Macro

Κατέ Καζάντη: Συνταξιούχοι, ζωντανοί στον Καιάδα

Όταν η απελπισία καθίσταται το μόνο εμπράγματο πολιτικό μέγεθος εναντίον του ηγεμονικού αυταρχισμού, ο οποίος επιβάλλει φτώχεια και δυστυχία, όταν το μόνο «ανάστημα» που ορθώνουν οι από κάτω είναι εκκλήσεις, παρακάλια για μια ανταπόκριση που δεν έρχεται ποτέ, όταν οι προτεινόμενες επιλογές περιορίζονται στο δίπολο, τη Σκύλλα ή τη Χάρυβδη, τότε η κοινωνία της υποδούλωσης είναι μπρος στα μάτια μας. Κι ας κάνουν άπασα τα μέλη της ότι δεν τη βλέπουν.

Στον εμπράγματο καπιταλισμό, η μαρξική αλλοτρίωση παραμένει κυρίαρχο μέγεθος: ο άνθρωπος επιβιώνει μηχανιστικά, αποξενωμένος από τη φύση, από τον συν-άνθρωπο, από τις πράξεις του και τα αποτελέσματά τους (εργασία-προϊόντα), από το συνανήκειν, την ίδια δηλαδή την κοινωνία. Και από την ίδια του την ύπαρξη εν τέλει. Μπορούν, έτσι, τα υποκείμενα, λόγοις και πράξεσι, να στρέφονται εναντίον του εαυτού τους: σπάζοντας τα μούτρα τους στην εξ ορισμού αναλγησία των από πάνω.

Στην Ελλάδα, λοιπόν, του επιτελικού αυταρχικού κράτους, όπου τον 21ο αιώνα υποχώρησαν, όπως παντού, οι λαϊκές κατακτήσεις του 20ού, οι συνταξιούχοι/ες ζήτησαν να καταβληθούν προ των εορτών του Πάσχα οι αποδοχές του Μαΐου. Από κοντά και οι Εμπορικοί Σύλλογοι Αθηνών και Πειραιώς, οι οποίοι, στοιχειωδώς αλληλέγγυοι, έθεσαν εκ νέου το ζήτημα της τόνωσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων κατά τη Μεγαλοβδομάδα.

«Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον»: ωσάν τα πετεινά του ουρανού και τα χόρτα του αγρού, υπακούοντας στη βιβλική εντολή περί της θείας πρόνοιας του επουράνιου πατέρα, στο αίτημα των υπήρχε μονάχα η προεξόφληση των αποδοχών. Τι κι αν ακόμα και προνοιακά βοηθήματα, όπως η επιταγή ακρίβειας ή το πάλαι ποτέ «πασχαλινό καλάθι» του Αδώνιδος, αγνοούνται; Η απόγνωση δεν ζητά πολλά πολλά: η ιεροποίηση της φτώχειας –πτωχός πλην τίμιος– και ο βιολογισμός του καπιταλισμού εξοβελίζουν στο κοινωνικό περιθώριο κάθε μια και κάθε έναν που βγαίνει από την παραγωγική διαδικασία. Ετσι, ακρωτηριάζεται κάθε ριζοσπαστική σκέψη. Το αύριο, ο άλλος μήνας που θα έχουν τελειώσει τα προώρως καταβληθέντα, είναι μια άλλη ζωή, η οποία αντιμετωπίζεται όχι λογικά αλλά μεταφυσικά. Έχει, λοιπόν, ο Θεός.

Έχει όμως; Η κατά Μπουρντιέ «κοινωνιοδικία», σε αντικατάσταση της θεοδικίας των προνομίων που αποδίδει το σύστημα και όχι ο θεός στα προκομμένα μέλη του, δεν περιλαμβάνει τους απόμαχους. Αν ήταν ξύπνιοι κι έκαναν τα κουμάντα τους, έχει καλώς. Αν πάλι όχι, τους επιτρέπεται να πεθάνουν ησύχως. Το ιδεολόγημα της ικανότητας, την οποία εγγυώνται τα πτυχία, τα σουλάτσα στα μεγάλα πανεπιστήμια ή στα σαλόνια της αριστοκρατίας του χρήματος, δεν συμπεριλαμβάνει τα μέλη που περιμένουν την (μη) απόφαση της Κεραμέως για να βγάλουν αξιοπρεπώς το Πάσχα. Έτσι, ένα κράτος – τιμωρός τους γυρίζει αποφασιστικά την πλάτη, επικαλούμενο μια τεχνοκρατική αντίληψη ενώ ταυτοχρόνως κουνάει πατερναλιστικά το δάχτυλο για την «απερισκεψία»: φροντίζει, τάχα, τους/ις απόμαχους/ες, μην τυχόν και ξεμείνουν τον επόμενο μήνα.

Το μείζον, προφανώς, βρίσκεται στην ενσωμάτωσης της ήττας από μεριάς των από κάτω. Το αυταρχικό κράτος φροντίζει να εκριζώνει και την ιδέα ακόμα της αντίστασης. Ακόμα και μια νυκτερινή συμβολική συγκέντρωση διαμαρτυρίας όπως εκείνη της -χθεσινής- Παρασκευής αν θεωρηθεί επικίνδυνη, μπορεί να κατασταλεί, όπως στο παρελθόν. Να ξυλοκοπάς τα «τιμημένα γηρατειά» εξάλλου αποτελεί ξεπερασμένο από παλιά ταμπού.

Απόμαχα της εργασίας, άνεργα αλλά και εργαζόμενα μέλη, μοιάζει να πληρώνουν το τίμημα της δήθεν ολιγωρίας τους: δεν συμμορφώθηκαν, από ανικανότητα ή απείθεια, δεν επιτάχυναν με τους φρενήρεις ρυθμούς της αμφίβολης, διαρκούς κι επιβαλλόμενης προόδου, δεν ενσωματώθηκαν ώστε να δικαιούνται να απολαμβάνουν έστω τα στοιχειώδη. Απόβλητα μιας κοινωνίας που απέβαλε από καιρό την ανθρωπινότητά της, αποκλείονται από τον συλλογικά παραγόμενο πλούτο. Μπορούν να παρακολουθούν τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας μονάχα όμως ως πελάτες καταναλωτές και εφόσον -φυσικά!- μπορούν να πληρώσουν. Αλλιώς ας αρκεστούν στον Καιάδα του περιθωρίου.

Κι επειδή η καταφρόνια, όπως και η μετατροπή της ζωής σε ρινγκ, είναι πολιτική στάση, η απάντηση -οφείλει να- είναι πολιτική: να ανακτηθούν τα απολεσθέντα κεκτημένα, να καταργηθούν τα τρέχοντα και να μπει φραγή στα επερχόμενα άδικα, είναι ο διαρκής αγώνας ο οποίος απαιτεί κάθε ικμάδα δύναμης των από κάτω. Αλλά για τούτο απαιτούνται δεσμοί αλληλεγγύης, των γενεών και των επαγγελματικών ομάδων, η οποία δεν είναι πάντα αυτονόητη.

Κυρίως διότι η άρση των δεσμών αυτών είναι ο πρώτος, αν όχι ο μοναδικός, στόχος των κυρίαρχων τάξεων.

Η ΕΠΟΧΗ