«…Είχαν όλοι τους κάτι κοινό: ήταν φτωχοί. Φτωχοί, νικημένοι από τη ζωή και χαμένοι για πάντα. Ήταν οι απροσάρμοστοι, τα κατακάθια, αυτοί που η κοινωνία της αφθονίας είχε αγνοήσει…» (Σίντνεϊ Σέλντον, «Οργή αγγέλων», 1980)
Στην εποχή της ευρωπαϊκής σχάσης σε χώρες πρώτης, δεύτερης, τρίτης κ.ο.κ. ταχύτητας, εκεί όπου η πονηρή οριενταλιστική αφήγηση δημιουργεί ψευδείς, ενοχικές συνειδήσεις, η εικόνα για την κατάσταση της εργατικής τάξης δημιουργείται από στερεοτυπικές, αναληθείς αναπαραγωγές. Θεωρείται, λοιπόν, πως στις λεγόμενες «κανονικές» ευρωπαϊκές χώρες ο κόσμος της εργασίας δύναται να εκληφθεί ως μια, τρόπον τινά, αριστοκρατία, τάξη εν τη τάξει, η οποία και απολαμβάνει διάφορα προνόμια.
Η άποψη αυτή, πριμοδοτούμενη από το βαθύ σύστημα, εξυπηρετεί μονάχα το φαντασιακό: βασίζεται στο δόγμα-αφήγημα πως οι φτωχοί πρέπει να έχουν την προσδοκία ότι οι ίδιοι ή τα παιδιά τους θα ανέλθουν κοινωνικά εάν ακολουθήσουν τα τρέχοντα υποδείγματα μιας καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, η οποία, τάχα, δεν έφτασε στον τόπο τους. Όμως, στις χώρες του βιομηχανικού Βορρά, με τα εργοστάσια να κλείνουν ή να αλλάζουν χώρα, οι λαοί έχουν ήδη εξαθλιωθεί. Η κατάσταση στη Γαλλία, η στο όριο της επισιτιστικής κρίσης Βρετανία, ακόμα και η κραταιά -κραταιά για ποι@ άραγε;- Γερμανία, παράδεισος των «μίνι τζομπς», δείχνουν πως ο συσχετισμός δυνάμεων επιδεινώνεται, σε βάρος, εννοείται, των εργατών/τριών. Τον Μάρτιο του 2022, από τους περίπου 7,16 εκατομμύρια Γερμανούς «μίνι τζόμπερς», για τα 3,1 εκατομμύρια ήταν δεύτερη δουλειά, επιπλέον της κύριας, από την οποία προφανώς αδυνατούσαν να βιοποριστούν. Και ενώ στην Ελλάδα ψηφίστηκε το πιο αντιεργατικό νομοσχέδιο μεταπολιτευτικά, σε ανάλογο τέμπο στη Γαλλία η υπουργός Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων Ολιβιά Γκρεγκουάρ παροτρύνει τον λαό να μάθει να μαγειρεύει για να μειωθεί ο πληθωρισμός.
Σε όλες τις προηγμένες οικονομίες, η μόνιμη δουλειά -νεοελληνιστί, απασχόληση- έχει προ πολλού αντικατασταθεί από τη «μερική», την αυτοαπασχόληση, κοινώς «μπλοκάκι», τις, άρτι αφιχθείσες εδώ αλλά παλαιές στην Εσπερία, συμβάσεις μηδενικών ωρών και άλλα, κατά τόπους παρόμοια, ηχηρά. Στην Ολλανδία, επί παραδείγματι, τη χώρα με τα υψηλότερα ποσοστά ημιεργαζόμενων, το 77% των γυναικών και το 27% των αντρών ημιαπασχολούνται. Με ένσημα, αλλά λειψά, με παροχές, αλλά λειψές. Κίνδυνοι και επισφάλειες δεν επιμερίζονται μεταξύ εργάτη και αφεντικού, με το άχθος να μένει στον εργάτη. Το «εργατικό κόστος», όρος που αντικατέστησε τον μισθό, παρεμποδίζει τον διαβόητο ανταγωνισμό, οπότε συρρικνώνεται, επ’ ωφελεία, φυσικά, των «από πάνω».
Χωρίς κριτική το καπιταλιστικό ευρωπαϊκό πλαίσιο
Το σύστημα φροντίζει να περιορίζει διαρκώς την κοινωνική κινητικότητα, παντού, με παρόμοιες δομές. Το καπιταλιστικό-ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο, αυτό που παρεμποδίζει τη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου αλλά προσφέρει «ευελιξία» στην κίνηση του κεφαλαίου και πριμοδοτεί τη διαρκή επιμόρφωση για να καρπώνεται την υπεραξία της, δημιουργώντας στον/ην εργάτη/τρια ενοχές για υποτιθέμενες ανεπάρκειες, μένει χωρίς κριτική. Στην Ελλάδα, η κριτική που ασκείται στις πολιτικές της Ν.Δ. είναι ο πυρήνας της κριτικής που θα έπρεπε, πρώτα και κύρια, να ασκείται στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η οποία με τις εμπράγματες πολιτικές της μεγαλώνει το χάσμα κεφαλαίου-εργασίας, χωρίς, έστω, το άλλοθι μιας στοιχειώδους ανακατανομής. Με την κατάρρευση των συστημάτων Υγείας, τις δραστικές περικοπές στα απομεινάρια του κοινωνικού κράτους, τη νεόκοπη «επένδυση» στα εξοπλιστικά προγράμματα και την επέκταση του νατοϊκού προσανατολισμού, σε χώρες όπως η Σουηδία, το πράγμα χειροτερεύει.
