«Εγώ δεν είμαι πολιτικός, δεν θέλω να γίνω πολιτικός»: η αποστροφή -ολωσδιόλου ενδεικτική, αφού, εκφράζοντας το κοινό αίσθημα, λέγεται και ακούγεται συχνότατα- του συμπαθούς μπασκεμπολίστα, Νίκου Παππά, κατά τη συνέντευξή του στον Γιώργο Λιάγκα (1/4/24), καταδεικνύει πως η απαξίωση των πολιτικών, και της εφαρμοσμένης πολιτικής εν γένει, είναι η νέα ιδεολογία της εποχής. Η οποία ηγεμονεύει, σε όλο το κοινωνικό αλλά και το πολιτικό φάσμα, ως απόπειρα ακύρωσης καταρχάς του υπάρχοντος πολιτικού προσωπικού. Προσωπικό που διαρκώς κατονομάζεται «γερασμένο» και με την έξωθεν ανανέωσή του θα εμφανίσει νέους/ες εκλεγμένους/ες οι οποίοι, δήθεν, θα βρίσκονται πιο «αληθινά» και «πιο κοντά στο λαό» και θα συνομιλούν στη γλώσσα του, και όχι «ξυλινα», απευθείας μ’ αυτόν.
Η αντίφαση είναι προφανής: οι απ’ έξω, οι νεοφερμένοι/ες συνήθως «περσόνες» και «άριστοι», εκφράζουν, πάντα σχεδόν, τη συστημική τυποποίηση ενός ανθρωπότυπου ο οποίος, σε κάθε του εκδοχή, «τα καταφέρνει», εκεί, που, σημειωτέον, ο λαός μάλλον όχι. Καλλιτέχνες, αθλητές, τηλεαστέρες κάθε είδους, αλλά και ακαδημαϊκοί, γιατροί και δικηγόροι, όλοι και όλες ένα κοινό χαρακτηριστικό διαθέτουν: διέπρεψαν. Είναι οι προσοντούχοι, που βγήκαν κι έμειναν στο αφρό. Το «ακατέργαστο», για το οποίο μίλησε και ο Ν.Π, δεν αφορά τα παιδιά του μεροκάματου, τους ντιλεβεράδες, τους χτίστες ή τους μαραγκούς, ούτε καν τους γραφιάδες ή το κατώτερο υπαλληλικό προσωπικό. Τούτο, το «ακατέργαστο», υπάρχει και γίνεται αποδεκτό στο βαθμό που εκφωνείται από τους/ις αριστεύσαντες/σασες κάθε τομέα. Και πάλι, οι από κάτω αποκλείονται.
Το πρώτο, δηλαδή, που καταγγέλλεται, η αποξένωση πολιτικών/πολιτών, υπάρχει ίσως κυρίως εδώ. Η –αντιλαϊκή- διαδικασία της ανάθεσης είναι εδώ: η εξουσία μεταβιβάζεται σε κοσμικά είδωλα, των οποίων οι ομοιότητες με το λαό είναι μοναχά προσχηματικές. Στην ταξική σχάση έρχεται να προστεθεί η συνακόλουθη σχάση στον τρόπο ζωής. Τα νέα πρόσωπα δεν είναι παρά επιβαλλόμενα πρότυπα συστημικής κοπής, με το ανάλογο λάιφ στάιλ.
Το δεύτερο, ο κατακαημένος «ξύλινος λόγος», λόγος συχνά πολλαπλών νοημάτων και ιδεών, λοιδορείται ως ψευδής και ξεπερασμένος. Και όχι μοναχά στην παραφθαρμένη του εκδοχή αλλά και κάθε φορά, όταν στη δημόσια συζήτηση χρησιμοποιούνται πάνω από τις συνηθισμένες δέκα – δεκαπέντε λέξεις.
Οι χειμαζόμενες τάξεις εθίζονται ώστε να παραδίδονται στον ιδιότυπο μεσσιανισμό του οικείου: παραμερίζοντας τα δήθεν «πολλά πολλά», αποθεώνουν την ψευδοαμεσότητα, τη θεωρία του «ένας (σπανίως μία) από μας», την υπεραπλούστευση. Ο ιδεότυπος των ΜΜΕ, ιδεότυπος που επί της ουσίας προωθούν οι από πάνω, εκείνος που γράφει στο φακό, η νιότη με τα άλκιμα μέλη και τα χαμόγελα ή ο μπρουτάλ της διπλανής πόρτας, ο πετυχημένος της αγοράς ή του θεάματος, αυτές/οι που «δεν-είναι-πολιτικοί» κερδίζουν ένα κατεξοχήν πολιτικό παιχνίδι. Το οποίο, όμως, βασίζεται στην εξορία της πολιτικής. Πετυχημένοι επαγγελματίες ανοίγουν ένα νέο κύκλο καριέρας, με ένα επιπλέον αβαντάζ: δεν λογοδοτούν σε κομματικές συλλογικότητες αφού δεν ανήκουν σ’ αυτές.
