Η φωτιά που κατάκαψε πέρσι τον Έβρο, η ανυπολόγιστη οικολογική καταστροφή, που μετέτρεψε σε μια χούφτα στάχτη πάνω από 935.000 στρέμματα, μεγάλο μέρος του δάσους της Δαδιάς, ελαιώνες, καλλιέργειες, παραγωγές, δεν είναι παρά μια ανάμνηση. Κακή ίσως, λυπηρή, αλλά πάντως ανάμνηση. Που τοποθετήθηκε στα περασμένα – ξεχασμένα, εκεί όπου τοποθετείται, και τακτοποιείται, κάθε τι οχληρό, κάθε τι που, όταν ανασκαλεύεται, δύναται να προκαλέσει μικρές ή μεγάλες κοινωνικές αναταραχές. Εκεί τοποθετήθηκε η μεγάλη πυρκαγιά της Πάρνηθας, εκεί της Πελοποννήσου, εκεί της Εύβοιας. Δεν δίδαξαν, δεν διδάσκουν τίποτε, πλην ενός: πως το άτομο και μόνο, εφ’ όσον ζήσει, είναι υπεύθυνο για την ιδιοκτησία του. Ζει δεν ζει σε μια οργανωμένη κοινωνία, η ευθύνη είναι δική του. Αποκλειστικά. Οφείλει, λοιπόν, να καθαρίζει τη γη του και, αν κάτι στραβώσει, να αποταθεί στην ασφαλιστική του εταιρεία, την οποία, φυσικά, προηγουμένως θα έχει χρυσοπληρώσει.
Έτσι λειτουργεί το περιώνυμο σύστημα, ίδιο λίγο πολύ από τη Νέα Ορλεάνη ως το Διόνυσο και το Χαλάνδρι. Να αδιαφορείς για τα σημεία όπου στοιβάζεται όχι μοναχά η φτωχολογιά αλλά και η «μεσαία τάξη» -για την οποία, σημειωτέον, κόπτεσαι-, να λογαριάζεις τις ανθρώπινες ζωές με το ισοζύγιασμα κόστους οφέλους και να νοείς ως προστατευόμενο είδος αποκλειστικά τον μεγάλο πλούτο, να εγκαταλείπεις στην τύχη του το οικοσύστημα διότι είναι πολλά τα φράγκα της προστασίας του και, το κυριότερο, να παρεμβαίνεις σ’ αυτό μοναχά ως επιχειρηματίας καταστροφέας, είναι ιδιοσυστατικά των εκμεταλλευτικών πολιτικών με τις οποίες πορεύεται ο δυτικός κόσμος στο σύνολό του.
Η ανθρωπολογική αυτοκτονία, που αφορά τους πάντες, από τον Ίλον Μασκ μέχρι την τελευταία εργάτριά του, δεν είναι προφανής για όλ@. Για όσ@ βλέπουν την καμένη γη ως επενδυτική ευκαιρία, ας πούμε, ή ως μια αδιάφορη κατάσταση -αφού «δεν-πέθανε-κανείς» παρά μοναχά μια ταπεινή εργάτρια, η οποία «ας έφευγε, να σωθεί»-, το ζήτημα εντάσσεται στη φυσική αλληλουχία της ιστορίας, εκεί όπου καταγράφονται όχι τα μεγάλα γεγονότα, αλλά οι λεπτομέρειές της.
Αυτές οι λεπτομέρειές της, όμως, είναι οι ζωές των πολλών: των μονίμως ηττημένων, των διαρκώς απειλούμενων, των δυσμενώς ζώντων. Αυτοί είναι οι πρώτοι που πληρώνουν τα επίχειρα των πολιτικών των από πάνω, που πεθαίνουν, κυριολεκτικά, στη ζέστη ή στο κρύο, που μένουν ανέστιοι και καταχρεωμένοι, που ο επιούσιος παύει πλέον να εντάσσεται στα αυτονόητά τους.
Το σύστημα έχει κάνει θαυμάσια δουλειά. Πριν αποδυναμώσει κάθε κοινό αγαθό, φρόντισε πρώτα να τα απαξιώσει στις συνειδήσεις: από τους χαραμοφάηδες του δημοσίου που κάθονται στα γραφεία –πυροσβέστες, γιατρούς, δασκάλους κ.ο.κ.- μέχρι την αγιοποίηση της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας», όλη η ρητορική διαμορφώνει και επαναδιαμορφώνει διαρκώς την κουλτούρα του ατομισμού. Εκεί καταργείται και κάθε έννοια αλληλεγγύης: δεν υπάρχει ο άνθρωπος για τον συνάνθρωπο, αλλά μοναχά για τους εξ αίματος στενούς συγγενείς, και τούτο όχι πάντα. Εν τέλει, δεν υπάρχει ούτε η φύση, παρά μόνο στην ιδιοκτησιακή σχέση της με τον/ην καθεμιά/ναν.
Οπότε: ξανά και ξανά, το πρόβλημα επιστρέφει στην ίδια αφετηρία. Ποτέ και σε καμία περίπτωση, οι πολιτικοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου δεν θα νοιαστούν για τις οικολογικές καταστροφές, αφού οι πολιτικές τους τις προκαλούν. Ποτέ, ακόμη κι αν φτάσει έξω από την πόρτα τους. Και δεν είναι μονό το στενό συμφέρον, του οικονομισμού. Η έπαρση με την οποία ζουν εκ γενετής δεν τους επιτρέπει να αντιληφθούν ότι σκάβουν και το δικό τους λάκκο.
Οι «άριστοι» καταστροφείς πιθανώς δεν έχουν καν επενδυτικό σχέδιο για τα καμένα. Σφυρίζουν απλώς αδιάφορα, κι όπου βγει. Το πολύ πολύ να εκχωρήσουν τη δασοπροστασία σε ιδιώτες και, αν το διάφορο συμφέρει, να κλείσουν κάνα ντιλ.
Το ζητούμενο είναι, πάλι και πάλι, πώς θα ανταπαντήσουν τα υποζύγια. Αν θα συνεχίσουν να συναρτούν τις ζωές τους με εκείνων που τα ταξικά τους συμφέροντα άλλα υπαγορεύουν ή αν η κατακαίουσα φλόγα της αντίστασης δείξει τον άλλο δρόμο: της επανάκτησης όλων εκείνων των κοινών που οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές αποστέρησαν.
Με πρώτο και κύριο το ίδιο το οικοσύστημα.
Κατέ Καζάντη