Αν παραδεχτούμε πως το θνήσκειν είναι η φυσική απόληξη του ζην, ένας ακόμα, ο τελευταίος, κρίκος στην αλυσίδα της ζωής, ένα αληθινό, το πιο αληθινό, γεγονός της ύπαρξης, πού ακριβώς εδράζεται η πεποίθηση ότι οι νεκροί δικαιώνονται; Διότι ακόμη κι η αποστροφή του Παύλου στην Προς Ρωμαίους Επιστολή, «ο γαρ αποθανὼν δεδικαίωται από της αμαρτίας», δεν υπονοεί πως ο πανάγαθος συγχωρά τον εκμεταλλευτή, τον ψεύτη, τον κλέφτη, τον φονιά αλλά πως όλοι ετούτοι, με το θάνατό τους, έχουν πια ελευθερωθεί από το ιδίωμά τους να αμαρτάνουν. «Ο αποθανὼν απήλλακται το λοιπόν του αμαρτάνειν νεκρός κείμενος», λέει ο Χρυσόστομος, δίχως να σημαίνει πως δεν θα κριθεί για τα γενόμενα του βίου του. Αλλιώς, κατά τα χριστιανικά παραδεδομένα, καταργείται η Δευτέρα Παρουσία που θα κρίνει ζώντες και νεκρούς, καταργούνται κι η Κόλαση και ο Παράδεισος.
Όταν, λοιπόν, πεθαίνει κάποιος άνθρωπος, όποι@ και να ‘ναι, και οι κατά Χριστόν και οι μη κατά Χριστόν, οφείλουν να τον κρίνουν κατά τις πράξεις του. Και να του αποδίδουν ανάθεμα ή συγχώρεση σύμφωνα μ’ αυτές. Είναι, βέβαια, γεγονός πως η αγριάδα του θανάτου, η μεταφυσική της ζωής δηλαδή, αφήνει τον άνθρωπο ενεό, κάθε φορά που συμβαίνει. Η μνήμη κονταίνει, τα συναισθήματα θολώνουν. Να θυμάται, όμως, είναι χρέος. Όπως και να επισημαίνει και να μιλά για όλα τα αμαρτήματα του τεθνεώτος ώστε τούτα, κατά το δυνατόν, να μην επαναλαμβάνονται.
Τώρα, λοιπόν, με το θάνατο του έκπτωτου, Κωνσταντίνου Γλίξμπουργκ, μια σύντομη αναδρομή στην πρόσφατη ελληνική ιστορία είναι απαραίτητη. Διότι αν ο ελληνικός απελευθερωτικός αγώνας αποτελεί κατά τον Έριχ Χόμπσμπάουμπ, (Η εποχή των επαναστάσεων,1789-1848), τη μοναδική περίπτωση όπου ο πόλεμος των ληστών-ηρώων εναντίον των καταπιεστών «συγκεράστηκε με τις ιδέες του αστικού εθνικισμού και της γαλλικής επανάστασης», ο ξενόφερτος θεσμός της βασιλείας αποτελεί την πεμπτουσία των ιμπεριαλιστικών βλέψεων των μεγάλων δυνάμεων που οργάνωσαν το νέο κράτος επιβάλλοντας τους όρους της κυρίαρχης τάξης.
Η ιστορία της βασιλείας στην Ελλάδα είναι η ιστορία των εξαρτήσεών της. Διότι η παράκαμψη/κατάργηση των φιλελεύθερων επαναστατικών συνταγμάτων και η επιβολή της μοναρχίας (ή και του ολοκληρωτισμού του Καποδίστρια) δεν είναι παρά η τότε ευρωπαϊκή συνθήκη που επεβλήθη στο νέο, εξαρτημένο, κράτος. Του οποίου ο λαός έκανε ό,τι μπορούσε για να αποτρέψει, δίχως να τα καταφέρνει πάντα.
Έτσι, από τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον διχασμό, που βαρύνουν τον Κωνσταντίνο τον Α’, ως την αποστασία, τη Χούντα και την κυπριακή τραγωδία, αποτελέσματα των πράξεων του εγγονιού του Κωνσταντίνου Β’, ο καταστροφικός ρόλος των ξενόφερτων είναι χαρακτηριστικός. Που πήγαιναν, συχνά πυκνά, χέρι χέρι με τα καμώματα της Δεξιάς, η οποία ήταν πάντοτε, από τον «Εθνάρχη» Καραμανλή της ΕΡΕ μέχρι τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη της αποστασίας, σε ανοιχτή συνομιλία με το Παλάτι.
Απεναντίας, αυτό που λέμε στην Ελλάδα «μεγάλη δημοκρατική παράταξη», που κάποτε δεν περιλάμβανε ούτε την κομμουνιστική ούτε και την, ας πούμε αναθεωρητική αριστερά, είχε πάντα σχέσεις άπωσης, έχθρας, με τη βασιλεία. Τα «ορφανά» της χιτλερικής Φρειδερίκης, με τις παράνομες υιοθεσίες κ.ο.κ., είναι ένα μικρό μοναχά παράδειγμα εκείνων που επεφύλασσε η μεγαθυμία των μεγαλειότατων στους μη νομιμόφρονες υπηκόους.
Από τον τεθνεώτα Κωνσταντίνο Γλίξμπουργκ έχει αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια με το νόμο 2215/1994. Όχι διότι, κατά τη ρατσιστική προσταγή, δεν κυλά αίμα ελληνικό από τις φλέβες του, αλλά διότι, με τα έργα του, στράφηκε κατά του ελληνικού λαού. Επειδή η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, το 1994, ανακάλεσε προηγούμενη απόφαση της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη –αλήστου μνήμης τα κοντέινερ με τα «ασημικά» που φυγαδεύτηκαν στο εξωτερικό- να εκχωρήσει την περιουσία του έκπτωτου σ΄ ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα με αντάλλαγμα αυτός να βγάλει την κινητή περιουσία στο εξωτερικό, ο Γλίξμπουργκ στράφηκε κατά του ελληνικού Δημοσίου απαιτώντας 161,1 εκατομμύρια ευρώ. Για κάτι που δεν του ανήκε, αφού δεν δούλεψε για να το αποκτήσει, για κάτι που δεν πλήρωσε φόρο ποτέ. Προσέφυγε, έτσι, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο, για να λάβει εν τέλει 12 εκατομμύρια, τα οποία του καταβλήθηκαν, το 2002, από τον προϋπολογισμό, με ιδιαίτερη σημειολογία, αυτόν για «φυσικές καταστροφές».
Όλο αυτό το τάχα μου δήθεν συγκινητικό πανηγυράκι με τα παιδιά και τα εγγόνια του, ανθρώπων που ζουν περίπου παρασιτικά, με τον ίδρωτα των άλλων, και περιοδεύουν ανά τον κόσμο προωθώντας το τρυφηλό μοντέλο της ζωής, μια ελίτ απαίδευτων, επιφανειακών, εξαρτημένων από την πολυτέλεια ανθρώπων, χρήσιμων μόνο για να ρίχνουν στάχτη στα μάτια των μαζών, δεν είναι μοναχά γελοίο. Είναι και βαθιά επικίνδυνο. Διότι συγκαλύπτει όλη τη δυσωδία, όλη τη σκοτεινιά των σελίδων εκείνων της ιστορίας όπου η βασιλεία με τη δεξιά συμπρωταγωνιστούν.
Για όλα τούτα οφείλουμε να μιλάμε. Και να ρίχνουμε ανάθεμα, προνόμιο που διαθέτει κι ο λαός, όχι μονάχα η (βασιλόφρων) Εκκλησία.
Κατέ Καζάντη