Macro

Κατέ Καζάντη: Αόρατες, στη ζωή και στον θάνατο

Γήινα χρώματα. Καφέ. Και μπεζ. Σαν το χώμα. Ευπρεπή. Σοβαρά. Ταιριαστά στην ηλικία της. Διότι είναι μάνα. Και γιαγιά. Και σύζυγος. Και αδελφή. Και τι θα λεν τα σερνικά της οικογένειας έτσι και τους προσβάλλει με ανάρμοστα ρούχα; Και τι θα πει ο κόσμος;
 
Διότι στον κόσμο που στήθηκε από τα σερνικά, για τα σερνικά, εκείνη ήταν πάντα δευτερεύουσα. Απ’ τις χαρές περίσσευε. Μια ζωή στο τόσο όσο. Διότι οι παρεκτροπές, και οι ξεδιαντροπιές, δεν ήταν της θέσεώς της. Ρεζιλεύουν τους «προστάτες» της. Τον πατέρα, τον αδερφό και μετά τον άντρα της. Και πληρώνονται. Και τιμωρούνται. Διότι η θέση της, εκεί που την έριξε η μοίρα, ο ρόλος της εντός της κοινωνικής συνθήκης που της επέβαλε ο τρέχων πολιτισμός, τη θέλει στη γωνία. Η δε «αυθεντία» της φύσης, η οποία επικεντρώνει στη βιολογία και αγνοεί τη διάνοια, τη θέλει κεκλεισμένη στην εστία. Να γεννά, να μαγειρεύει, να ξεσκατίζει μωρά και γερόντια. Τη θέλει μόνον έτσι, μόνον εκεί. Αόρατη στα άλλα.
 
Από την άλκιμη νιότη, υπάρχει ως ιδιόμορφο αντικείμενο, πολυεργαλείο που το βουλώνει και υπηρετεί. Όσο μεγαλώνει και, λίγο λίγο, αχρηστεύεται κιόλας, αμβλύνονται κι άλλο οι αντιδράσεις. Μένει υποχείριο των «λεβέντηδων». Εκείνων που νυμφεύτηκε και, ίσως, εκείνων που γέννησε. Οι δυνάστες της εξακολουθούν να έχουν τα κλειδιά του σπιτιού της.
 
Του σπιτιού της; Όχι. Το οίκημα εκείνο, όπου σκορπάει τα χρόνια που της έμειναν να ζήσει, δεν είναι σπίτι της. Είναι η φυλακή της ύπαρξής της, εκεί όπου εκτίει ισόβια δεσμά. Όλος ο εσωτερικευμένος, συστημικός μισογυνισμός, το αίσθημα που καλλιεργείται επί αιώνες από τις πατριαρχικές δομές που νομιμοποιούν την εκμετάλλευση κάθε αδύνατου πλάσματος, την κάνουν να αδυνατεί να δει τον εαυτό της όπως όντως είναι. Να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Να βεβαιώσει την ωραιότητά της. Μένει ένα μάτσο ενοχές, μονάχα αυτό: «μου άξιζε η ζωή μου». Έχει πειστεί πως και τον φούσκο που έτρωγε κάθε φορά τον άξιζε και τον μισθό που παρέδιδε στον άντρα, αυτή η σπάταλη, δεν θα κατάφερνε να τον κουμαντάρει. Ούτε, επομένως, και τη ζωή της. Διότι δεν σκαμπάζει από τίποτα. Όλα καλύτερα τα ξέρει ο πατριάρχης.
 
Όσο μεγαλώνει, βαθαίνει το σκοτάδι. Γριά και ξοφλημένη. Αν είναι και φτωχιά, με πολλαπλές εξαρτήσεις, έρμαιο διευθυντάδων και αφεντικών, το βουλώνει διπλά. Αόρατη. Να μην την παίρνουνε χαμπάρι μήπως γλιτώσει την απόλυση, αφού λασκάρισε το γρανάζι και δεν παράγει όσο πριν πια.
 
