτό αγαπώ ως θεατής και ευγνωμονώ τους συναδέλφους καλλιτέχνες όταν μου προσφέρουν κάτι τέτοιο και αυτό θέλω να προσφέρω κι εγώ όσα χρόνια δημιουργικά έχω μπροστά μου ακόμα.
 
Η Μαρία Μαργκαρίτα, η ηρωίδα που ενσαρκώνεται, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, εύθραυστη και δυνατή την ίδια στιγμή, γοητευτική, ευφάνταστη, δημιουργική…
 
Ναι, μας λέει ότι και στην έσχατη ένδεια και δυσκολία οι άνθρωποι επιθυμούμε να έχουμε δικλείδες διαφυγής. Η Μαρία Μαργκαρίτα εξηγεί από την αρχή πως ήθελε να γίνει κάτι άλλο, μπορεί να μην ήξερε τι ακριβώς, αλλά ήθελε να γίνει κάτι διαφορετικό από αυτό που μοιραία περίμενε κανείς να γίνει στο μικρό χωριό της με τα ορυχεία νίτρου στην έρημο της Ατακάμα. Και έγινε η αφηγήτρια των ταινιών. Από 14 ως 18 ετών πήγαινε στο σπίτι της ένα ολόκληρο χωριό, έδινε 5 πέσος, σαν να λέμε μισό ευρώ και χαιρότανε να την ακούει. Κι αυτή πρόσφερε χαρά. Ξέρετε για μένα η χαρά είναι το μεγάλο αίτημα της εποχής. Χαρά και ελευθερία. Δίπλα σε κάθε αγώνα, χαρά και ελευθερία. Και είναι ένα αίτημα βαθιά πολιτικό, όσο η πάλη για το μεροκάματο, τη σύνταξη, την παιδεία και την υγεία. Όσο δεν ζούμε χωρίς αυτά, άλλο τόσο δεν ζούμε και χωρίς την τέχνη. Και τέχνη δεν είναι μόνο το Μέγαρο Μουσικής, το Φεστιβάλ και τα παρόμοια… η τέχνη είναι μέσα στην καθημερινότητα – ένα τραγούδι, μια ταινία, ένα καλό βιβλίο σου δίνουν την αίσθηση ότι δεν είμαστε εδώ μόνο για να κυνηγήσουμε να βελτιώσουμε την επιβίωση αλλά για να ζήσουμε με ποιότητα.
 
Ωστόσο υπάρχουν πολλές εξαιρετικές ή έστω ενδιαφέρουσες δουλειές που δεν έχουν τη δυνατότητα της προβολής ώστε να φτάσουν στ’ αυτιά του κοινού, να μπορεί να διαλέξει. Συχνά το κοινό κατευθύνεται σε όποιον έχει τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει, να διαφημίσει τη δουλειά του ή μένει στους μεγάλους φορείς έχοντας επαφή μόνο με την τέχνη των Ιδρυμάτων που έχουν να πληρώσουν.
 
Πράγματι, υπάρχει ένα καναλιζάρισμα σε όλες τις μορφές της τέχνης. Ο απλός καλλιτέχνης, που παλεύει με τα δικά του φαντάσματα, με τις δικές του εσωτερικές φωνές μένει αβοήθητος μέσα σε ένα κυκεώνα πραγμάτων χωρίς τη δυνατότητα να προβάλει τη δουλειά του και να προσκαλέσει για να δουν τη δουλειά του, να τη μοιραστεί με το κοινό. Όμως εγώ έχω συμφιλιωθεί απόλυτα με αυτό. Έχω συμφιλιωθεί με τις αναπηρίες μου. Δεν ξέρω να κάνω αιτήσεις για επιχορήγηση στο Υπουργείο. Δεν ξέρω να παίρνω τηλέφωνα παραγωγούς. Κάποια φορά με έπεισαν να τηλεφωνήσω σε ένα παραγωγό, για το καλό της παράστασης. Δυο μέρες δεν κοιμήθηκα. Είπα λοιπόν «εγώ αυτό δεν το ξαναπερνάω». Δεν το ‘χω επίσης με την τεχνολογία. Έτσι το πήρα απόφαση: κάνω όλη την παράσταση από το μηδέν, αυτό ξέρω να το κάνω καλά. Η προώθηση θέλει χρήματα και πιστέψτε με κανείς συνάδελφος δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να στηρίξει μόνος του μια σωστή προώθηση της δουλειάς του. Μακάρι να μην χρειαζόταν να ιδρώνω κάθε μέρα για να τα βγάλω πέρα με τα έξοδα ακόμα και μιας ταπεινής παράστασης σαν αυτές που κάνω εγώ. Αλλά συνεχίζω και προτείνω θέματα και παραστάσεις από καρδιάς.
 
