Macro

Κατέ Καζάντη: Γεραπετρίτες, γλωσσαμύντορες και λοιπές (ακρο)δεξιές δυνάμεις

Επειδή, θέλουμε δεν θέλουμε, ο πολιτισμός μας δεν είναι παρά ένα σύστημα σημείων, με πολλά υποσύνολα, για να μπορούμε να αρθούμε πάνω από τα χαλύβδινα ψεύδη που συχνά υποκρύπτουν αυτά τα αποπροσανατολιστικά «σημεία», οφείλουμε να είμαστε διαρκώς καχύποπτοι. Να δυσπιστούμε για να τα ξεσκεπάζουμε. Και να βλέπουμε την ιστορικότητά τους, ό,τι, καλό ή κακό, συντηρητικό ή προοδευτικό, υπηρέτησαν.
 
Από τα πιο σημαντικά και επιδραστικά συστήματα σημείων είναι εκείνο της γλώσσας. Των λέξεων, οι οποίες δεν είναι μοναχά κύμβαλα: εκφράζουν ιδέες, κουλτούρες και, κάποτε κάποτε, αποτελούν κώδικες ηθικής.
 
Αυτή η ηθικοπλαστική χρήση της γλώσσας στο νεωτερικό ελληνικό κράτος διαδραμάτισε πρωτεύοντα πολιτικό ρόλο. Πίσω από τα περιβόητα Ευαγγελικά (1901), λόγου χάρη, της έκδοσης του Ευαγγελίου σε απλά ελληνικά διά του Αλέξανδρου Πάλλη, με έξοδα μάλιστα της βασίλισσας ‘Ολγας, και των αιματηρών διαδηλώσεων που ακολούθησαν, το ιστορικό συμβάν που υποδηλώνει η γλωσσική διαμάχη είναι οι ταξικές συγκρούσεις. Περίπου το ίδιο συνέβη, με διανοουμενίστικο μανδύα, και στα Ορεστειακά, όταν το Βασιλικό Θέατρο ανέβασε την Ορέστεια στη δημοτική.
 
Οι γλωσσαμύντορες θεωρούσαν εθνοπροδοσία να μην γράφεις σε αρχαϊζουσα καθαρεύουσα. Αλήστου μνήμης ο καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής, Γεώργιος Μιστριώτης, ο οποίος έμεινε στην ιστορία περισσότερο για τη δράση του εναντίον των δημοτικιστών, τους οποίους αποκαλούσε χυδαϊστές, παρά για το, όντως πλουσιότατο γραμματολογικά, έργο του. Ο Μιστριώτης ίδρυσε την «Εταιρεία περί Εννόμου Αμύνης της Εθνικής Γλώσσης» και, εν έτει 1911, ζήτησε από τον Βενιζέλο, να κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα, με ειδική διάταξη, η καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα του κράτους, πρόταση που, φυσικά, απορρίφτηκε.
 
Η δεξιά παράταξη στην Ελλάδα ταυτίστηκε με τους ιδεολογικούς επίγονους του Μιστριώτη, που κινούνταν, σημειωτέον, δεξιότερα της βασιλείας της εποχής. Καυχιούνταν για τη μόρφωσή τους, την οποία έτριβαν στα μούτρα του λαού για να επικυρώσουν την κυριαρχία τους. «Ο δημοτικισμός έγινε συνωμότης, επαναστάτης και ετέθη εκτός νόμου δια την συνείδησιν των Ελλήνων» έλεγε ο πολύς Ιωάννης Σταματάκος, συνδέοντας τη χρήση της δημοτικής με το ΕΑΜ και χαρακτηρίζοντας περίπου πράκτορες του κομμουνισμού όποι@ τη χρησιμοποιούσαν.
 
Έτσι, γιατί τώρα ο Γιώργος Γεραπετρίτης, ο πρώην σοσιαλδημοκράτης, σύμβουλος του Γ.Α.Παπανδρέου, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, βρέθηκε να απαγγέλλει στομφοδώς Λυσία στη Βουλή, δεν μπορεί παρά να εξηγηθεί με τους ανωτέρω όρους. Θέλησε, προφανώς, να καταδείξει την άβυσσο που διαχωρίζει αυτόν και την παράταξή του με τους «άπλυτους» της Αριστεράς και της Προόδου, οι οποί@ έλκουν την καταγωγή από περιώνυμους «συμμορίτες», σαν τον Γληνό ή τον Δελμούζο. Θέλησε επίσης, σαν τους πεφωτισμένους φοιτητάς των Ευαγγελικών, οι οποίοι ξεπέρασαν σε ορμή τους δασκάλους τους και ξεκίνησαν τις συγκρούσεις, να ξεπεράσει κι αυτός τους νέους, δεξιούς, φίλους του σε ιδέες. Θέλησε και να πουλήσει αστική μαγκιά στο πόπολο με τις γνώσεις του, να επιδείξει την ανωτερότητά του, άριστος ων, και να υποδείξει τον δρόμο τον σωστό: εκείνον του Αδώνιδος (Γεωργιάδη), ας πούμε, με την αρχαιοελληνική παιδεία, ή του Μαυρουδή (Βορίδη), που με την γλώτταν και τας ιδέας τους τον ενέπνευσαν ώστε να επεκτείνει την πολιτική του σταδιοδρομία.
 
Η σημειολογία του λογιοτατισμού του Γιώργου Γεραπετρίτη είναι σαφής, και για τον ίδιο και για την πολιτική παράταξη που πια εκπροσωπεί: σέρνεται με τους από πάνω, εναντίον των αδυνάτων, υποτιμώντας το λαό. Εκπροσωπεί ιδεολογικοπολιτικά μια κυβέρνηση που προβαίνει σε μια πρωτοφανή περικοπή στοιχειωδών δικαιωμάτων –υγεία, παιδεία-, εκπροσωπεί μια κυβέρνηση που επιχειρεί να καταλύσει ακόμα και την, στοιχειωδώς δημοκρατική, αστική δημοκρατία. Στην ίδια, απαράλλαχτη, γραμμή που κινούνταν πάντοτε οι δήθεν «γραμματιζούμενοι» της δεξιάς.

Κατέ Καζάντη