Macro

Κατερίνα Λαμπρινού: Σε αναμονή για τις αναθεωρήσεις της επόμενης μέρας

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου μετρά πια 50+1 χρόνια. Στο πέρασμα των χρόνων το γεγονός της εξέγερσης δημιούργησε και ακολούθησε τη δική του πολυδιάστατη πορεία. Λειτούργησε ως ιδρυτικός μύθος της «Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας», προσωποποιήθηκε στις μορφές πρωταγωνιστών, αποτυπώθηκε τηλεοπτικά, κινηματογραφικά και λογοτεχνικά, έγινε κομματική προκήρυξη, σχολικός εορτασμός, δημοσιογραφικό ρεπορτάζ, μνημονικός τόπος, μετωνυμία μιας πολιτικής κουλτούρας· δάνεισε λίγο από την αίγλη του σε όσους είχαν ανάγκη μιας αντιστασιακής περγαμηνής, λειτούργησε ως μέτρο για την κοινωνική παθητικότητα, ηρωοποιήθηκε και λοιδωρήθηκε ποικιλοτρόπως.

Όπως συμβαίνει με τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα δεν κατάφερε να αποφύγει τη μοίρα της εργαλειακής χρήσης ούτε της επανερμηνείας, συχνά στη βάση ενός γενικευμένου παροντισμού όπου οι μνημονικές αναθεωρήσεις συντονίζονται με τα επίδικα του παρόντος. Άλλωστε, όσο η πραγμάτευση του γεγονότος περνά από τους συμμετέχοντες και τους πρωταγωνιστές σε εξωτερικούς ερευνητές και σε νεότερες γενιές, αλλά και σε πολιτικούς παίκτες που δεν συγχρονίστηκαν με το γεγονός, τόσο η αναδιαπραγμάτευση του ιστορικού και μνημονικού πλαισίου του 1973-1974 ακολουθεί αποκλίνουσες διαδρομές.

Κατά συνέπεια, το Πολυτεχνείο πρωταγωνιστεί και διατηρεί την ορατότητά του μέσα από πολλαπλές αναγνώσεις και επαναναγνώσεις, θεωρήσεις και αναθεωρήσεις, αποδοχές και αδράνειες. Σχηματοποιώντας αναγκαστικά, τέσσερα θα λέγαμε ότι είναι τα πεδία στα οποία αυτές εντοπίζονται παραστατικότερα.

 

Πεδίο πρώτο: η «γενιά του Πολυτεχνείου»

 

Ως γεγονός υψηλής πολιτικοποίησης, η εξέγερση πολύ σύντομα ταυτίζεται ευθέως στον δημόσιο λόγο με την ηλικιακή εκείνη κατηγορία που πρωτοστατεί στην κατάληψη του Πολυτεχνείου. Η φοιτητική και εργατική νεολαία της εποχής λειτουργεί τα επόμενα χρόνια ως η ενσώματη συνέχεια του γεγονότος και των σημαινομένων του.

Αν γυρίσουμε πίσω στα επετειακά αφιερώματα για τον Νοέμβρη, θα διαπιστώσουμε ότι μέσα στη διάρκεια της πεντηκονταετίας η κυρίαρχη πρόσληψη της ομώνυμης «γενιάς» διαμορφώνει τη δική της διακριτή περιοδολόγηση.

Κατά την πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία, ο όρος «γενιά του Πολυτεχνείου» συγκροτείται κατά κανόνα μέσα από τον ανταγωνισμό του κομματικού λόγου μεταξύ ΠΑΣΟΚ και κομμουνιστικής Αριστεράς και υποστασιοποιείται στις κομματικές ταυτότητες των πρωταγωνιστών. Στη φάση αυτή, επενδεδυμένος με συνδηλώσεις ηρωϊκότητας, εντάσεται σε μια εθνική-κομματική γενεαολογία αντιστασιακότητας, ενώ επικαιρικά για πολλούς συνδέεται με το μείζον της εμπέδωσης του εκδημοκρατισμού της πολιτικής ζωής και της ανανέωσης των θεσμών. Στην αντίπερα του πολιτικού φάσματος, στον χώρο της Νέας Δημοκρατίας και του συντηρητικού φιλελευθερισμού, οικοδομείται η πρόσληψη του «εθνικού Πολυτεχνείου»· η «γενιά» αναζητάται σε μια ηρωική μεν πλήν όμως ανώνυμη και αποκομματικοποιημένη «κοινωνία των πολιτών».

