Macro

Κατέ Καζάντη: Πολυτεχνείο, 50 χρόνια μετά: οι Χούντες και οι βαθύπλουτοι

Ένα από τα βασικά αφηγήματα του βαθέως, δεξιού, κράτους –αφήγημα το οποίο υποστηρίχτηκε από τον μακαρίτη Ευάγγελο Αβέρωφ ως τον σημερινό υπουργό Άδωνι Γεωργιάδη και τις «ενταφιασμένες ψευδοξίες του Πολυτεχνείου» του Μαυρουδή Βορίδη- είναι πως στο Πολυτεχνείο δεν υπήρχαν νεκροί. Σταδιακά, μετά την κατακραυγή και την επιχειρούμενη μετατόπιση της Ν.Δ. στον δήθεν κεντρώο χώρο, η άποψη φτάνει σήμερα ελαφρώς τροποποιημένη: υπήρχαν, λένε, νεκροί, όχι όμως εντός του Πολυτεχνείου αλλά στους γύρω δρόμους.
 
Κι έτσι, όμως, η στρέβλωση έχει τη σημασία της: επί της ουσίας, αθωώνει εκείνους που διέταξαν το τανκ να σπάσει την πόρτα και να εισβάλει στον προαύλιο χώρο του Πολυτεχνείου, αφού υπονοεί ότι για τους νεκρούς έξω από το κτίριο θα μπορούσε να ευθύνεται κάποιος απροσδιόριστος άλλος κι όχι απαραίτητα οι Χουντικοί.
 
Επειδή, λοιπόν, ακολουθώντας τον Μπένγιαμιν, «ούτε και οι νεκροί δεν θα ‘ναι ασφαλείς από τον εχθρό, εάν αυτός νικήσει», κι επειδή «ο εχθρός αυτός δεν έχει πάψει να νικά», η αστική, συντηρητική αντεπανάσταση αφήνει τεχνηέντως την αμφιβολία να επικρέμαται: στο συμβάν του Πολυτεχνείου και στα ερωτήματα τι ακριβώς συνέβη 50 χρόνια πριν, όπως, επίσης, και τι ακριβώς συνέβη κατά τη διάρκεια της Χούντας φαίνεται να χωρούν πολλές απαντήσεις κι ερμηνείες, κάποιες από τις οποίες ιδιαζόντως σκοτεινές.
 
Πώς ας πούμε συμπεριφέρθηκε το ελληνικό κεφάλαιο, και το κεφάλαιο εν γένει, στους θεοσκότεινους καιρούς, είναι από εκείνα που δεν συζητιούνται ποτέ. Πώς τούτο κυκλοφορεί ασταμάτητα και ιμπεριαλιστικά, πέρα και πάνω από δημοκρατικά συντεταγμένες κοινωνίες, πώς υποδουλώνει και πτωχεύει κράτη, πώς εξαθλιώνει λαούς, είναι μια υπόθεση με σαφώς ολοκληρωτική απόληξη, η οποία ουδέποτε μπαίνει στο τραπέζι. Το αυτό συμβαίνει και με τους ιδεολογικούς αρμούς, που εξασφαλίζουν τη συνοχή, τα ΜΜΕ, επί παραδείγματι, ή την κρατούσα θρησκεία. Εν τέλει, πώς το αστικό, καπιταλιστικό, κράτος συνδιαλέγεται, δίχως την παραμικρή ενοχή με τα φασιστικά καθεστώτα αποτελεί, για τη δημοκρατία ταμπού. Και, ως εκ τούτου, δεν συζητιέται δημόσια ποτέ. Ούτε εδώ ούτε πουθενά αλλού.
 
Εν Ελλάδι, επί παραδείγματι, το εφοπλιστικό κεφάλαιο τίμησε την αγαστή του σχέση με τη Χούντα των Συνταγματαρχών, η οποία τους φοροαπάλλασσε συστηματικά, ανακηρύσσοντας μάλιστα τον Γεώργιο Παπαδόπουλο ισόβιο επίτιμο πρόεδρο της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών (Μάρτης, 1972). Οι συνταγματάρχες μοίρασαν, επίσης, μια χαρά τα διυλιστήρια, γύρω από τα οποία συνωστίζονται Ωνάσης και Νιάρχος, αλλά και Βαρδινογιάννης, Λάτσης κ.ο.κ. Εκλεκτός του Παπαδόπουλου ο Ωνάσης, εκλεκτός του Μακαρέζου ο Νιάρχος, έφεραν τους Χουντικούς αρχικά σε δύσκολη θέση, αφού βρέθηκαν να τρώγονται μεταξύ τους. Η λύση, προφανώς, βρέθηκε, ικανοποιήθηκαν επίσης Λάτσης και Ανδρεάδης, πήρε κι ένα τέταρτο η οικογένεια Βαρδινογιάννη -οι εξορίες εξορίες και η δουλειά δουλειά. Η –βαθύπλουτη- ζωή συνεχίστηκε.
 
