Macro

Καταστροφές, πεύκα και άροτρα

Στις αναπτυγμένες κοινωνίες η πρόληψη μιας καταστροφής αποτελεί αντικείμενο διαρκούς μέριμνας. Όμως, ταυτόχρονα θεωρείται δεδομένο πως δεν υπάρχει τρόπος να αποφευχθεί ο σεισμός των 7,5 Ρίχτερ, η πλημμύρα της πεντηκονταετίας, η θυελλώδης δασική πυρκαγιά. Μπορούν, ωστόσο, να περιοριστούν οι επιπτώσεις, να μηδενιστούν οι απώλειες ζωών; Η Κωνσταντινούπολη ή η Θεσσαλονίκη καίγονταν κάποτε με μια σπίθα από μαγκάλι. Μετά την πυρκαγιά που κατέστρεψε το Λονδίνο το 1666 επιβλήθηκαν στους κατοίκους δύο υποχρεώσεις. Πέτρινες αντί για ξύλινες μεσοτοιχίες, ώστε να μην μεταπηδά η φωτιά από κτίριο σε κτίριο, και μια δεξαμενή νερού σε κάθε στέγη, ώστε να μπορεί ο καθένας να σβήσει τη φωτιά στο σπίτι του ακόμη και αν δεν προλαβαίνουν να φθάσουν πυροσβέστες. Ήταν τα πρώτα μέτρα αντιπυρικής προστασίας σε κλίμακα πόλης. Στο Λονδίνο τηρούνται μέχρι σήμερα.

Οι πόλεις της Ανατολής, στις μέρες μας, ισοπεδώνονται ακόμη από μεγάλους σεισμούς. Εκτός από δύο, το Τόκιο και η Αθήνα. Γιατί όχι; Διότι οι αντισεισμικοί κανονισμοί, μετά το ’90 στην Ελλάδα τουλάχιστον, είναι δρακόντειοι. Είναι υποχρέωση κατασκευαστών και ιδιοκτητών να τους τηρήσουν παρά το όποιο κόστος ή περιορισμούς. Μάθαμε μετά από εκατόμβες νεκρών. Αυτές οι προδιαγραφές στηρίζονται σε μία θεμελιώδη αρχή. Η ανθρώπινη κατασκευή προστατεύεται, ώστε να αντέξει στο κακό, αλλά όταν αυτό ξεφύγει των δυνατοτήτων της τεχνολογίας – είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα συμβεί – τότε φροντίζουμε να σωθούν οι άνθρωποι. Να επιβραδυνθεί η εξέλιξη της κατάρρευσης ή η μεταπήδηση της φωτιάς. Να υπάρχουν οι έξοδοι φυγής για τους εγκλωβισμένους, τα ανθεκτικά υλικά που θα επιβραδύνουν τη διάλυση των δομών, να εξασφαλιστεί ο κρίσιμος χρόνος της εκκένωσης.

Ένα εύκολα κατανοητό, παρότι θαλασσινό, με σημαντικές τεχνικές διαφορές, παράδειγμα είναι αυτό το οποίο συνέβη με το ναυτικό ατύχημα στο «Ελευθέριος Βενιζέλος», ενώ δεν συνέβη με το παλαιό ναυάγιο του «Σαμίνα». Στεγανά διαμερίσματα, έξοδοι διαφυγής, σοβαρό σχέδιο εκκένωσης και ψυχραιμία μέσω εκπαίδευσης. Χίλιοι άνθρωποι σώθηκαν όλοι, παρά το ότι το σκάφος φλεγόταν νύχτα μεσοπέλαγα υπό εξαιρετικά επικίνδυνες συνθήκες.

Μπορούμε να φανταστούμε το ίδιο για μια σύγχρονη πόλη η οποία πρέπει να έχει αυτές τις προδιαγραφές για τις οποίες συζητάμε. Ασφαλείς δημόσιες εξόδους κινδύνου και διαδρόμους φυγής, δυνατότητες εκτόνωσης πλήθους σε πανικό με λεωφόρους, δρόμους από και προς τους χώρους μεγάλων συγκεντρώσεων. Ανάλογες προβλέψεις στο μετρό, στα δημόσια κτίρια, στα σχολεία, στα νοσοκομεία, στα στάδια. Ασφαλείς χώρους συγκέντρωσης του κόσμου στις στιγμές της θεομηνίας, σε πλατείες, πάρκα, ανοικτά γήπεδα και υπερπροστατευμένα μεγάλα κτίρια για τους πληγέντες. Σχέδια προστασίας με εμπλεκόμενα όλα τα κοινωνικά επίπεδα, συστηματική εκπαίδευση αρχών και πληθυσμού. Τούτο δεν είναι χθεσινό. Υπάρχει στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ’80. Αναφέρεται σε όλα τα πολυτεχνικά συγγράμματα. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός περιλαμβάνει και το σκέλος της προετοιμασίας για αυτή την επικίνδυνη στιγμή.