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και καθώς η οικονομική κρίση του 1985 και η κομματική πόλωση εκδιπλώνουν την έντασή τους, η «γενιά» εν μέρει απομυθοποιείται. Η ηρωική όψη υποχωρεί και η γενιά κανονικοποιείται. Οι νέοι και οι νέες του Νοέμβρη παρουσιάζονται σε έντυπα επετειακά αφιερώματα ως οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας που μολονότι διατηρούν το πρόσημο της ηθικής υπεροχής, ωστόσο αποσυνδέονται από τις ριζοσπαστικές προσδοκίες για την κοινωνική αλλαγή και την ανανέωση της πολιτικής στην οποία έχουν αναλάβει μόνο ασήμαντους ρόλους. Αυτή η κυριαρχία της ματαίωσης, αν όχι του πολιτικού ευνουχισμού των παιδιών του Πολυτεχνείου, είναι σύστοιχη, στη φάση αυτή, με τη μεταφορά της εξέγερσης στη σφαίρα της ρομαντικής νοσταλγίας.

Κατά τη δεκαετία του ’90, η απαρχή μιας εποχής πολιτικού κυνισμού και η εμπέδωση της εξατομίκευσης συμπαρασύρουν τη «γενιά» στην πλήρη «απομυθοποίησή» της καθώς έρχεται στο προσκήνιο ως «στάση ζωής». Η «γενιά του Πολυτεχνείου» φορτώνεται εκ δεξιών και εξ αριστερών συνδηλώσεις ευδαιμονισμού, συστημικής ενσωμάτωσης και ηθικής σήψης, ενώ συνυπάρχει με αναφορές περί «κατάρριψης των οραμάτων», ατομικού βολέματος και «εξαργύρωσης» των αγώνων.

Η πρόσληψη αυτή, της «γενιάς» ως κατεξοχήν insider του συστήματος και πλήρως ευνοημένης από μια κοινωνική κινητικότητα που είχε προ πολλού φτάσει στα όριά της, θα εκδιπλωθεί πλήρως καθώς η οικονομική και πολιτική κρίση του 2008 αρχίζει να βαθαίνει. Η ενοχοποίηση της «γενιάς» για τη συνολική οικονομική και πολιτική χρεωκοπία από αγαπημένο μοτίβο του ακροδεξιού λόγου μεταβάλλεται σε μια από τις κοινοτοπίες της περιόδου.

Είναι ακριβώς την περίοδο αυτή που η αναγωγή της «γενιάς» σε κατεξοχήν φορέα μιας δήθεν εγγενώς ανομικής και ξέφρενα δικαιωματιστικής «κουλτούρας της Μεταπολίτευσης» θα αποκτήσει τη δική της δυναμική στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αναθεώρησης: για όλα φταίει η Μεταπολίτευση και οι ακρότητές της.

 

Πεδίο δεύτερο: Το Πολυτεχνείο ως μήτρα της μεταπολιτευτικής κουλτούρας

 

Οι έννοιες με τις οποίες το Πολυτεχνείο εισάγεται και συνυπάρχει, αρχικά, στη δημόσια σφαίρα –η εξεγερσιακότητα, η αμφισβήτηση της αυταρχικής εξουσίας, η διεκδίκηση των δικαιωμάτων– θεμελιώνουν μια ανανεωμένη πολιτική κουλτούρα με την οποία ταυτίζεται η νεότευκτη μεταπολιτευτική δημοκρατία. Το συνελευσιακό, το αυθόρμητο των εργοστασιακών απεργιών, οι μαζικές συναυλίες στα στάδια, η διεκδίκηση για συμμετοχικότητα στον πανεπιστημιακό θεσμό, η νεολαία ως το συμβολικό επίκεντρο για την κοινωνική πρόοδο συνιστούν ψηφίδες της μετακένωσης της συμβολικής ισχύος του Πολυτεχνείου σε «συνολικό τρόπο ζωής».

