Pluralitas non est ponenda sine necessitate: για τον Γουλιέλμο του Όκαμ, τον φραγκισκανό μοναχό, τον Άγγλο φιλόσοφο της Λογικής, από τις διάφορες αναλυτικές θεωρίες ορθότερη είναι η απλούστερη. Σύμφωνα δε με το άνωθεν, οι προσαυξήσεις δεν χρειάζονται, παρά μονάχα σε εξαιρετικά έκτακτες περιπτώσεις. Ως εκ τούτου, είναι μάλλον αντιεπιστημονικό να προβαίνει καμιά/νείς σε υπερβολικά πολλές εικασίες, διότι, κατά το γνωστό, όταν ακούει καλπασμό κινδυνεύει να σκέφτεται τη ζέβρα κι όχι τ’ άλογο, κι ας βρίσκεται στο θεσσαλικό κάμπο.
Η θεωρία του, που αποκαλείται επίσης και αρχή της οικονομίας, ονομάστηκε Ξυράφι του Όκαμ. Αποτέλεσε τη βάση της σύγχρονης επιστήμης, περιορίζοντας τα ευφάνταστα σενάρια και διαχωρίζοντας τη μεταφυσική από τη φυσική, τον εμπειρισμό από τον υποκειμενισμό, τη συνωμοσιολογία από την ιστορική αλληλουχία των γεγονότων.
Στην πολιτική ανάλυση, η λεπίδα του Όκαμ κρίνεται απολύτως απαραίτητη: κυρίως διότι, τις περισσότερες φορές, οι υλικοί όροι, που εξηγούν τις κινήσεις των μαζών και των προσώπων, όπως και τις ιδεολογικές διολισθήσεις τους, εγκαταλείπονται. Και αντικαθίστανται από χοντροκομμένες ηθικολογικές αιτιάσεις. Ή μυθολογίες κατασκοπίας, εξωτερικών εχθρών και διαφόρων άλλων ηχηρών.
Στη μικρή ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ, παραδείγματος χάριν, του κόμματος που έφτασε να κυβερνήσει τη χώρα για να βρεθεί καθημαγμένο από έναν, κατά το κοινώς λεγόμενο, «περαστικό», άνθρωπο που ουδέποτε είχε την παραμικρή σχέση με τις ιδέες της Αριστεράς, οι εξηγήσεις πόρρω απέχουν από τις θεωρίες του «εξωτερικού εχθρού».
Ο Στέφανος Κασσελάκης, ο αυτοαποκαλούμενος Στέφανος της Ελλάδας, δεν ήρθε κατάσκοπος εξ Αμερικής για να διαλύσει την Αριστερά, ούτε εστάλη από επιχειρηματικά λόμπι για να εντάξει στο σύστημα τους ανυπότακτους. Η τελεολογία του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει πως το σύνολο των πολιτικών, από το συνέδριο του 2016 και μετά, συνηγορούσαν στο παρόν αποτέλεσμα.
Σε έναν, δηλαδή, λάκκο που σκάφτηκε με συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις και στον οποίο έπεσαν μέσα και εκείνοι/ες που τον έσκαψαν. Η εγελειανή πανουργία του θεού –της μοίρας, της ιστορίας κ.ο.κ.- διά της οποίας οι άνθρωποι μπορεί να πράττουν μεν σύμφωνα με τα συμφέροντα τους, αλλά τα αποτελέσματα των πράξεών τους διαφέρουν ριζικά από τους στόχους τους, είναι εδώ.
Το εμβληματικό, λοιπόν, συμβάν, το οποίο και σηματοδοτεί την αρχή της διολίσθησης, υπήρξε το συνέδριο του 2016: με επίδικο τον αριθμό των μελών της Κεντρικής Επιτροπής και τη συμμετοχή των βουλευτών σ’ αυτήν, ο Αλέξης Τσίπρας εισηγήθηκε τη μείωση των μελών από 201 σε 151. Επίσης, και για ευνόητους λόγους ελέγχου, την εξαίρεση των βουλευτών από το 25% των κυβερνητικών στελεχών που θα μετείχαν. Το σώμα καταψήφισε την εισήγηση, θεωρώντας την μεροληπτική υπέρ των βουλευτών. Επέσυρε όμως τον εκνευρισμό του προέδρου: «Ψηφίσατε ενάντια στην εισήγησή μου! Πάσο, αλλά να καταλαβαίνετε τι ψηφίζετε», είπε και καταγράφηκε στην ιστορία ως η πρώτη δημόσια και απροκάλυπτη χειραγώγηση της βάσης.
