Macro

Κατέ Καζάντη: Ο Κίρκεγκορ στη Μύκονο

Για τον Δανό φιλόσοφο, Σέρεν Κίρκεγκορ, η θρησκευτική ζωή των ανθρώπων διαθέτει δύο τύπους και διακρίνεται σε δύο φάσεις: εκείνη, κατά την οποία οι άνθρωποι διακατέχονται από τη θρησκευτικότητα τύπου Α, τη θρησκευτικότητα δηλαδή της εμμένειας, αυτή που ταυτίζει τη θρησκεία με τη φιλοσοφία, και στη θρησκευτικότητα τύπου Β, τη συνώνυμη με την πίστη των χριστιανών.
 
Η παραφθορά της πίστης, ο υποβιβασμός της σε μια κοσμική υπόθεση -και όχι ένα εσωτερικό άλμα στο παράλογο, στο παράδοξο της ζωής και της ύπαρξης (Κίρκεγκορ)- αυτό που δεν μεταμορφώνει εσωτερικά τον άνθρωπο αλλά τον υποβιβάζει σε υποκείμενο–μαριονέτα, ευεπίφορο σε χειρισμούς, αυτό το φαινόμενο είναι η θρησκευτικότητα της εποχής: μια μορφή εμμένειας, υπό την έννοια της κυριαρχίας της υλικότητας, όχι όμως ως ριζικά μεταμορφωτική και απελευθερωτική από τα δεσμά της μεταφυσικής διαδικασία, αλλά ως υπαγωγή της καθημερινής ζωής σε εμπράγματους μηχανισμούς, βλέπε ΜΜΕ, που αναπαράγουν και προωθούν υπερβατικές φοβίες. Μια διαδικασία δηλαδή ό,τι πρέπει για ψυχολογική εκμετάλλευση.
 
Η εποχή μας είναι η εποχή των μεγάλων συγχύσεων. Η εποχή των ελαστικών ορίων, της έκλειψης των ιδεολογιών, της αντικατάστασης του ουμανισμού από τον ατομισμό και την ρηχή ηθική του. Η σύγχρονη θρησκευτικότητα είναι παραμορφωτική και νοθευμένη: η δεύτερη κατά Κίρκεγκορ μορφή, η χριστιανικού τύπου, εξέπεσε σε μια εξουσιαστική διαδικασία κατά την οποία η δήθεν σωτηρία της ψυχής περνά μέσα από την εκκλησία ως υλικότητα, με όλα τα συμπαρομαρτούντα –περιουσία, χρήμα, πολιτική ισχύ κ.ο.κ. Η δε τύπου Α, η εμμένεια, στέκει επίσης μακριά από κάθε ορθολογισμό. Ούτε εδώ έχουμε τη ζωή για τη ζωή. Η πίστη ανακατευθύνεται: φεύγει από την πίστη στο άφθαρτο άπειρο κι εστιάζει στο φθαρτό και το πεπερασμένο. Άνθρωποι αναγορεύονται σε μόσχους χωνευτούς, όπως το ισραηλίτικο είδωλο, οι οποίοι πανεύκολα γκρεμίζονται και αντικαθίστανται. Έτσι, τα πολιτικά υποκείμενα παύουν να υπάρχουν. Έτσι, πέφτουν οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ πολιτικού και α-πολιτικού, θρησκευτικού και α-θρησκευτικού. Έτσι, καλλίπυγα μοντέλα, πάσης φύσεως χριστιανοί, ρασοφόροι, αναλυτές κ.ο.κ., τραγουδιστές και πολιτικοί αρχηγοί συνωστίζονται πρωί πρωί στο δημόσιο βίο των ΜΜΕ, διαμορφώνοντας έναν τηλεοπτικό τραγέλαφο που αλλοτριώνει συνειδήσεις, αποκοιμίζοντας τες.
 
Οι περιφορές των εικόνων, η αγία σιαγόνα, οι κάθε λογής Παΐσιοι, το εκκλησάκι στο σπίτι που ανήκε στον τραγουδιστή Ρέμο και σκεπάστηκε με χώμα, η παρουσιάστρια που ευσεβώς δηλώνει «είμαστε όλοι χριστιανοί ορθόδοξοι», ο θυμωμένος εκπρόσωπος του ρ/σ της Εκκλησίας –σε δυο εκπομπές την ίδια μέρα, μάλιστα-, η πολιτικολογία που εστιάζει στις κάλτσες των πολιτικών, και όχι στις ιδέες τους, όλα μαζί, συνιστούν τον μοντέρνο ανορθολογισμό, βούτυρο στο παντεσπάνι των ισχυρών.
 
Αυτός ο ανορθολογισμός, συχνά πυκνά, λειτουργεί ως λίπασμα στο φασισμό. Ευνοεί τον φανατισμό. Τον ρατσισμό. Τη διανοητική ύπνωση. Την υποταγή. Την άνευ όρων παράδοση. Την υποχώρηση της πολιτικής και την έκπτωσή της σε μια θρησκευτικότητα τρίτου τύπου: αυτή που αναγνωρίζει κάθε φορά και άλλον Εκλεκτό, αναλόγως των συμφερόντων εκείνων που έχουν τη δύναμη να τον επιβάλλουν.
 
Απέναντι σ’ αυτόν τον ανορθολογισμό οφείλει να τοποθετηθεί καθεμιά και καθένας που αυτοπροσδιορίζεται ιστορικό/πολιτικό υποκείμενο.
 
Πρώτα και κύρια όσες και όσοι δηλώνουν και νιώθουν αριστερές/οι.

Κατέ Καζάντη