Στις αναγνώσεις της πολιτικής και οικονομικής κρίσης των τελευταίων 15 χρόνων μια ορισμένη ιδέα της κουλτούρας αυτής θα καταδειχθεί ως κατεξοχήν υπεύθυνη για έναν υποτιθέμενο μαζικό εκφυλισμό σε επίπεδο θεσμών και νοοτροπιών. Η αντίληψη αυτή συμπυκνώνεται στην περιεκτική και άκρως γλαφυρή διατύπωση του Στέλιου Ράμφου ότι η Μεταπολίτευση αποτελεί «το χειρότερο κακό που έκανε η δικτατορία».

Το πανεπιστήμιο υπήρξε διαχρονικά το πεδίο εκείνο στο οποίο par excellence εφαρμόστηκε, αρχικά, η θεώρηση αυτή. Η επαναληπτικότητα των καταλήψεων, ο εκτραχηλισμός των φοιτητικών παρατάξεων, η αριστερίστικη βιαιότητα αποδίδονται στην επικράτηση της μεταπολιτευτικής κουλτούρας που νομιμοποιεί κάθε ανεδαφικό αίτημα και κάθε ρεπορτόριο δράσης. Ωστόσο, η πολιτικοποιημένη διαμαρτυρία και κινητοποίηση που συνιστούσε το πραγματικό, και όχι φαινομενικό, πρόβλημα της κριτικής αυτής μοιάζει ήδη παλιά.

Σε ακόμα πιο πρόσφατες αναγνώσεις, η κριτική αυτή διευρύνεται για αναδείξει την προοδευτική «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης» ως ένοχη για όλα τα υποτιθέμενα δεινά της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας: τις πελατειακές σχέσεις, τη συντεχνιακή οργάνωση του κράτους, τα φαινόµενα βίας, τη δηµοσιονοµική εκτροπή, τη διαφθορά, τη διάχυση του λαϊκισµού, την εισαγωγή εξισωτικών συμμετοχικών διαδικασιών που ταυτίστηκαν με την ασυδοσία.

Η εκτός ορίων επιτρεπτικότητα και απειθαρχία με την οποία ταυτίζει τη μεταπολιτευτική κουλτούρα αυτό το σώμα αντιλήψεων που ενδημεί από την ακροδεξιά ως το πεφωτισμένο Κέντρο, όχι παράδοξα συνομιλεί τόσο με αντίστοιχες κριτικές για την πολιτική κουλτούρα που καθιερώνει ο «επάρατος» γαλλικός Μάης αλλά και με όψεις της σύγχρονης συντηρητικής αποτίμησης περί ακροτήτων του «δικαιωματισμού» και της woke ατζέντας. Το 1968 –και εδώ το 1973– είναι η απαρχή μιας πορείας παρακμής.

 

Πεδίο τρίτο: Το Πολυτεχνείο ως τελετουργία

 

Τον περσινό Νοέμβρη συμπληρώθηκαν τα πενηντάχρονα της εξέγερσης. Η επέτειος δεν συνοδεύτηκε από πληθώρα εκδηλώσεων ή από ζωηρό δημόσιο διάλογο. Πέρα από τα αναμενόμενα αφιερώματα των εφημερίδων, λίγα ακαδημαϊκά συνέδρια, μικρής εμβέλειας εκδηλώσεις, η επέτειος αντιμετωπίστηκε με αμηχανία. Δεν είναι παράλογος ο υποβιβασμός της επετείου από την επίσημη πολιτεία. Εν προκειμένω η εξέγερση με δυσκολία χωρά κάτω από την ταμπέλα του «εθνικού», δεδομένου ότι η διαδικασία εκδημοκρατισμού «από τα κάτω» και η πολιτικοποίηση των αιτημάτων συνδέθηκαν όχι γενικά και αόριστα με το έθνος, αλλά με τον κοινωνικό χώρο του πανεπιστημίου. Είναι ενδεικτικό ότι η συζήτηση περί καθιέρωσης της 17ης Νοεμβρίου ως αποχρωματισμένης πολιτικά «εθνικής γιορτής» και «ημέρας τιμής στην Ελληνική Νεολαία» –χωρίς αναφορές σε συλλογικότητες και οργανώσεις– καταφέρνει τελικά να γίνει νόμος μόλις το 1999, ακριβώς όταν η συμμετοχή στις καθιερωμένες τελετουργίες προκαλεί ελάχιστη συγκίνηση και μηδενική μαζικότητα. Η επιθυμία των κυβερνήσεων Καραμανλή της δεκαετίας του ’70, άλλωστε, υπήρξε ο εορτασμός να παραμένει μικρής κλίμακας, περιορισμένος στο πανεπιστημιακό πλαίσιο και στην κοινοβουλευτική απότιση φόρου τιμής.