Εν τω μεταξύ, οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες, παραδομένοι στον συντηρητισμό -αλήστου μνήμης ο μπλερισμός και η Ατζέντα 2010 του Σρέντερ-, αποτελούν μια νεκροζώντανη ομάδα, που εξυπηρετεί πια «…μερικούς λιγοστούς Ρότσιλντ και Βάντερμπιλτ, τους κατόχους όλων των μέσων παραγωγής και συντήρησης…» (Ένγκελς).
Η δε προεδρίνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν φιλοξενήθηκε φέτος στη βίλα του φίτνες πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στα Χανιά, επικυρώνοντας πως ο εξευρωπαϊσμός μας επιτέλους επετεύχθη. Και ας παραμένει η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ευρώπη διόλου μα διόλου φίτνες:
«[…] Σήμερα κοιτάζω τη μητέρα μου και μένω άναυδος παρατηρώντας το συγκεκριμένο -το σωματικό- νόημα της κοινωνικής ανισότητας: είναι σακατεμένη από τους πόνους που της προκάλεσε η βαριά εργασία επί σχεδόν 15 χρόνια, όρθια στην αλυσίδα παραγωγής να τοποθετεί καπάκια σε γυάλινα βάζα, με δικαίωμα να την αντικαταστήσουν 10 λεπτά το πρωί και 10 λεπτά το απόγευμα για να πάει στην τουαλέτα. Ακόμα και η λέξη ανισότητα ηχεί σαν ευφημισμός, που αποκρύπτει την αλήθεια, την ωμή βία της εκμετάλλευσης…».
Διαρκώς χειροτερεύουν οι συνθήκες
Η αποστροφή του Ντιντιέ Εριμπόν («Επιστροφή στη Ρενς»), τέκνου της εργατικής τάξης της Γαλλίας, συνοψίζει την ευρωπαϊκή κανονικότητα, οι συνθήκες της οποίας διαρκώς χειροτερεύουν. Διότι δεν είναι μοναχά η νεοφιλελεύθερη ηγεμονία και η πολιτική εξουσία της. Είναι και η σιωπή, η αδυνατότητα της Αριστεράς να αρθρώσει αντιρρητικό λόγο και εναλλακτικό σχέδιο ανατροπής της υπάρχουσας συνθήκης. Η Ευρώπη, από εργοστάσιο της νόησης, μετατρέπεται σε νεκροταφείο ιδεών και ουδείς/μία ούτε στην Αριστερά αναφέρεται σε αυτό. Στον ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ., ας πούμε, η ιδεολογική ηγεμονία των «Μενουμευρωπαίων» αφαίρεσε κάθε κριτική δυνατότητα, αφού η προπαγάνδα της έπιασε τόπο: κάθε ιδέα, κάθε λέξη αμφισβήτησης των πολιτικών της Ε.Ε. λογοκρίνεται. Προεκλογικά πρυτάνευσε η φιλοσοφία της απολιτίκ ρήσης «να γίνουμε μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα» -Γαλλία του Μακρόν; Βρετανία του Τζόνσον;- δίχως να ορίζεται το πολιτικό πλαίσιο.
«…Δεν μπορώ να καταλάβω», συνεχίζει ο Εριμπόν, «γιατί και πώς αυτός ο μόχθος της εργασίας -και τα συνθήματα που χρησιμοποιούνταν για να τον καταγγείλουν (Κάτω οι αλυσίδες της Κόλασης!)- είναι δυνατόν να εξαφανίστηκαν από τον λόγο της Αριστεράς και από την αντίληψή της για τον κοινωνικό κόσμο…».
Ενα πολιτικό αφήγημα, όμως, που βασίζεται σε παραπλανητικά αποσπασματικές αφηγήσεις για να περιγράψει τις συνθήκες της ύπαρξης των λαών είναι εξαρχής καταδικασμένο. Θα πρέπει να εμπεδωθεί: χωρίς αυστηρή κριτική στο ευρωπαϊκό πλαίσιο εντός του οποίου ασκούνται οι πολιτικές και, πρωτίστως, χωρίς να στηλιτεύεται η κατάσταση της εργατικής τάξης στις δήθεν «κανονικές» χώρες, η Αριστερά ματαιοπονεί. Θα παραμένει πάντα αναξιόπιστη, αφού θα εγκλωβίζεται στην τελεολογία των «έλλογων στόχων» της Ε.Ε. και θα απομακρύνεται από τις μάζες, οι οποίες θα πέφτουν εν πολλοίς θύματα της απλοϊκής, δήθεν αντισυστημικής Ακροδεξιάς. Και στη Γερμανία και στη Σουηδία και στην Ελλάδα και στη Γαλλία και παντού.
H Κατέ Καζάντη είναι δημοσιογράφος, μέλος της Ο.Μ. Νεάπολης Εξαρχείων του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.