Macro

Κατέ Καζάντη: Ήταν ο Ανδρέας τροτσκιστής;

Εν έτει 2017, ο πρωθυπουργός τότε Αλέξης Τσίπρας έγραψε στην εφημερίδα Documento άρθρο με τίτλο «Ήταν ο Ανδρέας ψεύτης;»* το οποίο θεωρήθηκε, και ήταν, το πρώτο μεγάλο άνοιγμα στο ΠΑΣΟΚ. Υπήρξε, τρόπον τινά, ο θεωρητικός προάγγελος της μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ από κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς, σε παράταξη, με το αμφίσημο προσωνύμιο «προοδευτική». Ως τροφή στο διάλογο, γράφτηκε τότε το παρακάτω κείμενο το οποίο προκάλεσε πάμπολλες αντιδράσεις. Αναδημοσιεύεται σήμερα, με ένα, όχι μικρό, αναστοχασμό: για τέτοιας μορφής κινήματα και παρατάξεις, και για τον κόσμο που εκπροσωπούν, η αριστερά πρέπει να νοιάζεται. Διότι για τη διαμόρφωση παροντικών ή μελλοντικών μετώπων, είναι παραπάνω από χρήσιμα. Με τη διαφορά ότι η αριστερά αντί να διαχέεται, και να χάνεται, στο χυλό, οφείλει να διαφυλάσσει τα ιδεολογικά και πολιτικά της χαρακτηριστικά. Και διαφυλάσσοντας τα, να επηρεάζει, να αφυπνίζει και να κινητοποιεί το ιστορικό υποκείμενο, τα συγκεχυμένα δηλαδή προλεταριακά στρώματα.

Ακολουθεί το κείμενο:

«Τον Σεπτέμβριο του 1938 –λέγεται πως ήταν στις 3 του μηνός-, λίγο πιο έξω απ’ το Παρίσι, διεξήχθη το ιδρυτικό συνέδριο της Τέταρτης Διεθνούς, υπό τον Λέοντα Τρότσκι, προκειμένου να υπηρετηθεί, στον αντίποδα του σταλινισμού, το πρόταγμα της διαρκούς παγκόσμιας επανάστασης για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Αν η υπόμνηση της ημέρας υπήρχε στο πίσω μέρος του μυαλού του πολυμήχανου Ανδρέα Παπανδρέου για την επιλογή της Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, είναι κάτι που η ιστορία δεν θα το μάθει ποτέ.

Ο Α. Παπανδρέου ήταν η εποχή του: χαρισματικός διότι η εποχή του ευνοούσε τους «χαρισματικούς», πρωτοπόρος διότι η εποχή του, του μεγάλου για την Ελλάδα μετασχηματισμού, υπήρξε η εποχή των πρωτοπόρων ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων για την Ευρώπη γενικώς, καταφανώς ρεφορμιστής και διόλου, μα διόλου, αριστερός, κάτι που εξάλλου δεν ευνοούσε ούτε η εποχή του (αυτή των διώξεων των αριστερών) ούτε, βέβαια, η ταξική και η πολιτική καταγωγή του. Χωρίς όμως ταυτόχρονα όλα ετούτα να μειώνουν τον ιστορικό του ρόλο.

Ο Α. Παπανδρέου πέτυχε κάμποσα, πολλά απ’ τα οποία σήμερα, στην εποχή της οπισθοδρόμησης για τα δικαιώματα λαών, φαντάζουν περίπου ριζοσπαστικά. Άλλα αυτονόητα –θα γίνονταν έτσι κι αλλιώς- και άλλα όχι. Το ΕΣΥ, το οικογενειακό δίκαιο, η αποχουντοποίηση του κράτους, η –σχετική- αναδιανομή του πλούτου είναι κάποια από αυτά. Η πολιτική του, φυσικά, επικρίθηκε από τους δεξιούς αντιπάλους του όπως επίσης και από τους νεοδεξιούς επιγόνους του: υπερχρέωσε τη χώρα, εξαιτίας των κοινωνικών παροχών και του κρατισμού. Αλλά η μερική διόγκωση του δημόσιου χρέους και ο δανεισμός εντάσσεται στην οικονομική φιλοσοφία της σοσιαλδημοκρατίας συλλήβδην. Και ο Α. Παπανδρέου δεν έκανε τίποτε περισσότερο από ό,τι οι λοιπές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις της εποχής. Συμβάδισε, δηλαδή, με τους λοιπούς σοσιαλδημοκράτες την τελευταία δεκαετία της επικυριαρχίας τους, η οποία και σταδιακά θάφτηκε υπό τα ερείπια του σοβιετικού μπλοκ. Οι μικρές ανάσες, πάντως, για τον μέσο Έλληνα, και τον μέσο Ευρωπαίο, της μεταπολεμικής, ψυχροπολεμικής εποχής, ήταν γεγονός.

