Macro

Κατέ Καζάντη: Είναι η Ελλάδα κοσμικό κράτος;

Μια κοινωνία με πολυπολιτισμική σύνθεση, μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι δεν διατηρούν προνομιακές σχέσεις με την εξουσία αναλόγως του θεού που πιστεύουν, μια κοινωνία όπου οι αρχές αντιμετωπίζουν ισότιμα όλα τα θρησκεύματα, αποδείχνοντάς το με τη δίκαιη και ισότιμη χορήγηση επιδοτήσεων για τη λειτουργία ναών και λοιπών πρακτικών αναγκών, μια κοινωνία που δεν πριμοδοτεί επίσημο θρήσκευμα αλλά, αντίθετα, πριμοδοτεί τον θρησκευτικό πλουραλισμό, μια τέτοια κοινωνία, και μόνο, είναι η οργανωμένη κοινωνία του κοσμικού κράτους.
Κι αν ο άνθρωπος ορίζεται από το χαϊντεγκεριανό “είναι προς τον θάνατο”, άρα εξ ορισμού θρησκεύει για να αντιμετωπίσει, εσχατολογικά, το τέλος του, το κοσμικό κράτος δημιουργεί συγκεκριμένους τρόπους ύπαρξης και ανάπτυξης της ανθρώπινης δραστηριότητας, που δεν έχουν σχέση, δεν εμπλέκονται με ανορθολογικές εκδοχές. Καταπραΰνει,, με εμπράγματες πολιτικές, τη μεταφυσική αγωνία, δίχως να εκμεταλλεύεται το θρησκεύειν για να χαλιναγωγεί το εξεγερσιακό αίσθημα και δίχως να συναλλάσσεται με τα πάσης φύσεως ιερατεία προς όφελος της κυρίαρχης τάξης και ιδεολογίας. Κι επειδή, κατά τον Ντιντερό, η απόσταση μεταξύ του θρόνου και της Αγίας Τράπεζας δεν μπορεί να είναι πολύ μεγάλη, το κοσμικό κράτος διαφυλάσσει το όριο: ο παπάς παπάς κι ο ζευγάς ζευγάς.
Έτσι, το κοσμικό κράτος οφείλει να γίνεται εμπράκτως ο θεολόγος της αντιθεολογίας: στο οργανωμένο του σύστημα εκπαίδευσης, κοινώς στη δημόσια και δωρεάν παιδεία, απαγορεύει την περιώνυμη “πρωινή προσευχή” ενώ τα επονομαζόμενα “θρησκευτικά” δεν μπορεί παρά να είναι η από κούνιας συγκριτική μελέτη όλων των θρησκευμάτων. Διότι έτσι μοναχά, με διαπολιτισμική επιμονή, κατανοείται ο σεβασμός στη διαφορετικότητα, έτσι μοναχά καλλιεργείται η έννοια του αλληλέγγυου “συνάνθρωπου”, έτσι μοναχά, με διαρκή εκπαίδευση, περιορίζονται τα ξενοφοβικά αισθήματα. Στο κοσμικό κράτος, επίσης, οι ιερωμένοι δεν μπορεί να είναι δημόσιοι υπάλληλοι, ούτε να πληρώνονται απ’ τα ταμεία του. Και διότι δεν είναι όλοι οι πολίτες ένθεοι ή πιστοί ενός μόνου θρησκεύματος και διότι οφείλει να μην δείχνει την προτίμησή του σε ένα και μοναδικό δόγμα. Απαγορεύει επίσης ρητά αγιασμούς και δημόσιους όρκους, αφού, πέραν των άλλων πολιτικών αιτιών, τούτο αντιστρατεύεται επί της ουσίας τη μυστηριακή σχέση κάθε πιστού με το θεό του ενώ καταντά μια ευτελής διαρκή υπόμνηση της εξουσίας των τάχατε εκπροσώπων του θεού επί γης.
Κι αν όντως κατά Μαρξ “η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, η ψυχή άψυχων συνθηκών”, τότε το κοσμικό κράτος οφείλει να μεταβάλλει διαρκώς προς το καλύτερο τις υλικές συνθήκες ύπαρξης όλων των καταπιεσμένων, να μεταβάλλει δηλαδή σε εγκάρδιο έναν όντως άκαρδο κόσμο.
Αλλά οι απανταχού εκκλησίες, όλες μα όλες, μηχανισμοί του αυταρχικού, κοσμικού ή μη, κράτους, εκείνο που επιδιώκουν είναι η αναπαραγωγή της εξουσίας και της δύναμής τους. Προς τούτο φλερτάρουν ή και συντηρούν κάθε λογής ανορθολογισμούς, αντιεπιστημονικές δοξασίες, εθνικιστικά αφηγήματα, ρατσιστικές μυθοπλασίες κ.ο.κ., επενδύοντας στα πιο ταπεινά αισθήματα που δύναται να έχει άνθρωπος. Οι χριστιανοί της εποχής μας, επί παραδείγματι, πόρρω απέχουν από τα πρώιμα προτάγματα: σωρεύουν πλούτο και πολιτεύονται μ’ αυτόν, ως πλουτοκράτορες, απειλούν όποιον/α θεωρούν αντίπαλο/η και ηγεμονεύουν παρέα με την εκμεταλλεύτρια τάξη. Σ’ αυτούς κλίνουν το γόνυ οι επιστήμονες, μ’ αυτούς συναγελάζεται η Δεξιά του Κυρίου (έκφραση του αλήστου μνήμης αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου των λαοσυνάξεων), αυτοί διαμορφώνουν, συχνά ανεμπόδιστα, μισογυνικές συνειδήσεις (Κοζάνης Παύλος κ.λπ.).
Στην αναρώτηση, λοιπόν, που ετέθη από τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Χουσεϊν Ζεϊμπέκ και βιάστηκε να απαντηθεί από τον Γ. Κατρούγκαλο, αν η Ελλάδα είναι κοσμικό κράτος, η απάντηση δεν μπορεί να είναι καταφατική. Πράγμα που φάνηκε ξεκάθαρα και από τις πολιτικές παλινωδίες της δεξιάς στους καιρούς της πανδημίας, αναφορικά με τα μέτρα και την Εκκλησία.
Η ρήξη, ο διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους, παραμένει ζητούμενο. Αποτελεί μια μεγάλη ιστορική εκκρεμότητα για την οποία η Αριστερά, ως κυβέρνηση, δεν έκαμε όσα όφειλε και μπορούσε.

Κατέ Καζάντη

Πηγή: arti news