Macro

Κατέ Καζάντη: Να ξαναμιλήσουμε για τη δυστοπία της Ευρώπης

Μπροστά στο όλως απροσδόκητο της νέας, κατά Καμύ, “πανούκλας”, θα έλεγε κανείς πως στο δυτικό κόσμο η άμεση επίγνωση της θνητότητας του ανθρώπινου όντος θα έφερνε θεμελιακές αλλαγές στο, νεοφιλελεύθερο, πολιτικό παράδειγμα. Αλλά επειδή η πολιτική δράση, όπως και η αντίστοιχη οικονομική, σπάνια λαμβάνουν υπ’ όψιν μεταφυσικού τύπου ζητήματα, όπως τη ματαιότητα της ύπαρξης, άρα και του πλουτισμού, της συσσώρευσης και της εκμετάλλευσης ανθρώπων και φύσης, οι παρατηρούμενες αλλαγές στο σύνολο των χωρών της Ευρώπης ούτε πολλές είναι ούτε, απαραίτητα, μόνιμες.

Στη χώρα του πυρήνα της Ε.Ε., το Βέλγιο, στη Σουηδία, χώρα – υπόδειγμα της κατάρρευσης της σκανδιναβικού τύπου σοσιαλδημοκρατίας ή την Πορτογαλία του νότου, χώρες με πληθυσμό περίπου όσο η Ελλάδα, οι θάνατοι ξεπέρασαν τον πληθυσμό μιας κωμόπολης -πάνω από 10.000 στη κάθε μία. Αλλά τούτο δεν φαίνεται να προκαλεί το αναμενόμενο σοκ.

Οι επιθέσεις που επιφέρει η πανδημία στο βιοτικό επίπεδο των λαών, μαζί με την πολυετή παράδοση των εξουσιών των εθνικών κοινοβουλίων σε έναν αόριστα υπερεθνικό, αλλά ταξικά προσδιορισμένο στη συνείδηση των λαών, θεσμό, δεν προοιωνίζονται καμιά σπουδαία αλλαγή στις ακολουθούμενες πολιτικές. Η περιβόητη “στροφή στο κοινωνικό κράτος” μπορεί να διαβαστεί στα πλαίσια του καπιταλιστικού εκκρεμούς, της ενδυνάμωσης δηλαδή του κράτους σε περιόδους έκτακτης ανάγκης, που επιστρέφει στην νεοφιλελεύθερη κανονικότητα μόλις η “ανάγκη” παρέλθει.

Με την ταυτόχρονη διολίσθηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των ελευθεριών, που εκμηδενίζουν τη δυνατότητα των από τα κάτω αντιδράσεων, ο προσανατολισμός για την επόμενη μέρα δεν έχει διακριτό, αντίπαλο αφήγημα στο υπάρχον ηγεμονικό της νεοφιλελεύθερης συνέχειας.

Η πολιτική που ακολουθείται στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ε.Ε. είναι ενδεικτική: ενώ από τη μια ο Μακρόν διατύπωσε την ανάγκη για “χρηματοδοτικές μεταφορές σε κράτη που έχουν πληγεί περισσότερο και όχι απλά δάνεια” (Σύνοδος Κορυφής, Απρίλης 2020), χωρίς τούτο να εισακουστεί, σε άλλο τέμπο και από τον ίδιο άνθρωπο, προτείνεται και υπερψηφίζεται (Νοέμβρης 2020), με μικρές παραλλαγές από την αρχική διατύπωση, το άρθρο για τη λεγόμενη «καθολική ασφάλεια», περιορίζοντας τη μετάδοση εικόνων αστυνομικών εν ώρα υπηρεσίας. Κοντολογίς, σαφές πρόγραμμα χρηματοδότησης των κρατών μελών δεν έχει υπάρξει ακόμα, η “έκτακτη ανάγκη” όμως δίδει λαμπρές ευκαιρίες για πάσης φύσεως νομοσχέδια καταστολής. Από κοντά ακολουθεί και το ελληνικό υπόδειγμα.