Ταυτοχρόνως, στην ιστορία καταγράφηκε και η φοβική, χλιαρότατη αντίδραση της λεγόμενης εσωκομματικής αντιπολίτευσης των τότε «53» οι οποίοι δεν επέλεξαν, βροντοφωνάζοντας τη διαφωνία τους, να αποτελέσουν ανάχωμα στο προεδρικό πραξικόπημα. Τουναντίον. Διάλεξαν να κάμουν τα πικρά γλυκά και να συμβιβαστούν αμαχητί. Την τιμή των μελών προσπάθησε να διασώσει νεαρός, μέλος της Νεολαίας του κόμματος, ο οποίος κατόπιν αποχώρησε. Εις μάτην.
Αφήνοντας, όμως, κατά μέρος τις λανθασμένες αναγνώσεις και τα τυχόν ολισθήματα της περιόδου της διακυβέρνησης, σε μια τω όντι εξαιρετικά δύσκολη ιστορική συνθήκη, η οποία επέφερε, έτσι κι αλλιώς, συστημικές ενσωματώσεις, η μεγάλη κατρακύλα ξεκίνησε μετά την ήττα των εκλογών του 2019. Μια «ήττα», όμως, που κατέγραψε δυνάμεις 31,8%, ποσοστό που ακόμα τοποθετούσε τον ΣΥΡΙΖΑ στην αξιωματική αντιπολίτευση, τουτέστιν υποψήφια επόμενη κυβέρνηση. Και στη θέση του μεγαλύτερου αριστερού κόμματος στην Ευρώπη.
Όμως, τούτο ακριβώς το πλεονέκτημα, της αριστεροσύνης, που εκφράζει και εκπροσωπεί τους από κάτω, με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ συσπείρωσε και ανθρώπους μη αριστερούς, διαβάστηκε ανάποδα, ως μειονέκτημα. Και πριν αλέκτωρα φωνήσαι, ο Αλέξης Τσίπρας απαρνήθηκε και μια και δυο και τρεις και πάμπολλες φορές τον ριζοσπαστισμό του. Αρχικά, οι δηλώσεις για τις παλιές φιλίες που χρειάζονταν ανανέωση. Μαζί, η απάλειψη λέξεων – κλειδιά από τις ομιλίες του και η ενσωμάτωση νέων, συστημικότερων -αξιοκρατίες, βιογραφικά κ.λπ. Και, φυσικά, η στροφή από το «εμείς» στο «εγώ», επιλογή που βασίστηκε στη, λανθασμένη και μειωτική για το λαό, άποψη ότι οι μάζες θέλουν ηγέτες, όχι ιδέες.
Κορωνίδα της μεταλλαγής, το μεγάλο άνοιγμα στον λεγόμενο «προοδευτικό χώρο». Η αλλαγή του ονόματος από ΣΥΡΙΖΑ σε ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, δίχως να συγκληθεί Συνέδριο που θα λάμβανε, ή δεν θα λάμβανε, σχετική απόφαση, υπήρξε θεσμικό ατόπημα, πραξικοπηματική πράξη άνευ προηγουμένου. Η δε συγκρότηση της ΚΕΑ (Κεντρική Επιτροπή Ανασυγκρότησης) με τις κοπτάτσιες –διορισμούς- των διαφόρων «αριστήνδην», ενταφίασε τις δημοκρατικές διαδικασίες.
Οι «παλιοί σύντροφοι», του λεγόμενου 3%, μετατράπηκαν, αίφνης, σε βαρίδια. Που κρατούσαν το κόμμα στο βυθό, με δήθεν κλειστές τις πόρτες σε νέα μέλη και άλλα ηχηρά παρόμοια. Η ηθικολογία, με τους υπονομευτές και τους εσωτερικούς «προδότες», οι επιθέσεις από τα διάφορα προφίλ του διαδικτύου, η τακτική να μετονομάζονται, τεχνηέντως, οι ιδεολογικές τάσεις «μηχανισμοί», είχε ήδη αρχίσει.
