Αν ο γιος του μετανάστη στη Γερμανία, ο γιος του πολύτεκνου ταχυδρόμου, ο γιος του χαμηλόμισθου χωροφύλακα και γενικώς οι γιοι κι οι κόρες των φτωχών και των ταπεινωμένων του κόσμου τούτου, διαμόρφωναν συνείδηση και ηθική σύμφωνα με την τάξη τους και την ακολουθούσαν, είναι βέβαιο πως στο παράλογα εκμεταλλευτικό υπάρχον σύστημα συγκρότησης της κοινωνίας θα έμπαινε ταφόπλακα μια και καλή.
Ότι βέβαια το προλεταριακό ταξικό ένστικτο δεν είναι ορμέμφυτο αλλά εξαρτάται από χίλιες δυο παραμέτρους, είναι δηλαδή επί της ουσίας μάλλον απότοκο μιας διαδικασίας μηχανισμών, αποδεικνύεται εύκολα από την ίδια τη διαρκή αναπαραγωγή της εκμετάλλευσης: αν ιστορικό πεπρωμένο των καταφρονεμένων είναι ν’ αλλάξουν τη μοίρα τους, τούτη θα είχε αλλάξει από αιώνες.
Αλλά οι συστημικοί μηχανισμοί αποδείχτηκαν μέχρι στιγμής δυνατότεροι. Κι επειδή η ιδεολογία δεν προέρχεται ακριβώς από την υλική συμπύκνωση των συνθηκών της ύπαρξής μας αλλά από τη φαντασιακή της αναπαράσταση, να ασπάζεται, να συμμερίζεται και να συντάσσεται ένας/μία εργάτης/τρια με την ιδεολογία του αφεντικού του, είναι συνηθισμένη υπόθεση.
Στον καπιταλισμό, είναι πανθομολογούμενο πως το πλασματικό, στις ανάγκες και στα προτεινόμενα μοντέλα ζωής, είναι το βασικό χαρακτηριστικό με το οποίο ποδηγετεί και αλλοτριώνει. Εκμεταλλεύεται έτσι την ανθρώπινη ανάγκη να ονειρεύεται: εύκολα πείθεται κανείς/μια πως μπορεί να πλουτίσει μοναχά με σκληρή δουλειά και το σταυρό στο χέρι, εξίσου εύκολα πως μπορεί να πιάσει την καλή. Ακόμα ευκολότερα, ο έχων και η έχουσα ψιλικατζίδικο τοποθετεί τον εαυτό του/ης στο πλάι των πολυεθνικών των σούπερ μάρκετ. Η φαντασίωση, έτσι, έχει τη δύναμη της όντως ζωής. Ο καταπιεσμένος κι ο δυνάστης γίνονται εκδοχές όχι πια αντιθετικές αλλά αλληλοδιαπλεκόμενες. Όπως η φαντασία και η αληθινή ζωή.
Σε μια κοινωνία δε, όπου οι εξαιρέσεις και δεν αποκλείονται και χρησιμοποιούνται ως άλλοθι για τις ανισότητες, αν τύχει να προκόψει ο εργάτης και να γίνει αφεντικό, να λησμονείται η αφετηριακή του καταγωγή είναι το πιο συνηθισμένο. Οι συνειδησιακές και ιδεολογικές μεταλλάξεις είναι φαινόμενο που παρατηρείται καθημερινά: εκείν@ που πέτυχαν και μπήκαν στον δρόμο τον σωστό, δείχνουν το παράδειγμα για το πώς μπορείς να βρεθείς από το Ντίσελντορφ στη Μύκονο, απ’ την Καισαριανή στο Ψυχικό κι από τάχα μου εναλλακτικός να γίνεις κομψός κι ατσαλάκωτος. Και να ΄σαι ομοτράπεζος ή και να πολιτεύεσαι με κομμουνιστοφάγους.
Αλλά αν ασπαστείς τις ιδέες για την χειραφέτηση της τάξης σου, δεν είναι εύκολη η ζωή: διότι η ίδια η ιδεολογία εγκαλεί τα άτομα, ως υποκείμενα. Τα προτρέπει να αγωνιστούν. Να ματώσουν. Να κοντραριστούν. Και, ενδεχομένως, όπως συχνότατα συμβαίνει, να χάσουν. Την καλοπέρασή τους αν αμφισβητούν τους όρους που θέτουν οι από πάνω, τη δουλειά τους, άρα τα προς το ζην, αν σηκώσουν φωνή στην εργοδοσία, την ησυχία τους αν ξεσηκωθούν.
Για τα ανθρώπινα, η ροπή στην υποταγή είναι εντονότερη από την ροπή στην επανάσταση. Άνθρωποι που θα μπορούσαν να γίνουν οργανικοί διανοούμενοι, θαρραλέοι υπερασπιστές εκείνων των δικαιωμάτων που δεν είχαν τα γονικά τους, διαλέγουν να περάσουν απέναντι. Εξασφαλίζουν έτσι το ατομικό τους δικαίωμα στην τρυφή, την πρόσβαση σε μια επίπλαστη ευτυχία, διαφημίζοντας μια, πολλές φορές, χυδαία ερμηνεία για το ουσιώδες νόημα της ζωής.
Και προφανώς κοιμούνται μια χαρά τα βράδια. Δίχως καμία ενοχή για τον αέναο κύκλο της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Κατέ Καζάντη