Ο εορτασμός της επετείου στη διπλή μορφή της, αυτήν της κινηματικής επικαιροποίησης στον δημόσιο χώρο με τη μορφή της καθιερωμένης πορείας αφενός και του θεσμικού τυπικού αφετέρου, έχει τη δική του δυναμική. Εμφανώς η θεσμοποίηση του σχολικού εορτασμού το 1981 και η παγίωση του τριήμερου εορτασμού από την ΕΦΕΕ έναν χρόνο αργότερα, η επέκταση του εορτασμού το 1985-1986 σε στρατιωτικές μονάδες και στην ελληνική Αστυνομία, η συμμετοχή της Προεδρίας της Δημοκρατίας με κατάθεση στεφάνου την ίδια περίοδο, έμοιαζαν αυτονόητα βήματα για μια δημοκρατική Πολιτεία που ανανέωνε την ιστορική γενεαλογία της και διαμόρφωνε τις παραμέτρους της θεσμικής της μνήμης. Παράλληλα, η προβληματική για το αν «αξίζουν» στο Πολυτεχνείου η «μουσειοποίηση» και τα βαθιά χασμουρητά των θεσμικών εκδηλώσεων και των λόγων κονσέρβα για το κατά πόσο το νόημά του «ζει και εμπνέει» και αν έχει ή όχι «δικαιωθεί» αναπτύσσεται εκτενώς.

Διαχρονικά, πάντως, η κινηματική διάσταση του εορτασμού είναι αυτή που μοιάζει να συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη συζήτηση. Μια περσινή έρευνα της Metron Analysis με αφορμή τα 50 χρόνια από την εξέγερση, που δημοσιεύτηκε στο Βήμα, επιβεβαίωνε την ισχύ του Πολυτεχνείου στην κοινή γνώμη. Ωστόσο, η πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία, σε αντίθεση με την καθολική αποδοχή που απολάμβαναν οι άλλες μορφές της θεσμικής μνημόνευσης, όπως ο σχολικός εορτασμός, συγκέντρωνε τη μικρότερη συνολικά αποδοχή (51%).

Ιστορικά, η καθιερωμένη πορεία ακολούθησε τη δική της διαδρομή, από τις ογκώδεις διαδηλώσεις των πρώτων χρόνων στις απαγορεύσεις –το 1976 απαγορεύεται για πρώτη φορά η πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία σε μια προσπάθεια να καταπολεμηθεί και συμβολικά η άποψη που ήθελε τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό υποκινητή του πραξικοπήματος– στα επεισόδια με νεκρούς από την αστυνομία διαδηλωτές, για να μετατραπεί σε μια «κανονικοποιημένη» τελετουργία με κυμαινόμενη –αλλά κατά κανόνα αναιμική– συμμετοχή. Ως φαιδρή ανθυπολεπτομέρεια παραμένει το πρωτόγονο αντανακλαστικό των πολιτικών και φοιτητικών νεολαιίστικων χώρων να διαγκωνίζονται για την ορατότητά τους κατά τον εορτασμό. Οι μολότοφ των αναρχικών, το μονοπώλιο της ΠΑΣΠ στη σημαία του Πολυτεχνείου και η βίαιη επίδειξη ισχύος της ΚΝΕ επί των λοιπών αριστερών οργανώσεων έχουν τη δική τους διττή συμβολή τόσο στην επιβεβαίωση της σημασίας του εορτασμού όσο και στην περαιτέρω απαξίωσή του.