Όταν λοιπόν η επιστημονική κοινότητα, κυρίως οι τεχνικοί, γράφουν και ξαναγράφουν εδώ και χρόνια ότι «δεν μπορεί να υπάρχει πόλη χωρίς αντισεισμικό, αντιπυρικό, αντιπλημμυρικό σχεδιασμό», το κάνουν όχι λόγω της εμμονής για την οργάνωση των πάντων, αλλά για να κτίσουμε πόλεις βιώσιμες σε όλα τα επίπεδα – και σε αυτό των μεγάλων καταστροφών. Όταν και τα δύο Ρυθμιστικά Σχέδια της Αθήνας – Αττικής, του ’85 και του ’14, έθεσαν όρους για το τέλος των επεκτάσεων εκτός σχεδίου, για τη σχεδιασμένη και συμπαγή πόλη και όχι τη διάσπαρτη ασχεδίαστη, γι’ αυτό το έκαναν. Καθώς, περνώντας στο αντίθετο άκρο, μια πόλη η οποία κτίζεται στην τύχη, στην οποία δεν τηρούνται προδιαγραφές ασφαλείας, εκεί όπου στο όνομα της φθήνιας των κατασκευών ή της προστασίας του ιδιωτικού χώρου, δεν δημιουργούνται οι απαραίτητοι δημόσιοι χώροι, δρόμοι, πλατείες, ανοικτά ρέματα, αντιπυρικές και αντιπλημμυρικές ζώνες, ελεύθερες έξοδοι πανικού, έ τότε αυτή η πόλη δεν είναι ασφαλής.

Ας επιστρέψουμε στη μεγάλη φωτιά της Πεντέλης. Μήπως τελικά φταίνε τα πεύκα και όχι η ανύπαρκτη πολεοδομική οργάνωση; Όχι δεν φταίνε τα πεύκα! Το γνωρίζουν όλες οι κοινωνίες της Μεσογείου. Δεν κτίζουν οικισμούς καταμεσής στα πευκοδάση, ούτε στο χείλος φουρτουνιασμένων ακτών ή στις κοίτες χειμάρρων που φουσκώνουν τους χειμώνες. Όποτε αυτό γίνεται, είναι δεδομένο ότι αυτά κάποια στιγμή θα κινδυνέψουν σοβαρά. Στην Πορτογαλία, στην Ισπανία, στη Γαλλική και στην Ιταλική Ριβιέρα, στην Ελλάδα. Φέτος κινδύνεψαν και στο Βερολίνο!

Ακούμε: Να βάλουμε πλατάνια. Πού θα βάλουμε πλατάνια; Στα άνυδρα βουνά και λόφους, σε όλη τη ζεστή ζώνη της Νότιας Ευρώπης, σε όλες τις παράκτιες δασικές ζώνες της Ελλάδας, στην ευλογημένη γη του πεύκου, του πουρναριού, του κέδρου και της ελιάς; Θα αποψιλώσουμε τα εκατομμύρια εκταρίων κωνοφόρων και θάμνων της Πάρνηθας, του Σουνίου, των Γερανείων, του Πηλίου ή της Χαλκιδικής φυτεύοντας, ας πούμε, χαρουπιές; Ή θα τα περνάμε κάθε άνοιξη με κλαδευτήρια, με χορτοκοπτικά; Αυτά είναι εξυπνάδες για τηλεοπτικά πάνελ.

