Η ιδεολογική κυριαρχία της δεξιάς πιστοποιείται, ίσως κυρίως, από τη δυνατότητά της να επαναορίζει τις έννοιες και να ανακαθορίζει το πλαίσιο όπου μπορεί και όπου τη συμφέρει -όπου συμφέρει, δηλαδή, τη -μεγαλοαστική-τάξη που εκπροσωπεί. Η εικόνα υπάρχει παντού: από το πεδίο της τέχνης και της χειραγώγησής της διαμέσου των ιδρυμάτων του κεφαλαίου μέχρι το πεδίο της γλώσσας και των λέξεων, με αντικαταστάσεις -απασχόληση αντί εργασία ή δουλειά κ.ο.κ.- ή δαιμονοποιήσεις -διάζευξη κρατικού ιδιωτικού κ.ο.κ.
Το πεδίο της δημοσιογραφίας είναι, φυσικά, πρωταρχικό: ο έλεγχος της διάχυσης της πληροφορίας είναι ο βασικός μοχλός της προπαγάνδας και ο κύριος τρόπος να παρέμβουν οι από πάνω, μεταλλάσσοντας το συλλογικό συνειδητό των από κάτω.
Στο ερώτημα, έτσι, ποιοι και ποιες είναι σήμερα οι δημοσιογράφοι/ίνες, η απάντηση είναι, εκείνοι/ες που υποδεικνύει το σύστημα. Τουτέστιν, όσες/οι προτάσσουν τα κυρίαρχα αφηγήματα πάντα και παντού. Όσο για την “άλλη άποψη”, αφήνεται να υπάρχει στο βαθμό που δεν ενοχλεί, ως το περιβόητο “άλλοθι”, γνωστό από παλιά στον αστικό Τύπο και για το οποίο προσλαμβάνονταν αριστεροί δημοσιογράφοι.
Το τοπίο σήμερα στη δημοσιογραφία παραείναι σκοτεινό. Στην Ελλάδα, από τη μεταπολίτευση και δώθε, διανύει τη χειρότερη περίοδο. Ο κυριολεκτικός και μεταφορικός θάνατος των παραδοσιακών εκδοτών, κυρίως δε η, για πολλούς λόγους, αδυνατότητα οικονομικής αυτονομίας των ΜΜΕ, επέφεραν την υπερσυγκέντρωση τούτων στα χέρια του κεφαλαίου, παγκοσμίως. Η περίκλειστη κοινωνία του ελέγχου, στις μεταδημοκρατικές δυτικές κοινωνίες, κυριλέ και ιλουστρασιόν, ορίζει την “είδηση”, γράφει και σβήνει γεγονότα και διαμορφώνει την κοινή γνώμη.
Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, οι “περσόνες” που θα διαμεσολαβούν, μεταξύ κοινού και αφεντικών, πρέπει να έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, με κυριότερο εκείνη τη διάνοια που θα τους επιτρέπει να υπηρετούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη συστημική ηγεμονία. Άρα, οι αντιφρονούντες γίνονται μεν ανεκτοί σε ένα εικονικό, μόνο για τα μάτια, πλουραλιστικό τοπίο, αλλά, εάν πολυενοχλούν, ανακαλούνται στην τάξη. Με ορθόδοξους και ανορθόδοξους τρόπους, που περιλαμβάνουν από επιπλήξεις μέχρι διώξεις και απολύσεις κ.ο.κ.
Η περίπτωση του υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων είναι ενδεικτική των καιρών μας. Υπηρετεί το σύστημα από δυο μεριές, του διαρκώς δημοσιολογούντος, αγαπητού των καναλαρχών, και του εκλεγμένου εκπροσώπου της μερίδας του λαού που ψηφίζει δεξιά. Από αυτές τις θέσεις κόβει, ράβει, κρίνει, ορίζει, καθορίζει, επανακαθορίζει. Δικαίωμά του; Προφανώς. Αλλά και δικαίωμα στην αντιφρονούσα δημοσιογράφο, Ελένη Καλογεροπούλου, να θέτει ερωτήματα. Έλα, όμως, που η ηγεμονική του αντίληψη δεν του επιτρέπει να ανέχεται πολλά πολλά και, εξαιτίας μιας γυναίκας μάλιστα, ξεπέρασε τα προσωπικά του όρια. Είναι, λοιπόν, “κλάψα” όσα λέει και είναι και ΣΥΡΙΖΑ, οπότε δεν δικαιούται να ομιλεί. Το mansplaining είναι εδώ, μαζί με την αντιαριστερή εμμονική ιδεοληψία.
Στην αστική αντίληψη, μοναχά οι λευκοί άντρες δεξιοί, άντε και οι δεξιές, μπορούν να δημοσιογραφούν, μοναχά αυτοί κατέχουν την κριτική ικανότητα της αντικειμενικότητας, μοναχά αυτοί διαθέτουν αναλυτική ουδετερότητα. Ο σπερματικός λόγος του φασισμού, η απροσχημάτιστη συστημική ξετσιπωσιά με την οποία διατάσσεται να “βγάζει το σκασμό” όποια τολμά να αντιμιλά, ο, κυριλέ ή και όχι, αυταρχισμός αποτελούν μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου προσώπου της Ν.Δ. Μαζί με την περιφρόνηση στους από κάτω -βλέπε δηλώσεις Σκυλακάκη-, ένας κόσμος απ’ τα παλιά αναδύεται με όλα τα σκοτάδια του.
“…Η άρνησις του αντικομμουνισμού σημαίνει ουσιαστικώς άρνησιν αντιστάσεως εις την πολύπλευρον και πολύμορφον κομμουνιστικήν επίθεσιν. Σημαίνει εγκατάλειψιν του μετώπου, συνθηκολόγησιν με τον εχθρόν…”, έγραφε ο Γεώργιος Κ. Γεωργαλάς. (H ιδεολογία του Αντικομμουνισμού, 1970)
Το μίσος αυτό που έως σήμερα επιβιώνει θα έπρεπε να απασχολεί τη δημόσια ζωή. Πρώτιστα δε, τους δημοσιογράφους, που ξεφτιλίζονται στο βαθμό που παρακολουθούν ατάραχοι, και το σωματείο τους, που, μένοντας δίχως να λάβει θέση, ντροπιάζεται.
Κατέ Καζάντη
Πηγή: artinews