«…ποιος θα είναι ο επόμενος νεκρός μας;»: η καταφανώς ρητορική διερώτηση του Συνδικάτου Μετάλλου αποτελεί την πεμπτουσία του καπιταλισμού. Όταν το ίδιο το σύστημα βασίζεται στον ανταγωνισμό των μελών του, όταν επιβραβεύει τους ανθρώπους εκείνους που το ίδιο χρήζει ικανούς, τους εκ καταγωγής τυχερούς, τους ξύπνιους και τους δεξιοτέχνες της αριστείας, εγκαταλείποντας στο έλεος της μοίρας, πλήθος άλλων που γεννήθηκαν σε λανθασμένο τόπο και σε λανθασμένη τάξη, επί της ουσίας προετοιμάζει λίστες νεκρών.
Η βιοπολιτική του καπιταλισμού σκοτώνει, κατά κυριολεξία: το κυνήγι του υπερκέρδους θέλει τις πλατιές μάζες υπό το ζυγό μιας διαρκούς εκμετάλλευσης, που προσπερνά κάθε κανόνα ασφαλείας. Για τους χειρώνακτες, η επισφάλεια της δουλειάς τους, τους κάνει να παίζουν τις ζωές τους καθημερινά στα ζάρια. Το πρότυπο, όμως, ενός αποϊδεολογικοποιημένου, νομοταγούς πολίτη, που κοιτά το σπίτι του και τη δουλειά του, που δεν μετέχει σε απεργίες και διαμαρτυρίες, γεννά καθημερινά νέα θύματα. Είναι εκείνο ακριβώς το ευεπίφορο πρότυπο σε κάθε λογής ταπεινώσεις προκειμένου να κρατήθει, όχι πάντα ο επιούσιος, αλλά και το λεγόμενο status, η θέση στην κοινωνία.
Η μπάλα παίρνει προφανώς και τους εργάτες με τα λεγόμενα λευκά κολλάρα: υπάλληλοι γραφείου, επιστήμονες, διανοούμενοι και λοιποί «μεσοταξίτες», δεν πεθαίνουν στο τόπο, η χειροτέρευση, όμως, των συνθηκών της δουλειάς τους και η διαρκώς επαπειλούμενη ανεργία κάνει, κατά το κοινώς λεγόμενο, αβίωτο τον βίο τους. Μειώνοντας συχνά και το προσδόκιμο της ζωής τους, αφού στα σύγχρονα δυτικού τύπου καπιταλιστικά κράτη οι επιπλέον δραστικές περικοπές στα προνοιακά συστήματα δημιουργεί αφόρητες συνθήκες.
Ο μέσος άνθρωπος «εξαθλιώνεται και η αθλιότητά του αυξάνεται ταχύτερα από τον πληθυσμό και τον πλούτο» (Ένγκελς). Η εκμετάλλευση της εργασίας και η συσσώρευση του πλούτου κινούνται, ξανά, πέρα από κάθε κώδικα ηθικής.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η κυρίαρχη ιδεολογία μεταλλάσσει το πλαίσιο του πρωταρχικού ηθικού νόμου, αυτού της προστασίας της ζωής: οι νεκροί των από κάτω είναι λιγότερο νεκροί, αφού, έτσι κι αλλιώς, η ζωή κοστολογείται και διακανονίζεται όπως και στο επιχειρείν. Οι ζωές, άρα, των λιγότερο καπάτσων, των λιγότερο «έξυπνων», των γεροντότερων, των μη παραγωγικών, οι ζωές κοντολογίς των πληβείων, έχουν την και ανάλογη, ευτελέστερη προφανώς, αξία εν σχέση με τους από πάνω.
Έτσι, ο ζωή κι ο θάνατος γίνονται σχετικές έννοιες: πόσο θα κλάψει η ανθρωπότητα με τα ξεβρασμένα πτώματα των προσφύγων; Πόσο με των ανθρακωρύχων; Πόσο με των λευκών, πόσο με των έγχρωμων παιδιών; Η ταξική δόμηση της κοινωνίας συνεχίζεται και μετά θάνατον, αφού και η συνεπαγόμενη θλίψη εξαρτάται από την κοινωνική θέση, τη θέση στην ταξική πυραμίδα.
Κι εάν ο άνθρωπος τυγχάνει το μοναδικό ον που έχει τη συναίσθηση του θανάτου του, άρα και οι βαθύπλουτοι και οι πένητες του δικού τους, η αντίληψη αυτή δεν βοηθά να γίνει ο κόσμος καλύτερος. Ούτε οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου κάνουν πίσω, επ’ ωφελεία της γενικευμένης ανθρώπινης ευημερίας, ούτε όμως και οι προλετάριοι εξεγείρονται.
«…την ίδια την επανάσταση δεν πρέπει να τη φανταζόμαστε σαν μία και μόνη πράξη (… ) αλλά σαν μια σειρά γοργών εναλλαγών, ισχυρών ή ασθενικών εκρήξεων με περιόδους μικρής ή μεγάλης ηρεμίας», έλεγε ο Βλαντιμίρ Λένιν (Τι να κάνουμε). Αν τούτη η γνώση γινόταν η παντιέρα των φτωχών, αν γινόταν η ενοποιητική τους ζύμη και με τούτη καθόριζαν τη γενική τους συμπεριφορά στην καθημερινή ζωή, δεν είναι μόνο ότι θα ζούσαμε όλ@ καλύτερα. Θα ζούσαμε, πρωτίστως, περισσότερο. Δίχως, μάταιες, αναρωτήσεις ποιος έχει σειρά να αποδημήσει σε τόπο χλοερό.
Για τούτο, το βασικότερο, αλλά και για άλλα, χρειάζεται η δυναμική της Αριστεράς.
Κατέ Καζάντη