«…Και μάθε το, τις μελιχρές λαμπράδες του Δεκέμβρη,
Και τις φεγγαροσκέπαστες του Γενναριού ομορφιές,
Μήτε στις τρέλες τ᾿ Απριλιού κανένας θα τις εύρῃ,
Μήτε και στις μονότονες του Μάη καλοκαιριές»
Το τιτλοφορούμενο «Αγάπη» ποίημα του λυρικού ποιητή, Μιλτιάδη Μαλακάση, αυτή η τρυφερή απεύθυνση στο, ηλικιωμένο, εκλεκτό υποκείμενο της καρδιάς του, αποτελεί ένα από τα ελάχιστα δείγματα που διαρρηγνύουν το στερεοτυπικό της εποχής του φουριόζου πάθους: διότι ακόμα και στην τέχνη, οι έρωτες συνταυτίζονται με τον λεγόμενο ανθό της νιότης. Η βαρβαρότητα, που τοποθετούσε στο κοινωνικό περιθώριο περισσότερο τις «γιαγιάδες», ολιγότερο τους «παππούδες», τέλειωνε τη ζωή πριν επέλθει το αναπόδραστο του θανάτου.
Αυτά, πριν από κάναν αιώνα. Στην εποχή του ώριμου καπιταλισμού, η ωριμότης έχει πια –ορισμένα- κατακτημένα δικαιώματα. Από την αποκατάσταση της στυτικής λειτουργίας ή της ξηρότητας του κόλπου, μέχρι την κατανάλωση βιταμινών και λοιπών σχετικών προϊόντων, οι γηραλέοι/ες αποτελούν πελατειακή βάση για χίλια μύρια προϊόντα. Καταναλώνουν, άρα υπάρχουν. Αλλά μέχρις εδώ.
Το σύστημα, το οποίο, ως γνωστόν, για να αναπαραχτεί στηρίζεται στην ευρωστία των δουλευταράδων, άρα πρωτίστως των σωματικώς δυνάμενων αλλά και των διατεθειμένων να καταβάλουν μέγιστο κάματο, προκρίνει τη νεότητα. Η οποία, φυσικά, ορίζεται κατά βούληση και κατά περίπτωση.
Μπορεί να παραταθεί ως τα 67 του εργασιακού βίου για τους, κατά το πρωθυπουργικώς λεγόμενον, εξαρτημένους από το μισθό τους και, ταυτοχρόνως, μπορεί να αποτελεί αντιπροσόν για την παράταση τούτης της «εξάρτησης».
Οι νεότεροι συνωστίζονται εξάλλου στην πόρτα της εισόδου της αγοράς εργασίας, παραμερίστε, λοιπόν, για να εισέλθουν.
Η ίδια αντίφαση ισχύει και για τις απολαύσεις της ζωής. Η απάντηση στο ερώτημα αν δύνανται, επί παραδείγματι, εκτός από το να δουλεύουν, να ερωτοτροπούν οι boomers, έχει εξαιρετικό κοινωνιολογικό ενδιαφέρον.
Επίσης: Ποιος θυμάται, αλήθεια, τα μεγάλα θύματα της οικονομικής κρίσης; Τα άτομα των 50 και άνω -επιστημονικό/εργατικό δυναμικό, πολλαπλώς εξειδικευμένο σε διανοητικές ή χειρωνακτικές εργασίες κ.ο.κ.- τα οποία έχαναν σωρηδόν δουλειές και ζωές, ανήμπορα επιπλέον σε διασυνοριακές μετακινήσεις, ελάχιστα απασχόλησαν τη δημόσια συζήτηση.
Η (καπιταλιστική) κοινωνία, δακρύβρεχτα ασχολήθηκε και ασχολείται με τα άνεργα ή τα φευγάτα «νιάτα»: από τη μια χαϊδολογώντας, από την άλλη αποστερώντας, με τον ίδιο τρόπο που επιφυλάσσει για τον κόσμο της εργασίας στο σύνολό του, αφού τα απολεσθέντα εργασιακά δικαιώματα και η, κατευθυνόμενη και επιβαλλόμενη, έλλειψη αντίδρασης αφορούν άπασες και άπαντες.
Έτσι, πέραν του κοινωνικού αυτοματισμού, επιστρατεύεται και ο ηλικιακός: η καλλιεργούμενη αντιπαλότητα, βλέπε «χάσμα» των γενεών, δουλεύει μια χαρά ώστε στο ασφαλιστικό, λόγου χάρη, να περνάμε από την αλληλεγγύη του διανεμητικού συστήματος στον ατομισμό του κεφαλαιοποιητικού, αβρόχοις ποσί. Οι από πάνω καθάρισαν.
Boomers, Gen X, millennials, Gen Z, οι γενιές αποκτούν ονόματα και ιδιότητες. Οι νεότερες επαίρονται για την ανωτερότητά τους στη μόρφωση και την κινητικότητα, πατώντας εν πολλοίς στα δικαιώματα που κατακτήθηκαν με τους αγώνες των παλαιότερων. Η αδυναμία να διεκδικήσουν και να μεγαλώσουν την πίττα των προνομίων, τους στρέφει εναντίον των μεγαλύτερων. Απειλή είναι ο γονέας που «έζησε καλύτερα», όχι η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, του 8ώρου κ.ο.κ.
