Λέγεται και γράφεται συχνά πως η απαρχή του ανθρώπινου πολιτισμού λογαριάζεται από τη στιγμή εκείνη όταν ο πρωτόγονος άνθρωπος στάθηκε να δέσει το σπασμένο ποδάρι του συνανθρώπου του. Που δεν τον εγκατέλειψε, να πεθάνει απ’ τον πόνο και τη στέρηση, όπως τα ζωντανά της αγέλης των τίγρεων ή των βοοειδών, που τον μέτρησε ως ύπαρξη που αξίζει να ζήσει ίσα με τις άλλες τις προσοντούχες, τις αρτιμελείς, τις τυχερές που δεν σκοντάφτουν.
Από την ώρα εκείνη, την άγια, στις χιλιετίες που ακολούθησαν ο άνθρωπος μεγαλούργησε μεν, κράτησε, όμως, τη λεπτή κλωστή της διασύνδεσής του με τα άλογα ζώα. Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι επί της ουσίας μια ιστορία πολέμων και εγκλημάτων, μια ιστορία βαρβαρότητας, με πολεμοχαρή διαστήματα ειρήνευσης.
Οι δύο μεγάλες κοινωνικές θεωρίες, που σε κάθε ανθρώπινο ον έβλεπαν, στη μεν μία, το πρόσωπο του θεού, στη δε άλλη το πρόσωπο όλων των ανθρώπων, ο χριστιανισμός και ο κομμουνισμός, ανέκοψαν την αποκτήνωση. Έτσι, καθώς το βλέμμα της ιστορίας εστίαζε πια στον αδελφό τον ελάχιστο ή στον προλετάριο, έμοιαζε περίπου εξασφαλισμένη η ισότητα απέναντι στη ζωή και τον θάνατο.
Αμ δε! Γοργά, πολύ γοργά, στη συνάφεια με την εξουσία, η συστημοποίηση έστειλε στην ιστορική λήθη την αδελφοσύνη και την αλληλεγγύη. Ο πρωτογονισμός, με κασμίρια και παλτουδιές, με χρυσοποίκιλτα ράσα και εξουσιαστικές δομές, ξαναχτύπησε την πόρτα. Το «αντίπαλον δέος» κατέπεσε λόγω των ολοκληρωτικών παραφυάδων του: ο επελαύνων καπιταλισμός, βοηθεία των ιδεολογικών του μηχανισμών, όπως οι Εκκλησίες, σπρώχνει τις κοινωνίες πίσω στο βαρβαρισμό. Η Υγεία, η εξασφάλιση δηλαδή του δικαιώματος στη ζωή, αφορά μοναχά τους δυνατ@, αυτ@ που δεν σκοντάφτουν, παραμένουν αρτιμελείς, μπορούν να δουλεύουν και να μαζεύουν ένσημα ή φράγκα. Το πρωταρχικό δικαίωμα γίνεται αγοραίο. Οι αδύναμοι/ες, που πιάνουν τόπο, ας πεθάνουν.
Σε τούτο το, δήθεν στέρεας λογικής, αφήγημα, το ρατσιστικό, το αντιχριστιανικό, το αντιανθρώπινο, βασίζονται οι πολιτικές για τα συστήματα υγείας σε μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου. Αυτή ήταν η λογική των μνημονιακών πολιτικών, την οποία η πολιτισμένη Ευρώπη όχι μοναχά ανέχτηκε αλλά και επέβαλε, αυτή ήταν η λογική που πέταξε στο δρόμο τους άρρωστους ανασφάλιστους, αύτη ήταν η λογική που τους στέρησε πολύτιμες θεραπείες και φάρμακα, αύτη παραμένει εν τέλει η καταδικαστική σε θάνατο απόφαση που επιφυλάσσει η καπιταλιστική συνθήκη για τον «αδελφό τον ελάχιστο».
Σήμερα, στην Ελλάδα, αποδεικνύεται –και όχι για πρώτη φορά- πως οι μνημονιακές πολιτικές παραμένουν για τη Δεξιά κυρίαρχη επιλογή. Έτσι, η Ν.Δ. καταργεί τον ψηφισμένο από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ νόμο του 2016 που εξασφάλιζε την πρόσβαση για τα φάρμακα στις δημόσιες δομές υγείας σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες. Οι ανασφάλιστοι πλέον μπορούν να πηγαίνουν μόνο στα επείγοντα. Όσο πιο άρρωστος δηλαδή, όσο πιο άτυχος, όσο πιο ανήμπορος να δουλέψεις, τόσο πιο βαριά θα τιμωρείσαι, αφού πετσοκόβονται οι θεραπείες σου.
Η κυρίαρχη ιδεολογία έχει καταφέρει να ηθικοποιήσει την αναλγησία: να αφήνεις τον συνάνθρωπο να πεθαίνει ή να θαλασσοπνίγεται αβοήθητος είναι κανονικότητα. Η οποία περνά μέσα από τη λογική της αξίας, αξία η οποία δεν συνυπολογίζει ούτε την τυχαιότητα της κοινωνικής καταγωγής ούτε της ασθένειας ούτε της εθνικότητας. Η συστημική αξιοσύνη βασίζεται στη ζωώδη δύναμη, στο θράσος, στην ιδιωτικότητα που σε κάνει να λογαριάζεις μοναχά το εγώ σου.
Σε μια μη πρωτόγονη κοινωνία, έπειτα από ένα νομοσχέδιο όπως αυτό της Ν.Δ. για τους ανασφάλιστους, οι άνθρωποι θα έπρεπε να κατακλύσουν τις πόλεις διαμαρτυρόμενοι. Αλλά πού!
Η ιδιωτική πρωτοβουλία, που προχωρεί ακάθεκτη να βγάλει υπερκέρδη απ’ την αρρώστια, βάζοντας χέρι στη δημόσια υγεία, στρώνει τη δουλειά.
Πότε, και αν, θα αφυπνιστεί το προλεταριάτο, ο κόσμος δηλαδή της εργασίας, παραμένει ερώτημα αναπάντητο.
Κατέ Καζάντη