Έτσι, ο κατά Χάμπερμας μεταδημοκρατικός φεντεραλισμός έχει λάβει ταξικές διαστάσεις τέτοιες που επιτρέπουν στην αντιπρόεδρο της περιφέρειας της Λομβαρδίας και πρώην δήμαρχο Μιλάνου, Λετίτσια Μοράτι, να δηλώνει ευθαρσώς πως εμβόλια κατά του κορονοϊού πρέπει να λαμβάνουν νωρίτερα οι περιφέρειες που συμβάλλουν με “πιο καθοριστικό τρόπο στο ΑΕΠ της χώρας”. Τουτέστιν, οι πλούσιοι. Κι αν η άποψη στηλιτεύτηκε στη θεωρία, η άμεση και άνετη πρόσβαση των άνω στρωμάτων -πολιτικοί, ρασοφόροι κ.ο.κ.- στην περίθαλψη πιστοποιεί πως στην πράξη δεν βρισκόμαστε μακριά από μια τέτοια, αλά Μοράτι, δυστοπία. Η ευρωπαϊκή πολιτική για τα εμβόλια, με τη σύμβαση με τη φαρμακευτική εταιρεία AstraZeneca, παρά την αναγνώριση του λάθους, είναι ενδεικτική μελλοντικών κατευθύνσεων σε πολικό και κοινωνικό επίπεδο. Η ικανότητα του καπιταλισμού εξάλλου να μεταμφιέζεται από λύκο σε αρνί και τούμπαλιν, ώστε να εξαπατά και να ηγεμονεύει, είναι μια πασίγνωστη πανουργία της ιστορίας.

Και η αριστερά; Από το ευρωπαϊκό πλαίσιο μοιάζει περίπου απούσα. Οι αναγνώσεις των διανοητών της, για το μάλλον ζοφερό μέλλον, δεν φτάνουν στη “βάση”, η οποία φαίνεται ευεπίφορη ακόμα σε αντιευρωπαϊκά, εθνικιστικά αφηγήματα. Το συμβάν του θανάτου μπορεί να εκληφθεί, μαζί με τις μειώσεις των ΑΕΠ, ως μια ακόμα ευκαιρία “δημιουργικής καταστροφής”, η δε αισιοδοξία για διαφαινόμενες αλλαγές ενδέχεται να καταλήξει σκέτος βολονταρισμός, αφού δεν συνοδεύεται, μέχρι στιγμής, από καμιά σπουδαία θεσμοθετημένη πολιτική πράξη. Κι επειδή μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν, ας αρχίσουμε, τουλάχιστον, να μιλάμε ξανά για την Ευρώπη και τις πολιτικές της. Διότι και η ελληνική κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, με όλες τις γραφικότητές της, επί της ουσίας τούτο το ένα και μοναδικό μοντέλο υπηρετεί. Όσοι απομονώνουν το ελληνικό παράδειγμα και δεν το εντάσσουν στον ευρωπαϊκό μέσο όρο της ευρωπαϊκής πολιτικής δυστοπίας, ουσιαστικά ενδυναμώνουν τις πολιτικές που αντιμάχονται, αφού παύουν να μιλούν συνολικά γι’ αυτές.

Η Ευρώπη της αλληλεγγύης, η Ευρώπη των λαών, μοιάζει σήμερα τόσο μακρινή όσο υπήρξε και στα χρόνια της μεγάλης κρίσης. Το μεγαλύτερο κόμμα της ευρωπαϊκής αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως όφειλε, δια του σ. Αλέξη Τσίπρα, φαίνεται να ξαναρχίζει την κουβέντα. Κρίνεται απαραίτητο, κυρίως για να αποφευχθούν στο, εγγύς ίσως, μέλλον οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν στις φάρσες που, συχνά, στήνει η ιστορία.

Κατέ Καζάντη

Πηγή: Independent News