Η εσωκομματική αντιπολίτευση των 53 και αργότερα της Ομπρέλας, ψέλλιζε, δίχως να τολμά συγκρούσεις και δίχως ισχυρή δυναμική. Οι της λεγόμενης ομάδας των Έξι συν Έξι στοιχίζονταν ολοφάνερα και δίχως την παραμικρή, δημόσια τουλάχιστον, κριτική πίσω από τον πρόεδρο Τσίπρα. Γραμματέας του κόμματος εξάλλου ήταν ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, εκπρόσωπος Τύπου ο Αλέξης Χαρίτσης κι αργότερα ο Νάσος Ηλιόπουλος.
Τελειωτικό χτύπημα της μετάλλαξης, η αιφνιδιαστική πρόταση Τσίπρα για εκλογή προέδρου και Κεντρικής Επιτροπής από τη βάση. Καινοφανής ιδέα; Διόλου! Η δοκιμασμένη και λαοπλάνα πρακτική της υποτιθέμενης συμμετοχικής δημοκρατίας, η οποία όμως, αντί της διαρκούς συμμετοχής, ευνοεί την μονοπρόσωπη ανάθεση, είχε ήδη εισέλθει στην πολιτική ζωή από τον Γ.Α.Παπανδρέου.
Έτσι, αντί, μέσα στην πανδημία, ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ, να αντιπολιτεύεται την Ν.Δ., στροβιλίστηκε στην εσωστρέφεια, για να εκλέξει ξανά πρόεδρο τον, σημειωτέον, μοναδικό, άρα αδιαφιλονίκητο νικητή, υποψήφιο, Αλέξη Τσίπρα. Η πρόταση επικυρώθηκε στο 3ο Συνέδριο, 14 -17 Απριλίου, με τη μειοψηφία να καταγράφει ένα ισχνό 25,8% έναντι του 73,5% της πλειοψηφίας. Η οποία πλειοψηφία συμπεριλάμβανε όλους/ες τους μετέπειτα δήθεν υπονομευτές και υπονομεύτριες, αφού οι «Έξι συν Έξι» στήριξαν με κάθε τρόπο την πρόταση Τσίπρα.
Έτσι, το κόμμα, από τον γκραμσιανό, οργανικό, συλλογικό διανοούμενο, που συνδιαμορφώνει με το κοινωνικό σώμα την κίνηση της ιστορίας, γίνεται άθυρμα μιας κουλτούρας που χωράει, με το πρόσχημα της «αδιαμεσολάβητης» εκλογής από τη βάση, πολλά, μάλλον αντιδραστικά: την προσωπολατρία, τον αρχηγισμό, την ευκαιριακή σχέση με τις ιδέες κ.ο.κ.
Η επένδυση εξάλλου στο λάιφ στάιλ, με περσόνες τύπου Τσαπανίδου –επιλογή άκρως συστημική, σε μιαν κομβική πολιτική θέση-, Θρασκιά, Λινού κ.ο.κ., δίχως το παραμικρό ιδεολογικό υπόβαθρο, σ’ αυτή τη νέα λογική εντάσσονται. Όπως προηγουμένως και η «διεύρυνση» με φθαρμένο πολιτικό προσωπικό –Αντώναρος κ.λπ. Όπως και η στροφή από τον κόσμο της εργασίας και των κινημάτων, στα «βαριά βιογραφικά» και στην «αριστεία», απότοκα μιας ταξικής κοινωνίας, την οποία υποτίθεται οφείλει να αντιμάχεται κάθε αριστερός/ή.
Κι ενώ η κοινωνία γίνεται ολοένα και πιο ταξική, η ταξική ανάλυση και η πολιτική απεύθυνση εγκαταλείπεται, ως “ντεμοντέ”. Άνοιγμα στη μεταπολιτική; Προφανώς. Διόλου πρωτότυπο, αφού στας Ευρώπας ήδη ακμάζει.
