Όποιος, λοιπόν, μισεί τους εφησυχασμένους, εκείνους που ζουν στην “καρακοσμάρα” τους κατά πως λέει κι ο λαός, “ενώ γύρω τους οργιάζει ο ρατσισμός, ο σεξισμός και η πατριαρχία”, είναι διότι, πιθανότατα, μισούν τους ευτυχισμένους ανθρώπους. Και τούτο διότι μάλλον οι γονείς τους δεν τους αγάπησαν αρκετά ώστε να τους χαρίζουν κάθε πρωτοχρονιά το φλουρί της βασιλόπιτας. Γίνονται σαν τη Ρόζα, κι επιμένουν να φωνάζουν ενάντια σε έναν κόσμο – “κόλαση αδικίας κι εκμετάλλευσης”, αντί να γίνονται Θανασάκηδες που νοιάζονται μοναχά για το φαΐ και το κορίτσι.
Στον κόσμο του σκιτσογράφου Αρκά, τα πράγματα είναι, και παραμένουν, χονδροειδώς ξεκάθαρα: αγωνίστριες φεμινίστριες σαν τη Ρόζα, που τίθενται απέναντι στον υπάρχοντα κόσμο και προσπαθούν να τον αλλάξουν, καταγγέλλοντάς τον διαρκώς, είναι κάτι τύπισσες γραφικές και συνήθως βίαιες -όπως δείχνει σε άλλα σκίτσα. Είναι γυναίκες όχι μοναχά εκτός κανονικότητας, αλλά γυναίκες εξαμβλώματα, στο περιθώριο της ζωής των άλλων, που διασκεδάζουν, όταν δεν παρενοχλούν, τους “φυσιολογικούς” ανθρώπους. Η Ρόζα -από τη Λούξεμπουργκ, άραγε;-, είναι η φιγούρα μέσω της οποίας αναπαράγονται όλα τα στερεότυπα που επί δεκαετίες χρησιμοποιούνται για να λοιδορηθεί όποια αρθρώνει έναν αντισυμβατικό λόγο, όποια ενοχλείται και αντιτίθεται στη διαδικασία της διαρκούς εμπέδωσης της πατριαρχικής κουλτούρας. Για τον Αρκά, ακόμα και το συστημικό metoo, που τόσο στηρίχτηκε από την τηλοψία, είναι περίπου σαν να μην υπήρξε. Ούτε κουβέντα για τη μάτσο αρρενωπότητα, η δε μόνη κουβέντα για τις γυναικοκτονίες ήταν το φρικαλέο με την Ασημίνα και το βιβλίο “η συζυγοκτόνος”. Όπως, επίσης, ούτε κουβέντα για την πολιτική κατάσταση στη χώρα, κι ας υπήρξε λαλίστατος κατά τα προηγούμενα χρόνια.
Διότι ο Αρκάς είναι ένας από τους συνεπέστερους οργανικούς διανοούμενους του συστήματος. Ξέρει πότε να σωπαίνει, ξέρει πότε και πώς να ομιλεί, πότε και πώς να χρησιμοποιεί την καλλιτεχνική και ποιητική του άδεια. Ξέρει ποιες και ποιους να αμαυρώνει, ξέρει ποιες και ποιους να αθωώνει. Και χρησιμοποιεί το πνεύμα και την οξύνοιά του για την υπεράσπιση των πολιτικών του ιδεών, αυτών της κλασικής, αλλά και της μοντέρνας, δεξιάς.
Το παρόν σκίτσο δεν είναι παρά η αντεστραμμένη οπτική του γνωστού γκραμσιανού χωρίου “Μισώ τους αδιάφορους”. Κι αν η αδιαφορία για τον Αντόνιο Γκράμσι “είναι το νεκρό βάρος της Ιστορίας”, για τον Αρκά να μισείς τους εφησυχασμένους δεν είναι παρά η προέκταση της νοσηρότητας και της δυστυχίας εκείνων που μισούν τους ευτυχισμένους. Κι αν επίσης για τον Γκράμσι “η αδιαφορία είναι αβουλία, είναι παρασιτισμός, είναι δειλία, δεν είναι ζωή”, για τον Αρκά είναι απλώς ο τρόπος ύπαρξης εκείνων που αγαπήθηκαν κι εκείνων που, εξαιτίας αυτής της αγάπης, τους λάχαινε διαρκώς το φλουρί της βασιλόπιττας.
Σε ένα βαθιά εκμεταλλευτικό σύστημα, όταν μάλιστα πλασάρεται ως το μόνο δυνατό να υπάρξει, να είσαι αντι-γκραμσιανός ή αντι-λουξεμπουργκιανός, να είσαι δηλαδή Αρκάς, είναι, τω όντι, ευτύχημα. Κοιμάσαι μια χαρά, ξυπνάς μια χαρά, δεν πονοκεφαλιάζεις για τα δίκια του κοσμάκη. Και θιασώτες έχεις και το σύστημα σε αβαντάρει, να τους πολλαπλασιάζεις. Αλλά κρίνεσαι. Και αφήνεις αποτύπωμα στην Ιστορία.
Εάν, οπότε, ακολουθώντας τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, Ιστορία είναι η ιστορία της οδύνης του κόσμου, πώς θα καταγραφεί ο σκιτσογράφος σ’ αυτήν, είναι προφανές: είναι το σκοτεινό πνεύμα και η μικρόψυχη καρδιά του συστήματος που κουκουλώνει αδικίες και αναπαράγει στερεότυπα δίχως ενοχές. Και ζει ήσυχα κι ευτυχισμένα. “Φυσιολογικά”.
Κατέ Καζάντη
Πηγή: arti news