Αλλά και στον Τύπο, η ιστορική συνέχεια είναι χαρακτηριστική. Ο πάλαι ποτέ «πραγματικός διοικητή της χώρας», ο πολύς, αείμνηστος πλέον, Σταύρος Ψυχάρης του ΔΟΛ, επί Χούντας άρχισε την καριέρα του, «όταν συνέστησε εταιρεία με τον συνάδελφό του Παύλο Καμβύση, η οποία αναλάμβανε την «επιμέλεια» και εκτύπωση των εντύπων κρατικών υπηρεσιών χωρίς να διαθέτει τυπογραφείο, αλλά ως μεσάζων, επί προμηθεία, μεταξύ υπουργείων και τυπογραφείων. Οι δουλειές πολλαπλασιάστηκαν όταν ο υπουργός Τύπου της χούντας Βύρων Σταματόπουλος έγινε νονός του πρωτότοκου γιου του Ψυχάρη. Η εταιρεία έχοντας πια εγκατασταθεί σε υπερπολυτελή γραφεία επί της οδού Βουκουρεστίου, είχε την αποκλειστικότητα στην εκτύπωση όλων των εντύπων των υπουργείων Αμύνης, Εμπορίου, Τύπου και άλλων υπηρεσιών. Εκεί κλείνονταν οι δουλειές με τους τυπογράφους, ενώ οι συμφωνίες με τους υπουργούς και διοικητές οργανισμών και επιχειρήσεων του Δημοσίου κλείνονταν συνήθως στο εστιατόριο της «Αθηναϊκής Λέσχης», μέλη της οποίας είχαν καταστεί οι δύο συνέταιροι. Το προνομιακό αυτό καθεστώς συνεχίστηκε και μετά τη Μεταπολίτευση»**, έγραφε ο αείμνηστος δημοσιογράφος Γ. Μασσαβέτας. Ο Ψυχάρης, πέραν όλων των άλλων, έγινε και Διοικητής του Αγίου Όρους, καταδείχνοντας πως οι αρμοί του κράτους παραμένουν ισχυροί, αψηφώντας Χούντες και Δημοκρατίες. Στην Εκκλησία της Ελλάδος, άλλωστε, οι φανατικοί αντικομμουνιστές της παρεκκλησιαστικής οργάνωσης ΖΩΗ είχαν το πάνω χέρι. Πολύκροτη η χειροτονία από τους πραξικοπηματίες του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου Κοτσώνη, πολύκροτη και η δράση του, στην ίδια γραμμή και η μετέπειτα αρχή, με τον Χριστόδουλο (Χρήστο) Παρασκευαΐδη, ο οποίος κατά τη περίφημη δήλωσή του, επί Χούντας «εδιάβαζε». Σήμερα, είναι γνωστό τοις πάσι πως η κορυφή της Εκκλησία διατηρεί αγαστές σχέσεις με την επονομαζόμενη από τον Χριστόδουλο Δεξιά του Κυρίου.
 
Η μεγάλη αντίφαση της συνύπαρξης καπιταλισμού-δημοκρατίας έγκειται στο ότι το κεφάλαιο χρειάζεται τη λιγότερη δυνατή δόση δημοκρατίας προκειμένου όχι μόνο να πληθύνεται αλλά και να υπάρχει. Διότι η αύξηση της κερδοφορίας είναι αντιστρόφως ανάλογη με τη διεύρυνση της δημοκρατίας, αφού η ίδια η υπερσυσσώρευση των κερδών βασίζεται στην εκμετάλλευση, στην καταπάτηση των δικαιωμάτων και στο δίκιο του ισχυρού.
 
Το σύνθημα «Η Χούντα δεν τελείωσε το ’73» μοιάζει, μισό αιώνα μετά την αρχή του τέλους της εν Ελλάδι Χούντας, να διατηρεί απαράμιλλη επικαιρότητα. Διότι, στον κόσμο των όλο και περισσότερο διευρυνόμενων ανισοτήτων, η μορφολογία του συστήματος παραμένει απειλητική. Να διαβιούμε σε συνθήκες ενός ιδιότυπου ολοκληρωτισμού και να μην το αντιλαμβανόμαστε, ίσως να μην είναι ένα απίθανο ενδεχόμενο.
 
*Βάλτερ Μπένγιαμιν, Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας
 
**Γιώργης Μασσαβέτας, Σημασία έχει τι αφήνεις πίσω σου (άρθρο)
Κατέ Καζάντη