Η έλευση του Στέφανου Κασσελάκη, σε μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών, φαινόταν μια κάποια λύση. Με τη στήριξη του Παύλου Πολάκη, ο ένατος στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας έφερε νέο αέρα επί σκηνής. Συγκριτικό του πλεονέκτημα, η δια της σιωπής αβάντα από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα. Ο οποίος δεν έβγαλε μιλιά απέναντι στις διάφορες ευφάνταστες κατηγορίες, από το κλείδωμα του γραφείου του μέχρι τα τηλεφωνικά μηνύματα κ.ο.κ. που χτυπούσαν την υποψηφιότητα Αχτσιόγλου. Όπως δεν έβγαλε μιλιά ούτε όσο ο Στέφανος της Ελλάδας μοστράρονταν ως ο «κεχρισμένος», φυσικός του διάδοχος. Η δε στοίχιση συνεπώνυμων συγγενών (Γιώργος Τσίπρας, λόγου χάρη), ενίσχυε την άποψη ότι «τούτος εστί» ο αγαπητός του απερχόμενου.
Ο ανιματέρ εξ Αμερικής, ο ολίγον απ΄ όλα, σάρωσε. Αλλά, πιθανότατα, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν το ίδιο εάν ο Α. Τσίπρας, με μια μονάχα δήλωσή του, επανέφερε στην τάξη τον Στέφανο, κρατώντας ίσες αποστάσεις μεταξύ των υποψηφίων.
Ποιος Τσίπρας όμως; Ο ριζοσπάστης της Αριστεράς ή ο «προοδευτικός» πολιτικός, που ομνύει σε μια έννοια που χωράει τα πάντα; Ο αντισυστημικός, που επιδιώκει τον κοινωνικό μετασχηματισμό, ή ο όψιμος λάτρης της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής κανονικότητας; Ο Αλέξης στο δυάρι της Ζωοδόχου Πηγής ή ο πρώην πρωθυπουργός των γηπέδων με τους μεγαλόσχημους του χρήματος;
Και το κυριότερο: κατανοεί πως όλα τούτα, τα καινοφανή, στον ΣΥΡΙΖΑ είναι επίχειρα των πολιτικών του, βαρύνοντας τον ίδιο και τους κατά καιρούς συνοδοιπόρους του; Και αν ναι, πώς ακριβώς προτίθεται να καθαρίσει το ιστορικό του αποτύπωμα από τις σκιές που επέφερε η επί των ημερών του μετάλλαξη του μεγαλύτερου κόμματος της ευρωπαϊκής αριστεράς; Το ενδεχόμενο να κατανοήσει ότι δεν απέτυχε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, που έπεσε μαχόμενη με 31,8%, αλλά η επαμφοτερίζουσα αντιπολιτευτική του τακτική, με το συντριπτικό 17,83%, παραμένει ανοικτό.
Ό,τι και να ‘χει, πάντως, στο μυαλό του, οι εξελίξεις έδειξαν ότι πλέον αρχίζει να αφυπνίζεται. Πού, όμως, κατά το κοινώς λεγόμενο, θα κάτσει η μπίλια, εξαρτάται από το βαθμό κατανόησης της ιστορικής πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας η οποία έχει ήδη δείξει ότι όταν η Αριστερά στρέφεται στα δεξιά, στέλνει στα δεξιότερα τους ψηφοφόρους της. Και την κοινωνία ολόκληρη. Και τα πληβειακά στρώματα που –υποτίθεται πως- εκπροσωπεί. Με μια ματιά στην «ευρωπαϊκή κανονικότητα», η συνθήκη διακρίνεται ευκρινέστατα.
Όσο για τη μικρή, με όρους αιωνιότητας, παρένθεση της δυναμικής του ΣΥΡΙΖΑ, από τον οποίο, σημειωτέον, απαλείφθηκε το “Π.Σ.”, και την ισοπεδωτική εισβολή του εξ Αμερικής παράγοντα, οι ιστορικοί του μέλλοντος θα αποφανθούν όχι συνωμοσιολογικά, ούτε μεταφυσικά, αλλά επιστημονικά. Οπλισμένοι με το ξυράφι του Όκαμ.
Κατέ ΚαζάντηKAMINI