Όταν καμιά/νεις φέρνει στο νου της την έννοια της Παιδείας και των ανθρώπων που μετέχουν σ’ αυτήν, εκείνο που, ακόμα, έρχεται συνειρμικά, είναι η εικόνα ανθρώπων απαλλαγμένων από τις υλικές εξαρτήσεις. Ανθρώπων ενάρετων, στους οποίους ο τρυφηλός βίος ουδεμία γοητεία ασκεί, με ψυχές αλληλέγγυες σε κάθε κατατρεγμένο ον. Ανθρώπων των οποίων οι ζωές αφιερώθηκαν στις τέχνες και τα γράμματα ή στην εξέλιξη της επιστήμης, ανθρώπων στην ηθική των οποίων το κοινό καλό εξαφάνιζε κάθε ιδιοτέλεια και ατομικισμό.
Αυτοί οι άνθρωποι, ποιητές κατά κυριολεξία, άλλοτε κοινωνικά ενσυνείδητοι και ενεργοί επαναστάτες κι άλλοτε επαναστάτες απλώς με το υπόδειγμα του βίου τους, ουδέποτε πλούτισαν. Απεναντίας. Έζησαν τις ζωές τους επικούρεια, περιφρονώντας τα πολλά και αντιδρώντας στη συσσώρευση, η οποία εμπεριέχει, έτσι κι αλλιώς, τις σχέσεις εκμετάλλευσης.
Αυτοί οι άνθρωποι, τις περισσότερες φορές –διότι διατρίβουν μεταξύ τους κι άλλοι «άριστα πεπαιδευμένοι» που το απατηλό θάμπος του πλούτου τους τυφλώνει-, κατανοούν ότι ο μεγάλος, ο πολύ μεγάλος πλούτος, είναι εγγενώς αιμοσταγής.
Διότι εκείνες κι εκείνοι που τον σωρεύουν ούτε που διανοούνται πως τούτος αποτελεί κοινωνικό, συλλογικό προϊόν, μπορούν, οπότε, να φέρονται με την ύψιστη εγωικότητα. Και να πατούν, κοινώς και κυριολεκτικώς, επί πτωμάτων.
Το ελληνικό υπόδειγμα δεν διαφέρει και πολύ από το δυτικό παγκόσμιο, αφού κληροδοτήσαμε στον πολιτισμό όχι μοναχά τη δόξα του Περικλέους επί παραδείγματι, του Πουλαντζά ή του Σεφέρη, αλλά κι εκείνη των καραβοκύρηδων που πρόκοψαν κι έγιναν ινδάλματα. Τι συνεισέφεραν τούτοι στη γενική κουλτούρα όσο υπήρξαν στη ζωή, είναι υπό συζήτηση. Εκείνο που, περίπου καλά, γνωρίζουμε είναι πώς αποκτήθηκε ο πλούτος τους. Με ποιες συμμαχίες. Υπό ποίες συνθήκες. Και, το κυριότερο, με ποιους κώδικες ηθικές.
Ξέρουμε, ας πούμε, τι έπραξαν στη Χούντα οι Έλληνες μεγιστάνες; Πώς μοιράστηκαν στα μεγάλα ονόματα τα διυλιστήρια; Πώς ήταν οι μεταξύ τους σχέσεις; Τα αλισβερίσια και τα φονικά; Και, προπαντός, τις «ευαισθησίες» τους προς το λαό, όταν καλούνταν να διαλέξουν μεριά;
Πώς, επίσης, έφτασαν τούτοι οι άνθρωποι να συμβολίζουν, με ονοματεπώνυμα, ιδρύματα «πολιτισμού», είναι μια ακόμα γνωστή, καπιταλιστική, ιστορία; Που δεν συμπεριλαμβάνει μοναχά τις φοροαπαλλαγές. Είναι κομμάτι του επεκτατισμού του κεφαλαίου, το οποίο, αδηφάγα, επιθυμεί να ελέγχει τα πάντα: να ορίζει τι είναι τέχνη, να εκδιώκει τα ενοχλητικά δημιουργήματα, να κατευνάζει το πόπολο -το οποίο, δέον είναι επιπλέον να του χρωστά και χάρη.
Να ελέγχει την Παιδεία, καταστέλλοντας την παιδαγωγική ελευθερία, είναι από τα πρωτεύοντα. Ποια και ποιος θα αποτολμήσει, εντός της σχολικής αίθουσας, να μιλήσει για τον τρόπο που λειτουργεί ο καπιταλισμός; Ποια και ποιος θα αποτολμήσει να ψελλίσει, έστω, το παραμικρό για το πολύ, μα πολύ, πρόσφατο παρελθόν τον τάχατε ευεργετών; Πώς να ασκήσει κριτική στο βίο τους, χωρίς να κινδυνεύσει;
Η λογοκρισία, που ήδη έχει επιβληθεί, απαγορεύει στο δημόσιο λόγο τις «κακές» λέξεις: καπιταλισμός, κεφάλαιο, ταξική διαστρωμάτωση, ιμπεριαλισμός κ.ο.κ. εξοβελίστηκαν ως ντεμοντέ και, κυρίως, ως βαθύτατα επικίνδυνες.
Η εκπαίδευση, ακολουθώντας την πολιτική οπισθοδρόμηση, επιχειρεί το μεγάλο ξέπλυμα, εκεί που ούτε η τέχνη τα καταφέρνει: συμμορφώνει παιδιόθεν. Εκτός λοιπόν από τα καλλιτεχνικά «ιδρύματα», φτιάχνει και σχολεία. Που τα ονοματίζει ως άριστα, θέτοντας ταυτόχρονα και τα κριτήρια της αριστείας. Τα οποία δεν είναι άλλα παρά οι βαθμίδες της γονυκλισίας –όσο περισσότερες τόσο καλύτερα.
Έτσι, τα 22 Ωνάσεια Σχολεία που ιδρύει η κυβέρνηση της Δεξιάς δεν είναι παρά είναι η εκχώρηση του δημόσιου αγαθού, και της ελευθερίας, στον ανάδοχο – βαθύπλουτο. Σ’ αυτά, οι μαθητές θα επιλέγονται, πέραν των εξετάσεων που θα δίνονται και των «τεστ δεξιοτήτων», και με προφορική συνέντευξη για την «αξιολόγηση της προσωπικότητάς τους». Με προφανή, εννοείται, κριτήρια.
Ο Έλον Μασκ κατοικεί εδώ. Όπου «το ολοκληρωτικό που επέρχεται δεν θα είναι παρά το προηγούμενο αστικό, απλώς χωρίς τις αναστολές του» (Μαξ Χορκχάιμερ)
Κατέ Καζάντη