Να αντιστρέψω την ερώτηση. Έχοντας προσωπική εμπειρία από γειτονιές με χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο, που έχουν περισσότερη ανάγκη από τον καθένα την ανάταση ψυχής για την οποία μας μιλήσατε, πώς μπορούμε να πλησιάσουμε αυτόν τον κόσμο και να του δώσουμε αυτό που έχει ανάγκη ακόμα κι αν δεν το ξέρει;
 
Έχω την απάντηση: Πας μόνος σου, δεν ζητάς να σε καλέσουν. Παίρνεις τηλέφωνο μια φυλακή, την τοπική αυτοδιοίκηση σε μια υποβαθμισμένη περιοχή, βρίσκεις κάποιον να σου δώσει μια πρόσβαση… Λες εγώ μια φορά το μήνα θα έρχομαι και θα προσφέρω τη δουλειά μου. Όπως οι γιατροί έχουν κοινωνικά ιατρεία, εμείς οι καλλιτέχνες, σκέφτομαι, θα μπορούσαμε να οργανώσουμε ένα καραβάνι αλληλεγγύης που να πλησιάζει όλους εκείνους τους ανθρώπους που νιώθουν την ανάγκη της τέχνης. Οι μουσικοί το κάνουν αυτό κατά κόρον. Δεν πρέπει να περιμένουμε πιστεύω κάτι τόσο δυνατό όπως τα Τέμπη, κάτι τόσο σκληρό όσο η Γάζα… Ας βάλουμε στόχο μια φορά το μήνα, ελάχιστες ώρες μια φορά το μήνα…
 
Ας γυρίσουμε πάλι στην Αφηγήτρια, την οποία ερμηνεύετε με τόση αθωότητα αλλά και ισορροπημένα δραματικά κρεσέντα, όπως στην σκηνή του βιασμού. Μεγαλώνοντας, γυναίκα πια, επιμένει να μένει στο εγκαταλειμμένο χωριό της. Δεν αφηγείται πια ταινίες αλλά αφηγείται τη ζωή της, κάνει τη ζωή της ταινία. Αυτή η διάσταση του έργου, ο άνθρωπος που κυνηγά τα όνειρά του ακόμα και χωρίς βοήθεια, μου φαίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
 
Ναι, αυτό είναι πολύ ωραίο. Η Μαρία Μαργαρίτα μας λέει: «Φύγαν όλοι. Εγώ έμεινα. Δεν είχα ούτε πού να πάω ούτε με ποιον να πάω». Αλλά δεν το βάζει κάτω. Αρχίζει να κάνει ξεναγήσεις και να θυμάται την αίγλη των παιδικών της χρόνων. Δεν έχω «πειράξει» καθόλου το κείμενο, εκτός από μια φράση που πρόσθεσα στο τέλος· είναι από το βιβλίο του Γκρόσμαν «Ζωή και πεπρωμένο»: Γιατί τα πεισματάρικα πουλιά συνεχίζουν να τραγουδούν όσο άθλιος κι αν είναι ο καιρός. Αυτό για μένα είναι πολύ σπουδαίο. Οι άνθρωποι που μας ανάστησαν, μας ενέπνευσαν, ζωντανοί και πεθαμένοι, ήταν άνθρωποι που, σαν πεισματάρικα πουλιά, κελαηδούσαν όσο άθλιος κι αν ήταν ο καιρός. Αν είχα παιδιά, αυτό θα ήθελα να τους αφήσω παρακαταθήκη. Είναι η παρακαταθήκη που αφήνω με τη δουλειά μου.
 
Αυτό δεν είναι άλλωστε ο καλλιτέχνης; Τη σκηνοθεσία έχει υπογράψει η Μάγια Πολιτάκη. Είναι ωραία η συνεργασία δυο γυναικών στη σκηνή…
 
Είδα μια δουλειά της Μάγιας και μου άρεσε, έμαθα το πλούσιο βιογραφικό της και τη ρώτησα αν ήθελε να μου κάνει την κινησιολογία. Στην τρίτη πρόβα αντιλήφθηκα ότι όλες οι προτάσεις της ήταν άκρως καίριες και ποιητικές, η Μάγια είναι γεννημένη σκηνοθέτρια, της πρότεινα λοιπόν να αναλάβει τη σκηνοθεσία και είχα δίκιο.
 
