Ολ@, οι μαρξικώς σκεπτόμεν@, κατανοούν και συνομολογούν πως δίκαιο δεν είναι παρά η θέληση της αστικής τάξης που ανυψώθηκε σε νόμο. Όπως, επίσης, κατανοούν και συνομολογούν πως δικαιοσύνη αποσπασμένη από την υλική της βάση, τις συνθήκες της ύπαρξης των ανθρώπων δηλαδή, είναι κενό γράμμα. Όπως και ότι κάθε νομοθετικό πλαίσιο δεν νομιμοποιείται από την ηθική του βάση, αλλά αποτελεί κατασκευή –ενίοτε πέραν της ηθικής- που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες.
Κοντολογίς, δεν είναι μόνο παντελώς άνισοι οι άνθρωποι απέναντι στο νόμο, δεν είναι μόνο που η δικαιοσύνη έχει δυο μάτια ορθάνοιχτα, είναι που κόβεται και ράβεται στα μέτρα που κάθε φορά συμφέρουν τους επικυρίαρχους. Και χρησιμεύει ως ιδεολογικός μηχανισμός, ως μηχανισμός προπαγάνδας αλλά και καταστολής, αφού συχνάκις απαγορεύει εκείνα ακριβώς που οι από κάτω χρειάζονται για να άρουν τις εξαρτήσεις τους –π.χ. απεργίες, διαδηλώσεις κ.ο.κ. Αποτελεί δε, πάντα μα πάντα, την κορωνίδα των πολιτικών δράσεων, αφού περνιέται στο λαό ως δήθεν δημοκρατικότητα με όλα τα κομφόρ.
Στις αστικές δημοκρατίες, σαν τις σημερινές ευρωπαϊκές, τα εθνικά δίκαια πολλές φορές ξεπερνιούνται από τους λεγόμενους θεσμούς. Τις Ανεξάρτητες Αρχές, ας πούμε: όργανα μη κυβερνητικά, υπεράνω των κυβερνήσεων δηλαδή, με μέλη που διαθέτουν ασυμβίβαστα και ασυλίες, με διοικητική ανεξαρτησία και άλλα παρόμοια. Δουλειά τους είναι να ελέγχουν, να γνωμοδοτούν ή και να επιβάλλουν, τρόπον τινά, κανόνες και, φυσικά, πολιτικές.
Η περιβόητη ενδοδιοικητική ανεξαρτησία των Αρχών είναι, μάλλον, φληνάφημα: πρόκειται για δημιούργημα της, τάχατε, κοινωνίας των πολιτών, που προϋποθέτει, όταν δεν τη δημιουργεί, κρίση εμπιστοσύνης στην πολιτική. Φτιάχνονται από τα πάνω, από τους από πάνω, δίχως ερείσματα στο λαό και υπηρετούν την αστική νομιμότητα της οποίας η δημοκρατικότητα αμφισβητείται. Ταξική υπόθεση, μέχρι τα μπούνια, ουδόλως, ας πούμε, νοιάστηκαν, την εποχή των μνημονίων, για τη φτώχεια και την εξαθλίωση του ελληνικού λαού, όπως και τώρα ουδόλως νοιάζονται για το ξεχαρβάλωμα του ΕΣΥ ή της δημόσιας εκπαίδευσης.
Αλλά η πικρή αλήθεια είναι μία: δεν έχουμε τίποτα μα τίποτα, κανένα μα κανένα άλλο θεσμό, μόρφωμα κ.ο.κ. για να τις αντικαταστήσουμε -παρά μόνο τη ριζοσπαστική αυτοοργάνωση των από κάτω, μια ουτοπική προς ώρας ιστορία.
Έτσι, οι Ανεξάρτητες αυτές Αρχές, τις στιγμές εκείνες που δεν αποτελούν το ένα χέρι που νίβει το πρόσωπο της αστικής τάξης, είναι μια κάποια λύση. Όπως τώρα, με την υπόθεση Ντογιάκου. Που όχι μόνο αμφισβητεί την, από το Σύνταγμα εκπορευόμενη, ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ αλλά απειλεί κιόλας μέλη της για ενδεχόμενη άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον τους.
Αλλά ο Ντογιάκος δεν είναι ο ρόλος του μοναχά. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου είναι καταρχάς πολιτικό ον, ντούρος δεξιός, που παραιτήθηκε εκκωφαντικά από τη Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων διότι διαφώνησε για την –ευνοϊκή- στάση της στην υπόθεση της απεργίας πείνας και δίψας του Δ. Κουφοντίνα. Είναι, επίσης, η απόδειξη πως η δικαιοσύνη είναι και ταξική και καταφανώς μεροληπτική. Και, προφανώς, μια εντελώς πολιτική υπόθεση.
Διότι είναι πολλές οι αντιλαϊκές αποφάσεις του Αρείου Πάγου οι οποίες εφαρμόζονται. Και αρκετές οι φιλολαϊκές, όπως οι μνημονιακές περικοπές μισθών που κρίθηκαν παράνομες, οι οποίες δεν εφαρμόζονται ποτέ. Και άλλες τόσες οι ανεκτέλεστες δικαστικές αποφάσεις για εργατικές αποζημιώσεις, επί παραδείγματι, οι οποίες ουδέποτε φτάνουν στ@ εργαζόμεν@, αφού ένα πολυδαίδαλο νομοθετικό πλαίσιο δημιουργήθηκε μοναχά για να διευκολύνει την εργοδοσία.
Στην παρούσα συγκυρία, η αγωνία της δεξιάς είναι να –προλάβει να- επιβάλει μια ιδιότυπη ηγεμονία σε ολόκληρη τη σφαίρα του κοινωνικού.
Το σκάνδαλο των υποκλοπών είναι ένα από τα πολλά σκάνδαλα του καπιταλισμού, όχι ίσως μεγαλύτερο από την επιβαλλόμενη φτώχεια, πρώτο και βασικό παράγοντα ανελευθερίας. Είναι ωστόσο εκείνο που, ιδεολογικά, ακουμπά την ψυχή της δημοκρατίας. Πλατωνικά και φαντασιακά, έστω, ακουμπά την ιδέα της ελευθερίας οι πολίτες να κινούνται ανεμπόδιστα, δίχως «μεγάλο αδελφό» στο κατόπι τους.
Και είναι αρκούντως μεγάλο ώστε εξαιτίας αυτού ο πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, οφείλει να αναλάβει την ευθύνη και να παραιτηθεί. Και να προκηρύξει, επιτέλους, εκλογές.
Κατέ Καζάντη