Στις σύγχρονές του κριτικές –πρωτίστως δημοσιολογούντων– ο εορτασμός συναντά τον ρητό στόχο της κατάργησης, είτε με τη μορφή της πορείας είτε με αυτή του σχολικού εορτασμού. Ο χώρος της Καθημερινής φιλοξενεί, παραπάνω από πρόθυμα θα έκρινε κανείς, ανάλογες προτάσεις ακολουθώντας ευλαβικά την ετήσια επέτειο.[1] Η συμπύκνωση του επιχειρήματος διατυπώνεται διαυγέστατα στην αρθρογραφία του Στάθη Καλύβα ο οποίος πριν κάποια χρόνια, απηχώντας την αντικομμουνιστική τονικότητα της δεκαετίας του ’50, παρουσίαζε την επετειακή σχολική εορτή ως «μια ελάχιστα μεταμφιεσμένη, επαγγελματικά ενορχηστρωμένη κομματική γιορτή που στόχο έχει να περάσει στους μαθητές τις παρωχημένες αξίες και την άθλια αισθητική της κομμουνιστικής Αριστεράς. Μιλάμε για μια τεράστια επιχείρηση προπαγάνδας, που εξακολουθεί κυρίως λόγω αδράνειας».[2]

Από την άλλη πλευρά, η όποια υποτίμηση δεν είναι απαραίτητως άμεση και ευθεία αλλά, συχνά, περισσότερο έμμεση. Τέτοιο παράδειγμα είναι η συστηματική απόπειρα αναβίβασης και αξιοδότησης της επετείου της 24ης Ιουλίου –και η πλαισίωση της με την εικονογραφική αποτύπωση της επιστροφής του Καραμανλή και όχι με τη λαϊκή ευφορία που επικρατούσε στους δρόμους της πρωτεύουσας τον Ιούλιο του 1974 για παράδειγμα– ως συμβολικού τόπου θεμελίωσης της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, ανταγωνιστικά και όχι συμπληρωματικά με τη 17η Νοεμβρίου. Επιλογή που συνάδει με μια αντίληψη της ιστορίας ως πρωτίστως προσωποκεντρικής και εθνικής, όχι κοινωνικής, και με μια προσέγγιση της μετάβασης ως success story των πολιτικών ελίτ.

 

Πεδίο τέταρτο: Το Πολυτεχνείο ως γεγονός (στις απώτατες συνέπειές του)

 

Το ότι η εξέγερση και η επακόλουθη «σφαγή του Πολυτεχνείου» –για να θυμηθούμε και έναν πολύ προσφιλή χαρακτηρισμό κατά τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης (από Το σχέδιο σφαγής του Μπάμπη Γεωργούλα έως το Η σφαγή του Πολυτεχνείου του Σπύρου Καρατζαφέρη)– συνιστά την «αρχή του τέλους» της Δικτατορίας υπήρξε η επίσημη θεσμική αφήγηση για τον ιδρυτικό τόπο της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.

Στις πολλαπλές επαναγνώσεις και αναθεωρήσεις, το Πολυτεχνείο ως γεγονός με ιστορικές συνέπειες δεν συνδέεται με την πτώση της χούντας, αλλά με μια διπλή ιστορική αποτυχία. Αφενός με το πραξικόπημα Ιωαννίδη και τη σκλήρυνση των καθεστωτικών μέτρων – «όσο για την επταετή στρατιωτική δικτατορία, που άρχισε στις 21 Απριλίου του 1967, γιορτάζουμε την ημέρα της χειρότερης ήττας των δημοκρατικών πολιτών, την 17η Νοεμβρίου του 1973»[3] – και, αφετέρου, με τα γεγονότα της Κύπρου και την επακόλουθη εισβολή. Το Πολυτεχνείο αποσυνδέεται από τη συμβολή του για το πέρασμα στη δημοκρατία, για να αποτελέσει την απαρχή μιας Εθνικής Τραγωδίας.