Μα πώς έγινε και κτίσαμε μέσα ή δίπλα στα εύφλεκτα πευκοδάση τόσες χιλιάδες κτίρια, οικισμούς ολόκληρους; Αφού απαγορεύεται εδώ και τρεις γενιές. Γνωρίζουμε όλες και όλοι την αιτία. Στη μεταπολεμική Ελλάδα οργανώθηκε η μεγάλη παραοικονομία των καταπατήσεων. Ένα πολυεπίπεδο δομικό κρατικό πρόβλημα. Πραγματικοί ή ψεύτικοι ιδιοκτήτες, δήμαρχοι, βουλευτές, υπουργοί, ηγούμενοι μοναστηριών, διεφθαρμένοι υπάλληλοι, δασικοί, πολεοδομικοί, αστυνόμοι, συμβολαιογράφοι και εργολάβοι και βέβαια κατασκευαστές και αγοραστές των εκτάσεων αυτών έκτιζαν. Κέρδιζαν άλλος το προϊόν της δωροδοκίας, άλλος την υπεραξία του οικοπέδου, άλλος την πολιτική ψήφο και ο τελευταίος το σπίτι του. Στην αρχή αυτά ήσαν κυρίως τα σπίτια της φτωχολογιάς. Τα αυθαίρετα γύρω από τις πόλεις, σε γυμνές πλαγιές. Αλλά και τα φθηνά παραθεριστικά σπιτάκια σε ακτές και δάση. Στη συνέχεια τα ακριβά νέα προάστια, οι «συνεταιριστικοί» οικισμοί της χούνταςδικαστές, δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί, οι νέες διάχυτες παραθεριστικές οικίσεις. Ένα θηριώδες αστικό sprawl στα πιο ακατάλληλα εδάφη, χωρίς υποδομές, σε λεηλατημένη δημόσια γη.

Για να μπορέσει να σταματήσει αυτό, θα πρέπει να ολοκληρωθούν γρήγορα τα δύο βασικά εργαλεία: οι χάρτες που δείχνουν τι είναι ιδιωτικό και τι είναι δημόσιο κτήμα και οι χάρτες που δείχνουν τι είναι δάσος και τι όχι. Σε όλη την επικράτεια. Το πρώτο λέγεται κτηματολόγιο και το δεύτερο δασικοί χάρτες!

Φτάσαμε στο πιο σημαντικό που ήρθε η ώρα να συζητήσουμε: Ο αρχαϊκός νόμος περί «εκτός σχεδίου δόμησης», γραμμένος την εποχή της μικρασιατικής καταστροφής, επιτρέπει να κτίζει κανείς όπου θέλει εκτός πόλεων, υπό την προϋπόθεση ότι έχει οικόπεδο τεσσάρων στρεμμάτων, δηλαδή ένα ρωμαϊκό acre. Είναι αυτό που έπαιρναν ως ανταμοιβή λεγεωνάριοι και ακρίτες. Μετριέται ως ένα χωράφι το οποίο οργώνει σε μία μέρα ένας άνδρας με δύο βόδια! Δεν χρειάζονται πολλές εξηγήσεις. Σε αλλοτινούς καιρούς, όταν ο εποικισμός της ρημαγμένης γεωργικής υπαίθρου ήταν στρατηγικός στόχος, αυτό είχε νόημα. Εξ ου και τα περίεργα μεσαιωνικά μεγέθη, το άροτρο με τα βόδια, τα 4 στρέμματα. Έχουμε φύγει πια από αυτή την περίοδο της Ιστορίας. Ο αγροτικός εποικισμός μετετράπη σε αστική διάχυση εξόχως προβληματική. Πολύ περισσότερο που άπειρα νομικά παράθυρα έδωσαν τη δυνατότητα τα τέσσερα στρέμματα να γίνονται δύο, ένα ή και μισό.

Όλα αυτά ήρθε ο καιρός να μαζευτούν, με κτηματολόγιο, δασικούς χάρτες και κατάργηση της μοναδικής για ευρωπαϊκή χώρα νομοθεσίας «εκτός σχεδίου» δόμησης. Αλλά τι θα γίνει με τις ιδιοκτησίες σε όλη τη χώρα; Ό,τι και με τις πόλεις. Θα ξεχωρίζουν οι περιοχές για δόμηση από τις μη δομήσιμες, τα δάση από τις καλλιέργειες, οι αιγιαλοί και τα ρέματα, τα προστατευμένα φυσικά και ιστορικά τοπία, οι πόλεις και τα προάστιά τους. Θα οριστούν επιτέλους οι χώροι για τουρισμό, για αναψυχή, για κατοικία, για βιομηχανία. Για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία.

Το πολεοδομικό χάος στην Αττική φέτος κόστισε ανθρώπινες ζωές. Είναι ώρα να μάθουμε από το πάθημα και να προχωρήσουμε. Αξίζει!

Νίκος Μπελαβίλας

Πηγή: Η Αυγή