Σε άλλα πάλι ο Α. Παπανδρέου μετέτρεψε το κρασί του σε σκέτο, γάργαρο νεράκι. Στις σχέσεις κράτους – εκκλησίας, επί παραδείγματι. Στην περιβόητη κρίση του 1987, με επίδικο «νόμο Τρίτση» για την εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία, ο Α. Παπανδρέου οπισθοχώρησε ιδεολογικά και πρακτικά. Και έχασε. Ενώ ο νόμος υπερψηφίστηκε –μαζί με ΚΚΕ και ΚΚΕεσωτ-, όχι μονάχα δεν εφαρμόστηκε ποτέ αλλά εν τέλει τη μεγάλη νίκη την κατήγαγε ο Σεραφείμ. Ο Τρίτσης παραιτήθηκε, ενώ στο υπ. Παιδείας τον διαδέχτηκε ο Γιώργος Παπανδρέου. Ο δε νόμος Τρίτση παραμένει φάντασμα, καθώς ακόμη δεν έχει εφαρμοστεί.

Για πολλούς, το κόμματου Α.Π., το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, κατηγοριοποιήθηκε δίπλα στα ποπουλίστικα κινήματα. Επένδυσε στην αθέατη μάζα, που δεν έβλεπε το πρόσωπό της στους λοιπούς πολιτικούς σχεδιασμούς, έβαλε στο τραπέζι χειραφετητικά προτάγματα, τα εγκατέλειψε όμως αμέσως μόλις πιέστηκε από τις κατεστημένες δυνάμεις. Αφομοίωσε δηλαδή και εμπέδωσε τον «κακό» λαϊκισμό, παραμερίζοντας τις προσδοκίες της όντως λαϊκής του βάσης και διαρρηγνύοντας το «συμβόλαιο με τον λαό». Στο εσωτερικό θριάμβευε, λενινιστικώ αλλά και σταλινικώ τω τρόπω. Με τις διαδοχικές εκκαθαρίσεις – διαγραφές, κυρίως στελεχών – μελών με σταθερό αριστερό προσανατολισμό, έγινε ο απόλυτος κυρίαρχος του, πολλά υποσχόμενου, κόμματός του. Τα πάντα δε διυλίζονταν από την «τρόικα»: μονάς εν τη τριάδι, Γεννηματάς, Λαλιώτης, Τσοχατζόπουλος έγιναν το σιδηρούν χέρι κόμματος και κυβέρνησης, ενώ σταδιακά απαξιώνονταν θεσμοί και καταστατικά. Οι συλλογικές αποφάσεις και οι διαδικασίες από τη βάση πέρασαν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Αλλά ο Ανδρέας Παπανδρέου διείδε πως θα γράψει ιστορία εκμεταλλευόμενος της συνθήκες της εποχής. Ό,τι κατάφερε δεν ήταν μόνο υπόθεση των πολιτικών επιθυμιών του, αλλά, κυρίως, αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών του συμμαχιών. Κι επειδή «σοσιαλισμός δεν γίνεται σε μία μόνο χώρα», ως ένα ανθρωπολογικό είδος ιδιότυπου τροτσκιστή, πέτυχε –αν πέτυχε, ό,τι πέτυχε- για τον λαό διότι το ιστορικό φόντο της σοσιαλδημοκρατικής Ευρώπης, οποίος και έδινε τη δυνατότητα πολλαπλών συμμαχιών, τον ευνόησε πέρα για πέρα. Μόλις όμως άλλαξε η ιστορική συνθήκη, από το «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα» πέρασε στην εποχή της λιτότητας. Το κόμμα του, τέκνο της εποχής του, διολίσθησε επίσης. Και έγινε το ίδιο συστημικό κατεστημένο, αποκαθιστώντας τάχιστα τις σχέσεις με τη μεγαλοαστική τάξη.

Για τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα, με όλα τα ρηξικέλευθά του, ήταν μια όλως άλλη, ενίοτε και αντιθετική περίπτωση».

Κατέ Καζάντη