Μετά τον θάνατο του συζύγου σας, του Κυριάκου Κατζουράκη, έχετε επιδοθεί σε ένα αξιοθαύμαστο και δύσκολο αγώνα να δημιουργηθεί ένα μουσείο στο όνομά του που θα στεγάσει τα έργα του για να μπορούν να τα επισκέπτονται κοινό και ειδικοί. Κατά καιρούς φτάνουν στη δημοσιότητα μερικές θετικές πληροφορίες. Θα θέλατε να μας πείτε πώς πάει η υπόθεση;
 
Ο συλλέκτης του, ο Γιώργος Αγγελόπουλος, προτίθεται να χαρίσει 25 μεγάλους πίνακες που έχει στην κατοχή του. Έχω κι εγώ πέντε έργα του, ένα μεγάλων διαστάσεων και τέσσερα μικρότερα. Ένας άλλος φίλος θα δώσει έναν υπέροχο πίνακα. Ψάχνω σε όλη την Ελλάδα να βρω έργα της παλιότερης περιόδου. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν έχω κανένα πρόβλημα να σηκώσω το τηλέφωνο και να ζητήσω να δωρίσει, όποιος έχει, ένα έργο του, αν ευοδωθεί η μελλοντική πινακοθήκη Κατζουράκη. Αυτό θα είναι σχεδόν η αποκλειστική ενασχόλησή μου τον επόμενο καιρό. Γι’ αυτό σκέφτομαι του χρόνου να μην ανεβάσω άλλη παράσταση, θα επαναλάβω την Αφηγήτρια που θα την περιοδεύσω σε όλη την Ελλάδα. Θα αφοσιωθώ στην προσπάθεια να γίνει το συντομότερο η πινακοθήκη έργων του Κυριάκου Κατζουράκη. Δεν είναι μόνο φόρος τιμής σε ένα σπουδαίο καλλιτέχνη αλλά και ένα δώρο στην πόλη της Αθήνας.
 
Μιλώντας για ζωγραφική, τι λέτε εσείς με όσα έγιναν πρόσφατα στην Πινακοθήκη;
 
Τα έργα δεν τα έχω δει, αλλά έχω να κάνω μια απλοϊκή ερώτηση: ποιος ενοχλείται και από τι ενοχλείται; Όχι, αρνούμαι να το καταλάβω. Στην Εθνική Πινακοθήκη πηγαίνει κανείς με τη θέλησή του, βλέπει έργα που μπορεί να του αρέσουν μπορεί και όχι. Τίποτε άλλο. Όταν είπε ο Τραμπ ότι θα κάνει την Γάζα, Ριβιέρα, αντέδρασαν αυτοί οι άνθρωποι; Όχι, ίσως και να τους άρεσε η πρόταση. Δεν είχαν πρόβλημα όταν ακούστηκαν ανόητες κατηγορίες για τις μανάδες των Τεμπών, αυτοί οι άνθρωποι που επιτέθηκαν στα έργα δεν είχαν πρόβλημα; Είναι επιλεκτική η οργή τους; Νομίζω πως αυτή τη στιγμή και που το συζητάμε χάνουμε τον χρόνο μας.
 
Μετάφραση: Λένα Φραγκοπούλου, σκηνοθεσία – κινησιολογία: Μάγια Πολιτάκη, σκηνικά: Νίκος Πολίτης, Κατερίνα Σωτηρίου, κοστούμια: Κατερίνα Σωτηρίου, μουσική: Γιάννης Μακρίδης, φωτισμοί: Αλέξανδρος Σωτηρίου, καλλιτεχνική επιμέλεια οπτικού υλικού: Κυριάκος Χατζημιχαηλίδης, στοιχεία παντομίμας: Johnny O, φωτογραφίες: Γιώργος Βέργαδος, τσέλο: Σταυρός Παργινός
 
Ερμηνεία η Κάτια Γέρου.
 
Παραστάσεις: Μέχρι τις 13 Απριλίου, κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 9μμ και κάθε Κυριακή στις 7μμ, στο Bios (Πειραιώς 4).
 
Μαρώ Τριανταφύλλου