Φταίει (και) το παλαιό πολιτικό προσωπικό; Προφανώς. Όχι, όμως, επειδή επέμενε παλιομοδίτικα, αλλά για το ακριβώς ανάποδο: επειδή κατά την τρέχουσα λογική ενέδωσε σε ό,τι υπαγόρευαν οι οικονομικές ελίτ. Η προοδευτική επικράτηση του ακροφιλευθερισμού που εξαθλιώνει τις μάζες και μεγιστοποιεί τις ανισότητες μαζί με τη δεξιά διολίσθηση της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία δεν εξέφρασε τα συμφέροντα των τάξεων που παραδοσιακά –ισχυριζόταν πως- εκπροσωπούσε, συνετέλεσαν στην επικράτηση της άποψης «όλοι-είναι-ψεύτες»,.
Αλλά η ισοπεδωτική αποκαθήλωση του πολιτικού προσωπικού εν συνόλω, με διανοητικές χοντροκοπιές, συνιστά απο-πολιτικοποίηση της πολιτικής. Η δε αποθέωση της πολύκροτης «βάσης», ακόμα κι όταν τούτη γίνεται, στην αλλοτρίωσή της, φορέας αντιδραστικών ιδεών, αποτελούν συμπτώματα μιας όχι και τόσο πρωτότυπης κατάστασης: οι μεσοαστικές τάξεις, πρώτες και καλύτερες, στο όνομα της, ολωσδιόλου εύθραυστης, ευημερίας τους, θύματα συνεχούς προπαγάνδας, ταυτίζουν τα συμφέροντά τους με εκείνα των μεγαλοαστών, ομνύοντας στη, διόλου αόρατη, χείρα της αγοράς. Από κοντά και οι προλεταριακές μάζες, που ενώ υποφέρουν χειρότερα, δεν παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους. Απεναντίας, καθίστανται αθύρματα όλων εκείνων των ανορθολογισμών που εμπεριέχουν τις σύγχρονες μορφές του αυταρχισμού.
Ο δε νεοαυταρχισμός κρύβεται στις διαρκείς υπεραπλουστεύσεις. Ο εκλαϊκευμένος, τάχα, λόγος καταντά συχνά εκχυδαϊσμός των ιδεών ενώ τα «ένσημα της αγοράς» και η φωτογένεια της τηλοψίας επιβάλλονται ως αδιαφιλονίκητα προσόντα.
Η ενσυναίσθηση, ως όρος της μοδός, έχει αντικαταστήσει όχι μόνο την παλιομοδίτικη συμπόνια αλλά, πολύ περισσότερο, τον τάχα ξύλινο όρο «ταξική μεροληψία»: ποιος θα τολμούσε να την ψελλίσει, έστω, στο σαλόνι των ινφοτέιτμεντ πρωινάδικων; Πόσο μάλλον να μιλήσει για άλλα, δυσκολότερα, όπως για τα καταναλωτικά μοντέλα ή τον φετιχισμό του εμπορεύματος;
Η μία και μόνη άποψη, αυτή που αθωώνει, αντί να αμφισβητεί, το σύστημα, βάζει ταφόπλακα στην αντιπαράθεση και θεωρεί πως μεταξύ των οικονομικών παραγόντων και της κοινωνίας δεν χρειάζεται η διαμεσολάβηση των, όπως διαχέεται «διεφθαρμένων» και «εξουσιομανών», πολιτικών. Έτσι ενισχύεται η αποστράτευση και ο αποπροσανατολισμός των πολιτών, κυρίως των λαϊκών στρωμάτων, διά της ψήφου των οποίων είχε μια έστω ελπίδα να μετασχηματιστεί ο κόσμος.
Εν τέλει, η άρνηση του πολιτικού προσωπικού μεταβάλλεται σε άρνηση της πολιτικής. Και συγγενεύει, όταν δεν ταυτίζεται, με την άρνηση της ίδιας της δημοκρατίας.
Κατέ Καζάντη