Κι αν τον γραμματιζούμενο/η τον ορίζεις ακόμα μ’ εκείνον τον παλαιϊκό τρόπο, που περιλάμβανε το δάσκαλο και τον καθηγητή, τον ευαίσθητο αναγνώστη της ποίησης και της φιλοσοφίας; Εκείνον κι εκείνη που θεωρούσαν τη γνώση κοινωνικά παραγόμενη, προϊόν του μόχθου και του σκαφτιά και του αγρότη, και την επέστεφε ως χρέος και ανταμοιβή στην κοινωνία; Κι αν τη μόρφωση την ορίζεις ακόμα, και τη συνδέεις, με την κλασική γραμματολογία, την ιστορία των ανθρώπων και των τεχνών τους, τη σπουδή στα έργα της διάνοιας; Κι αν εν τέλει επιθυμείς να εντρυφήσεις σε τούτα και να τους αφιερωθείς και να λιώσεις παντελόνια στα θρανία, γίνεται να το πράξεις στους καιρούς μας;
Γίνεται. Αν, όμως, προηγουμένως, συμφιλιωθείς με την ιδέα πως θα ζήσεις μια ζωή στην ανέχεια. Πως ποτέ δεν θα γίνει αντικείμενο της δουλειάς σου εκείνο που σπούδασες. Πως θα αλλοτριώνεσαι καθημερινά σε χιλιάδες δουλείες για το μεροκάματο, λησμονώντας ενίοτε κι όσα έμαθες. Πως η επιλογή σου είναι εξαρχής μια επιλογή αποτυχίας, πως οι «αριστείες» έχουν άλλα περιεχόμενα. Πως για τη συντεταγμένη σε κράτος κοινωνία είσαι η φύρα, που δεν παράγει, και ζει παρασιτικά, αφού η παραγωγή έγινε πια υπόθεση των τεχνοκρατών. Και πως εν τέλει η όντως παιδεία περνάει μέσα από καταστροφικά κανάλια κι εξαφανίζεται, αφού καμία και κανέναν δεν –φαίνεται να– αφορά.
Οι βάσεις εισαγωγής στα πανεπιστήμια αποτελούν τηνισχυρότερη απόδειξη: οι «άριστοι/ες» των μαθητών γυρίζουν την πλάτη στις λεγόμενες θεωρητικές σπουδές. Σχολές άλλοτε «περιζήτητες» γίνονται σύμβολα αποτυχίας. Ποια/ος εξάλλου θα ασχοληθεί με την Αρχαιολογία, τη Θρησκειολογία, τη Λογοτεχνία ως επιστήμη; Ποια/ος και γιατί, αφ’ ης στιγμής μετά το πέρας των σπουδών θα καταστεί ανειδίκευτη/ος εργάτης/τρια;
Στον κόσμο της σύγχρονης δουλείας των 13ωρων μεροκάματων, η καλλιέργεια της διάνοιας αποτελεί αντι-προσόν: δεν είναι τα μετρημένα κουκιά των Μαθηματικών, δεν είναι Φυσική ούτε Λογιστική. Με τη μελέτη του Πλάτωνα και του Επίκουρου, την ποιητική του Σεφέρη και του Ρίτσου, την ιστορία του Σβορώνουκαι του Βουρνά, ή τη θεολογία του Ελιάντε και του Μόλτμαν, δεν φτιάχνονται ρομπότ ούτε συντάσσονται κρατικοί προϋπολογισμοί. Τι κι αν καταφέρνουν να μαλακώνουν την ψυχή, να αποσπούν το νου από το εφήμερο και το υλικό, να εστιάζουν όχι στην ατομική τρυφή αλλά στην ουσία της ύπαρξης, που δεν είναι άλλη από μια ζωή αφιερωμένη στη συνολική ευημερία;
«Ούκ έπ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος», έγραφε ο ευαγγελιστής (Ματθ. Δ’ 4). Αλλά ο τεχνικός πολιτισμός, ο πολιτισμός της αέναης έως καταστροφής της γης παραγωγής περιφρονεί βαθύτητα ό,τι δεν αποτελεί «κερδοφόρα επιχείρηση», ό,τι δεν φέρνει παντεσπάνια. Έτσι, όλα τα λεγόμενα «θεωρητικά» πετιούνται στον κάλαθο των αχρήστων. Και μαζί μ’ αυτά, ίσως κυρίως, η –τόσο, μα τόσο, επικίνδυνη– ανάγκη της αλλαγής του κόσμου τούτου προς έναν άλλο δικαιότερο, ανάγκη που καλλιεργείται πρωτίστως μέσα από τις επιστήμες τις λεγόμενες ανθρωπιστικές.
Κι επειδή οι επόμενες δεκαετίες ανήκουν στην τεχνητή νοημοσύνη και τη ρομποτική, ενδεχομένως να καταστεί πλέον άχρηστος και ο ίδιος ο Άνθρωπος.