Φορούσε «τάγκα ή κανονικό εσώρουχο;». «Στη Γαλλία έχουν 51 βιασμούς, εδώ έχουμε μια απόπειρα… μην τρελαθούμε κιόλας…». «Ήρθε τόσο γρήγορα σε στύση σε αυτήν την ηλικία; Ήταν και μεγάλος άνθρωπος…».
Στον πατριαρχικό κόσμο, στον κόσμο της ματσίλας και του σεξισμού, στον ηθικό, αγγελικά πλασμένο κόσμο όπου διαβιούμε, τα άνωθεν ρηθέντα δεν αποτελούν παρά κοινότοπο λόγο. Του σαλονιού και του λιμανιού.
Από οποιοδήποτε ον κι αν προέρχονται, οπουδήποτε κι αν ακούγονται, συμπυκνώνουν τη συνθήκη εντός της οποίας διαμορφώνεται, ξανά και ξανά, η γυναικεία ταυτότητα: τα θηλυκά υπολείπονται των σερνικών σε ανθρωπινότητα. Φτιαγμένα σε δεύτερο χρόνο και από το πλευρό τους, η αξία τους είναι διπλά χρηστική: στην αναπαραγωγή, ως εκκολαπτικές μηχανές ή οικιακές φροντίστριες, και στην παραγωγή, ως φτηνά εργατικά χέρια.
Το κοινωνικό φύλο, το οποίο διαμορφώνεται σε συγκεκριμένο πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο, κουβαλά όλη τη συστημική, εκμεταλλευτική βαρβαρότητα. Και υπόκειται στην εξουσιαστική σχέση αφέντη – δούλας. Η κουλτούρα του βιασμού είναι εδώ, πανίσχυρη και αδιαμφισβήτητη. Η μετατόπιση της ευθύνης της σεξιστικής βίας από τον θύτη στο θύμα, απηχεί την αντίληψη της γυναίκας ως πορνογραφικού φετίχ και ως εμπορεύματος. Η στερεοτυπική αναπαράσταση όλων εκείνων που δήθεν εξιτάρουν την ανδροκεντρική λίμπιντο, όπως ο τρόπος ντυσίματος, είναι νερό στον μύλο της δομικής ανισότητας και της πραγμοποίησης του θήλεος.
Κι αν όλα τα παραπάνω, εκφωνούνται από καθέδρας, και μάλιστα στην εκδίκαση μιας υπόθεσης σεξιστικής βίας, η πατριαρχία θεσμοποιείται από την ίδια τη Δικαιοσύνη.
Δυο μήνες περίπου πριν, στις 5/12/24, στη δίκη Φιλιππίδη στο Εφετείο, ο ερίτιμος κ. εισαγγελέας έδωσε το στίγμα: το «πρόβλημα» έγκειται αφενός στους αριθμούς, αφετέρου στο εάν εν τέλει τελεσφόρησε η πράξη. Στη μεν υπόθεση Πελικό (51 βιασμοί), υπάρχει αδίκημα, αλλά εδώ, σιγά τα ωά, που θα έλεγε και ο κυρίαρχος λαός. Όσο για το θύμα, από την περιβολή του κρίνεται. Ο εισαγγελεύς που γνωρίζει τι εστί τάγκα και τι μπορεί να προκαλέσει, διερωτάται, έμπλεος, μάλλον, συμπάθειας, για την κατάσταση των στυτικών λειτουργιών ενός «μεγάλου ανθρώπου». Ο υπηρέτης της Θέμιδος επανάκαμψε προ ημερών (7/2/25), επαναλαμβάνοντας, κατά την εξέταση γυναίκας μάρτυρα, «Ε, συμβαίνουν αυτά… Στη Γαλλία 70.000 βιασμοί συμβαίνουν».
Ο Πέτρος Φιλιππίδης, ο πετυχημένος αστήρ του θεάματος, δήλωνε εξαρχής θύμα: των εμμονικών γυναικών που του την «έπεφταν», τα ‘θελαν και κατέστρωναν σχέδια εκδίκησης, αφού ο καταχθόνιος στόχος τους, να τις βοηθήσει επαγγελματικά, απέτυχε.
Τώρα, λένε η δικηγόροι του, στο viber «υπάρχει μια ομάδα για να δημιουργήσει κατηγορίες εναντίον του. Μέσα στα μηνύματα συμμετέχει μία εν ενεργεία εισαγγελέας». Όλα, λοιπόν, μια σκευωρία, επινόηση της καταραμένης Εύας για να καταστήσει τον κατακαημένο Αδάμ εκπεσόντα του Παραδείσου.
Τον συρμό ακολουθεί η κοινωνία –ικανό τμήμα της τουλάχιστον: οι αμφιβολίες, που στο συλλογικό ασυνείδητο μετατρέπονται εύκολα σε βεβαιότητα ενοχής των θυμάτων, είναι ο κατεξοχήν κανόνας εξόντωσης. Στην περίπτωση της σεξιστικής βίας, λειτουργεί αποτρεπτικά στην καταγγελία: οι θύτες παρενοχλούν, κατά προτεραιότητα, αυτές που θεωρούν του «χεριού τους». Άσημες, φτωχότερες, χωρίς πλάτες. Ποια, λοιπόν, μπορεί να ‘χει τα φράγκα ή τις «άκρες» να τα βάλει με τον δυνάστη; Μια πολλαπλώς εξουσιαστική σχέση –ταξικά και έμφυλα− κυριαρχεί. Και θα κυριαρχεί, ανεξαρτήτως της έκβασης της υπόθεσης Φιλιππίδη. Η περίπτωση του καταδικασμένου μεγαλοδικηγόρου Λύτρα, που έσπασε στο ξύλο τη γυναίκα του, είναι εδώ: μας επανασυστήνεται διαρκώς από τα ΜΜΕ, αναβαπτισμένος. Νέα ερωτική σχέση, νέα ζωή. Με μια συγγνώμη καθάρισε. Περασμένα, ξεχασμένα.
Η ευκολία με την οποία το σύστημα ξεπερνά τη «μόδα» του MeToo και προχωρεί απαράλλακτο, αφομοιώνοντας τους κραδασμούς που προκαλεί το όντως φεμινιστικό κίνημα και αναπαράγοντας, δια των προτεινόμενων σεξιστικών προτύπων, την κουλτούρα του βιασμού –σ’ αυτήν εντάσσεται και η εκ νέου συζήτηση περί της αυτοδιάθεσης του γυναικείου σώματος, βλέπε αμβλώσεις− απαιτεί εγρήγορση.
Η εποχή τωννέων σκοταδισμών δεν βρίσκεται σε ένα δυστοπικό, μακρινό μέλλον. Πλανάται, με τα μαύρα της σύννεφα, πάνω απ’ τα κεφάλια μας.
Κατέ Καζάντη
Η ΕΠΟΧΗ