Εξάλλου, μην ξεχνιόμαστε, η γυναίκα «είναι για να τίκτει», το θηλυκό έχει «άλλες δουλειές»: οι αλησμόνητες διδαχές του υφυπουργού Υγείας, και ψυχιάτρου, Δημήτρη Βαρτζόπουλου, όταν δεν εισακούονται, έχουν τίμημα. Τα (παλιο)θήλυκα «προτιμάνε αντί τον γάμο τα πανεπιστήμια και τα πτυχία και τις καριέρες, και φτάνουν τελικά 35+», έλεγε (Απρίλιος, 2024). Ζουν παρά φύση και συνεπώς τιμωρούνται. «Η γυναικοκτονία έχει μια βιολογική βάση», συνέχιζε ο άριστος επιστήμων υφυπουργός, μοιράζοντας συχωροχάρτια στους μπρατσαράδες που για τα φονικά φταίει-η-φύση-τους-όχι-αυτοί.
 
Κλεισμένες σ΄ ένα δωμάτιο με «Κίτρινη Ταπετσαρία»[1], αντιμέτωπες με δαίμονες, ανυπεράσπιστες, θύματα μιας ανδροκρατούμενης επιστήμης, οι γυναίκες «μιας κάποιας ηλικίας» αργοπεθαίνουν υφιστάμενες παντός τύπου βιαιοπραγίες, σώματος και ψυχής. Εν τέλει, ο θάνατός τους καθίσταται, κατά Φουκό, μη συμβάν.
 
Αόρατες ακόμα και μπροστά στον θάνατο: το ερώτημα αν «Είναι οι γέροι ανθρώπινα πλάσματα; (…) κρίνοντας από τον τρόπο που η κοινωνία μας τους μεταχειρίζεται, παραμένει ανοιχτό στην αμφιβολία»[2].
 
Για τις «γριές», τα πράγματα είναι κατά πολύ χειρότερα, αφού εξαρχής «δεν έχουν ούτε τις ίδιες ανάγκες, ούτε τα ίδια δικαιώματα με τα άλλα μέλη της ανθρώπινης κοινότητας». Η δυστυχισμένη νιότη τους και τα φριχτά γηρατειά τους «κατάντησαν να γίνουν ένα ντροπιασμένο μυστικό, ένα απαγορευμένο θέμα»[3].
 
Μια στις τέσσερις γυναίκες, το 24%, ηλικίας 65-74 ετών, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει υποστεί βίαιες εμπειρίες από οποιονδήποτε τύπο δράστη κάποια στιγμή στη ζωή της, λένε τα στοιχεία της Eurostat. Στην Ελλάδα, σχεδόν 1 στις 3 γυναίκες ηλικίας 65+, έχει υποστεί κάποια μορφή βίας και 1 στις 3 έχει βιώσει ψυχολογική βία από σύζυγο/σύντροφο.
 
Η γυναικοκτονία έρχεται ως «φυσικό» επόμενο: Το 38%, επί του συνόλου των γυναικοκτονιών, που συντελέστηκαν στη χώρα μας, μεταξύ 2021-2023, είχαν θύματα γυναίκες 65 ετών και άνω. (Κέντρο Διοτίμα).
 
Δυνατή φωνή. Ουρλιαχτό εξέγερσης. Και αφύπνισης. Ορατότητα. Αν κάτι απαιτείται για τις «απόμαχες», είναι να δοθούν νέες δυνατότητες. Ώστε να ξαναμπούν στη μάχη. Να ζήσουν ό,τι δεν έζησαν. Την τρυφερότητα της αλληλεγγύης. Την αναγνώριση. Ένα νέο πολιτικό «εμείς», χωρίς όριο ηλικίας.
 
Σ’ αυτόν τον αγώνα, δεν περισσεύει καμιά, κανείς και κανένα.
 
Σημειώσεις:
 
1. Σάρλοτ Γκίλμαν, Κίτρινη Ταπετσαρία.
 
2. και 3. Σιμόν ντε Μπoβουάρ, Τα Γηρατειά.