Η γεννεαλογία της βίας κατά των γυναικών εκκινεί από τον κοινωνικό τους ρόλο: από τον επικαθορισμό που επιβάλλει ο τρέχων πολιτισμός προκρίνοντας τη δήθεν «αυθεντία» της φύσης, η οποία επικεντρώνει στη βιολογία και αγνοεί τη διάνοια. Η γενική πεποίθηση, πως είναι φυσικό φαινόμενο να υπάρχουν εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενες και πως η υπακοή είναι γενικώς οφειλόμενη από τα μέλη της κοινότητας για την ίδια τη ύπαρξη του πολιτισμού, καθιστά τις θηλυκότητες περισσότερο ευάλωτες. Διότι, πώς να τολμήσεις να αρνηθείς στον μπρατσαρά, τον δυνατότερο; Σε συνθήκες πατριαρχίας, η οικογένεια λειτουργεί όπως οι κοινωνίες. Οι σχέσεις εκμετάλλευσης, το δίπολο εργοδότη/ψωμοδότη/δυνάστη και προλετάριου αναπαράγονται μέσω των δύο φύλων και επιστρέφουν, σε ένα φαύλο κύκλο, από τις κλειστές πόρτες της οικογένειας στο σύνολο. Για να ξαναγυρίσουν, ως συλλογική, «κοινή γνώμη», στο σπίτι.
Το χέρι που σκοτώνει ασκεί δικαίωμα. Το οποίο του δίνεται μέσα από τις βεβαιότητες της εξουσίας που μπορεί να ασκήσει, αφού τα σερνικά δεν είναι απλώς οι από πάνω αλλά και αξίζουν να είναι. Η αυθεντία του «πατέρα» παραμένει κυρίαρχη από την ώρα που οι υψηλές αμοιβές και οι ευκαιρίες καριέρας αποτελούν ανδρικά προνόμια. Μαζί με την ποινικοποίηση της γυναικείας σεξουαλικότητας, τον υποβιβασμό της σε αναπαραγωγικό μηχανισμό και τη χειραγώγηση μέσω της μητρότητας -αλησμόνητο το «θυσιάστηκα για τα παιδί μου»- διαμορφώνουν ακόμα συνειδήσεις. Η γυναίκα – τσούλα με τους γκόμενους αξίζει να τιμωρηθεί, ενώ ο πολυγαμικός ανήρ είναι αξίζει να συγχωρείται, όταν δεν εγκωμιάζεται για τις επιδόσεις του. Η θεωρία της «αξίας», η διαβάθμιση δηλαδή των ανθρώπων, ένας ολωσδιόλου ρατσιστικός μηχανισμός είναι εδώ. Καταπιέζει και δολοφονεί.
Οι γυναίκες δολοφονούνται επειδή είναι γυναίκες. Μόνο γι’ αυτό, για κανέναν άλλο λόγο. Δολοφονούνται διότι το μοντέλο που επιφυλάσσει η κοινωνία για τις θηλυκότητες, αυτό της Παναγιάς της Παρθένας, της γλυκομίλητης, της υποτακτικής, δεν ακολουθείται. Στο ανδρικό φαντασιακό, η ατιμωτική παρέκβαση δεν συγχωρείται. Η εγωική συγκρότηση του πατριάρχη αντιδρά. Και παίρνει τ’ όπλο του.
Το αυταρχικό κράτος έδινε τον τόνο για χρόνια δια των ιδεολογικών και κατασταλτικών του μηχανισμών –ΜΜΕ, εκκλησία, αστυνομία. Μόλις χθεσινά τα πηχυαία «Τον τύφλωσε ο έρωτας», «Θόλωσε από ζήλια» και τ΄ άλλα παρόμοια ηχηρά. Μόλις χθεσινή η ψαλμωδία για την «ωραιότητα της παρθενίας σου», μόλις χθεσινή η οικονομική εξάρτηση. Και εντελώς σημερινή η τυποποίηση.
Μια κοινωνία, λοιπόν, που αρνείται να αντιμετωπίσει τον αυταρχισμό που επιβάλλει μέσω των στερεοτύπων της, αρνείται να ψηλαφήσει τη δολοφονική εκδοχή της. Και διαιωνίζει τα «οικογενειακά εγκλήματα», αφού η οικογένεια αναπαράγει την ίδια, ρατσιστική, κοινωνική δομή.
Η άρνηση της ενοχής του καπιταλιστικά και πατριαρχικά διαμορφωμένου κόσμου μας για κάθε γυναικοκτονία δεν είναι, προφανώς, τυχαία. Είναι η άρνησή του να αλλάξει δομικά. Η άρνηση να παραδεχτεί ότι η υπακοή στον αφέντη/άντρα/σύζυγο/εργοδότη στην οποία καλεί τα μέλη του, ως στοιχείο συναίνεσης για τον πολιτισμό του, είναι ο προθάλαμος του φονικού. Η άρνηση να δει το θανατικό στο οποίο οδηγούν οι εξουσιαστικές και εκμεταλλευτικές σχέσεις κάθε λογής.
Για την Ελλάδα και την κυβέρνησή της, η άρνηση της νομικής αναγνώρισης του όρου γυναικοκτονία, η άρνηση δηλαδή να διατυπώσει δημόσια κι επίσημα το αυτονόητο, πως γυναίκες δολοφονούνται μοναχά επειδή είναι γυναίκες, δεν είναι, απλώς, ντροπιαστική. Είναι, εν τέλει, εγκληματική.
Κατέ Καζάντη