Ανάλογες προσεγγίσεις σχετικοποίησης του γεγονότος της εξέγερσης συνδέονται συχνά με την πεποίθηση ότι το σχέδιο «φιλελευθεροποίησης» του χουντικού καθεστώτος συνιστά μια «χαμένη ευκαιρία» για μια εναλλακτική μεταβατική έξοδο από τη δικτατορία, στη βάση μιας διαπραγματευτικής από τα πάνω διαδικασίας ανάλογης με την ισπανική pacted transition. Στον πυρήνα των θεωρήσεων αυτών, που στην ανιστορική δίνη τους αφήνουν απέξω τόσο τις σκληρές ενδοκαθεστωτικές συγκρούσεις που σε μεγάλο βαθμό καθόριζαν τις χουντικές επιλογές όσο και την πιθανότητα ενός άγνωστου χρονικά ορίζοντα παραμονής σε ένα καθεστώς κατ’ ουσίαν αυταρχισμού χωρίς εχέγγυα που τύποις θα αυτοπροσδιοριζόταν ως μεταβατικό, ενδημεί η πίστη στην πολιτική ως ένας διακανονισμός ή μια υπόθεση των πολιτικο-οικονομικών ελίτ. Συγκρουσιακές πρακτικές αμφισβήτησης, όπως η περίπτωση του Πολυτεχνείου που διαμορφώνει την δυναμική για έναν από τα κάτω κοινωνικό εκδημοκρατισμό ο οποίος δεν τελειώνει με τη δημοκρατική μετάβαση και την εκλογική διαδικασία του 1974 αλλά προεκτείνεται καθ’ όλη την περίοδο εμπέδωσης της δημοκρατίας, εξοβελίζονται από ανάλογα αφηγήματα. Εδώ η πανεπιστημιακή διάσταση του Πολυτεχνείου είναι κεντρική ως πεδίο παραγωγής έμπρακτου εκδημοκρατισμού και από τα κάτω σε αντίθεση με άλλους θεσμούς (δικαιοσύνη, αστυνομία, στρατός, συνδικαλισμός), όπου ο εκδημοκρατισμός παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό ημιτελής ακριβώς γιατί υπήρξε μια, ελεγχόμενη, από τα πάνω υπόθεση.

Ωστόσο, ανάλογες διανοητικές ακροβασίες πολύ λίγο βρίσκουν έδαφος γενικευμένης αποδοχής και προς το παρόν λειτουργούν ως πυρήνας ενός δεξιόστροφου αναθεωρητικού ακτιβισμού που αναζητεί μέσω της πρόκλησης την όποια ορατότητά του στο δημόσιο πεδίο.

 

Πέρα από τις αναθεώρησεις της επόμενης μέρας

 

Το Πολυτεχνείο στις πολλαπλές διαστάσεις του παραμένει στην επικαιρότητα της δημόσιας συζήτησης ακριβώς γιατί διατηρεί ακόμα την πρωταρχική πολιτική του λειτουργία: τη σε βάθος διαμόρφωση του σύγχρονου πολιτικού φαντασιακού. Ένα πολιτικό φαντασιακό που το τροφοδοτεί τόσο με την εικονοποιία της κριτικής αμφισβήτησης και διεκδίκησης όσο και με την επανεστίαση στην κοινωνική κινητοποίηση για την παραγωγή ορατών αποτελεσματων στην κεντρική πολιτική σκηνή. Αν κατάφερε κάτι το Πολυτεχνείο είναι να φωτίζει το πεδίο των δυνατοτήτων. Σε έναν βάλτο κοινωνικής απάθειας και μοιρολατρίας που υπήρξε η Επταετία, το Πολυτεχνείο διεύρυνε τα όρια του εφικτού. Και, αν κρίνουμε από τις πολεμικές, αυτό συνεχίζει να κάνει.

 

 

Σημειώσεις:

1. Βλ. ενδεικτικά: Τάκης Θεοδωρόπουλος, «Γιατί γιορτάζουμε το Πολυτεχνείο;», Η Καθημερινή, 17.11.2016. ή του ιδίου «Το Πολυτεχνείο: ένα μνημείο παρακμής», Η Καθημερινή, 23.2.2023· Στάθης Καλύβας, «Πώς γιορτάζουμε το “Πολυτεχνείο”»;, Η Καθημερινή, 18.11.2018.

2. Ό.π.

3. Απόστολος Δοξιάδης, «Το Πολυτεχνείο: αλήθεια, μύθος και παραμύθια», 11.11.2019, στον ιστότοπο protagon.gr.

Κατερίνα Λαμπρινού

Η ΕΠΟΧΗ