Η ίδια αντίφαση ισχύει και για τις απολαύσεις της ζωής. Η απάντηση στο ερώτημα αν δύνανται, επί παραδείγματι, εκτός από το να δουλεύουν, να ερωτοτροπούν οι boomers, έχει εξαιρετικό κοινωνιολογικό ενδιαφέρον.
Επίσης: Ποιος θυμάται, αλήθεια, τα μεγάλα θύματα της οικονομικής κρίσης; Τα άτομα των 50 και άνω -επιστημονικό/εργατικό δυναμικό, πολλαπλώς εξειδικευμένο σε διανοητικές ή χειρωνακτικές εργασίες κ.ο.κ.- τα οποία έχαναν σωρηδόν δουλειές και ζωές, ανήμπορα επιπλέον σε διασυνοριακές μετακινήσεις, ελάχιστα απασχόλησαν τη δημόσια συζήτηση.
Η (καπιταλιστική) κοινωνία, δακρύβρεχτα ασχολήθηκε και ασχολείται με τα άνεργα ή τα φευγάτα «νιάτα»: από τη μια χαϊδολογώντας, από την άλλη αποστερώντας, με τον ίδιο τρόπο που επιφυλάσσει για τον κόσμο της εργασίας στο σύνολό του, αφού τα απολεσθέντα εργασιακά δικαιώματα και η, κατευθυνόμενη και επιβαλλόμενη, έλλειψη αντίδρασης αφορούν άπασες και άπαντες.
Έτσι, πέραν του κοινωνικού αυτοματισμού, επιστρατεύεται και ο ηλικιακός: η καλλιεργούμενη αντιπαλότητα, βλέπε «χάσμα» των γενεών, δουλεύει μια χαρά ώστε στο ασφαλιστικό, λόγου χάρη, να περνάμε από την αλληλεγγύη του διανεμητικού συστήματος στον ατομισμό του κεφαλαιοποιητικού, αβρόχοις ποσί. Οι από πάνω καθάρισαν.
Boomers, Gen X, millennials, Gen Z, οι γενιές αποκτούν ονόματα και ιδιότητες. Οι νεότερες επαίρονται για την ανωτερότητά τους στη μόρφωση και την κινητικότητα, πατώντας εν πολλοίς στα δικαιώματα που κατακτήθηκαν με τους αγώνες των παλαιότερων. Η αδυναμία να διεκδικήσουν και να μεγαλώσουν την πίττα των προνομίων, τους στρέφει εναντίον των μεγαλύτερων. Απειλή είναι ο γονέας που «έζησε καλύτερα», όχι η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, του 8ώρου κ.ο.κ.
Τούτο επεκτείνεται παντού, ακόμα και στη συμμετοχή στις συλλογικότητες. Ο ατομισμός του καπιταλισμού στέλνει τις ύστερες μεταπολεμικές γενιές σπίτια τους. Τα νιάτα δεν ασχολούνται με τον «πουλημένο» συνδικαλισμό, ούτε με τους επίσης «πουλημένους» πολιτικούς. Φυτεύουν δέντρα και αγαπούν τα ζώα. Ο καλύτερος κόσμος θα έρθει μαγικά, μόλις πεθάνουν αυτ@ που τον κατέστρεψαν, οι προηγούμενες και οι προηγούμενοι.
Η ωμότητα των φυσικών προνομίων της νιότης και η συνείδηση της κυριαρχίας που φέρει ο ανοικτός στο μέλλον βιολογικός κύκλος, επισύρει έναν, λεπτοφυή, σνομπισμό απέναντι στους μεγαλύτερους, ο οποίος αποτελεί και την απαρχή του ρατσισμού. Και της ανθρωποφαγίας.
Κατευθυνόμενος; Προφανώς!
Αλλά στην παγίδα πέφτουν κι εκείν@ που δεν θα έπρεπε. Να θεωρείς, ας πούμε, τη νεότητα καταπιεσμένη από τους/ις μεγαλύτερους/ες, κοινωνική ομάδα που χρειάζεται ποσόστωση για να εκπροσωπηθεί, παραμερίζοντας τους «ξοφλημένους» και τις «ξοφλημένες», δεν είναι μοναχά αφελές.
Αποτελεί μείζον πολιτικό πρόβλημα συστημικής αλλοτρίωσης, που επιτρέπει στην μεταμοντέρνα βιοπολιτική να μετατρέπεται, καθημερινά και αναντίρρητα, σε ευγονική: η έπαρση με την οποία αντιμετωπίζουν ενίοτε οι νεότεροι/ες τους μεγαλύτερους, τους μετατρέπει σε δηλητηριώδες «άλας της γης».
Διότι το προσοντολόγιό τους, στο οποίο ενίοτε ομνύουν, δεν είναι παρά τα επιβεβλημένα να αγοραστούν καπιταλιστικά προϊόντα –μεταπτυχιακοί τίτλοι σπουδών κ.λπ.- τα οποία όμως ουδόλως συνεισφέρουν στην κοινωνική ανατροπή. Απεναντίας, φαίνεται να υψώνει νέες διαχωριστικές γραμμές, να τους απομακρύνει από τα πληβειακά στρώματα και να οδηγεί στην κατάποση μιας, τρόπον τινά, μαλθουσιανής λογικής –είμαστε πολλοί/ες, κάποιοι περισσεύουν.
Σε όσες και όσους κινούνται στ’ αριστερά, όλα ετούτα είναι ανεπίτρεπτα.
(*) – Όταν σκέφτομαι ότι πριν 40 χρόνια ήμουν στα οδοφράγματα…
Κατέ Καζάντη