Το φάντασμα του Grexit εξακολουθεί να στοιχειώνει την Ευρωζώνη; Όχι ακριβώς, αν και εκ πρώτης όψεως θα φαινόταν ότι το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας καταδίκασε τους χειρισμούς της κυβέρνησης Μέρκελ – Σόιμπλε το καλοκαίρι του 2015 που οδήγησαν στη χειρότερη κρίση της Ευρωζώνης, έφεραν την Ελλάδα ένα βήμα πριν από την έξοδο και κλόνισαν, πιθανώς ανεπανόρθωτα, τα θεμέλια του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος.
Πράγματι, σε μια απόφαση που δημοσιεύθηκε στις 26 Μάϊου, επί σχετικής προσφυγής που είχε καταθέσει η κοινοβουλευτική ομάδα των Πρασίνων, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση παραβίασε το δικαίωμα ενημέρωσης του γερμανικού κοινοβουλίου, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 23 του Γερμανικού Συντάγματος, μη παρέχοντας ολοκληρωμένη και έγκαιρη πληροφόρηση σχετικά με τη διαπραγματευτική στρατηγική της Γερμανίας -πριν από τη συνεδρίαση του Eurogroup στις 11 και 12 Ιουλίου 2015 και πριν από τη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωζώνης στις 12 και 13 Ιουλίου 2015- σχετικά με το εάν η Ελλάδα έπρεπε να παραμείνει ή να αποχωρήσει προσωρινά από τη ζώνη του ευρώ.
Έχει σημασία να μελετήσει κανείς την αιτιολογία της απόφασης, καθώς από αυτήν μπορούν να εξαχθούν ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα, όχι μόνο για την όχι και τόσο μακρινή εποχή της ευρωκρίσης, αλλά περισσότερο για το σήμερα και το αύριο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία βρίσκεται ήδη σε μια νέα φάση, κατά την οποία δεν ισχύει καμία βεβαιότητα και καμία σταθερά του παρελθόντος.
Κατ’ αρχάς, μερικές υπενθυμίσεις ως προς τα γεγονότα: o τότε Υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε δεν είχε κρύψει ποτέ την αδιάσειστη θέση του ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να παραμείνει στη ζώνη του ευρώ χωρίς ένα νέο «πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων» και ότι, αν το πράγμα έφτανε στο απροχώρητο, η Ελλάδα θα έπρεπε να αποκοπεί από το σύστημα πληρωμών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με αυτόματη συνέπεια την ανάγκη για προσωρινό παράλληλο νόμισμα. Με άλλα λόγια, η αφετηρία της γερμανικής θέσης ήταν το Grexit και με βάση αυτήν τη θέση η Γερμανία διεξήγαγε εκτενείς συζητήσεις με τις κυβερνήσεις των άλλων κρατών μελών της ζώνης του ευρώ (πλην της Ελλάδας) με πρωταρχικό στόχο τη διαπραγμάτευση μιας «λύσης» που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να παραμείνει στη ζώνη του ευρώ, εάν αποδεχόταν το «νέο πρόγραμμα», εξερευνώντας συγχρόνως όλες τις διαθέσιμες επιλογές σε περίπτωση «αποτυχίας των διαπραγματεύσεων». Έτσι, το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών (δηλαδή, το γραφείο του Σόιμπλε) συνέταξε ένα έγγραφο στην αγγλική γλώσσα στις 10 Ιουλίου 2015 στις 2:00 μ.μ., στο οποίο οι προτάσεις που είχε υποβάλει η Ελλάδα την προηγούμενη ημέρα απορρίπτονταν στο σύνολο τους και προτείνονταν η επιλογή ταχείας διαπραγμάτευσης για ένα χρονικό διάστημα αποβολής της χώρας από τη ζώνη του ευρώ σε περίπτωση που η Ελλάδα «δεν μπορούσε να εξασφαλίσει μια αξιόπιστη προοπτική εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων». Στη συνάντηση του Eurogroup που ακολούθησε, ο Ομοσπονδιακός Υπουργός Οικονομικών (Σόιμπλε) έθεσε και πάλι το ερώτημα πώς θα προχωρήσει η υπόθεση σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων με την ελληνική κυβέρνηση (δηλαδή, σε περίπτωση μη παράδοσης άνευ όρων), ενώ στο τελικό κείμενο της ευρωομάδας η αναφορές για «προσωρινό» Grexit και για «μεταφορά ελληνικών περιουσιακών στοιχείων» συμπεριλήφθηκαν σχεδόν αυτολεξεί από την αντίστοιχη διατύπωση στο ως άνω έγγραφο που είχε συντάξει το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών. Το τελικό έγγραφο του Eurogroup κοινοποιήθηκε στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωζώνης που ακολούθησε αμέσως μετά και ουσιαστικά ήταν η βάση της «διαπραγμάτευσης». Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση διαβίβασε το προπαρασκευαστικό έγγραφο της 10ης Ιουλίου στη Bundestag στις 12 Ιουλίου 2015, μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup.
Με άλλα λόγια, το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι δεν υπήρξε καμία πραγματική διαπραγμάτευση μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρωζώνης το καλοκαίρι του 2015, αλλά μια προαποφασισμένη από το Γερμανικό Υπουργείο Οικονομικών θέση, η οποία καταγράφηκε σε ένα non-paper στις 10 Ιουλίου, κοινοποιήθηκε χωρίς κάποια αλλαγή στους «εταίρους» της Γερμανίας και απλώς επιδόθηκε στη συνέχεια με τη μορφή τελεσιγράφου στην Ελλάδα. Θα μπορούσε να ειπωθεί, χωρίς να είναι μεγάλη υπερβολή, ότι όλοι οι υπόλοιποι παίκτες του δράματος πλην της Γερμανίας και της Ελλάδας, από τον θλιβερό Γερούν Ντάισελμπλουμ ως την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και όλους του υπόλοιπους ηγέτες της Ευρωζώνης, δεν ήταν παρά κομπάρσοι, ή, στην καλύτερη περίπτωση, ο χορός. Αυτό, από μόνο του, λέει αρκετά για τη φύση της ίδιας της ευρωζώνης και του θεσμικού πλαισίου διακυβέρνησής της.
Θα περίμενε, ίσως, κανείς ότι στη συνέχεια το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο θα στηλίτευε αυτήν τη δομική παθογένεια του σημαντικότερου ευρωπαϊκού πρότζεκτ της Ιστορίας και την έλλειψη διαφάνειας και στοιχειώδους σεβασμού μεταξύ των μελών του. Δεν είναι, όμως, έτσι τα πράγματα, πράγμα λογικό, δεδομένου ότι δουλειά της Καρλσρούης δεν είναι να επιβάλλει την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και δημοκρατία, αλλά να προτάσσει το Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Το άρθρο 23 του Γερμανικού Συντάγματος επιβάλλει στην Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση να ενημερώνει τη Βουλή για θέματα που αφορούν την Ευρωπαϊκή Ένωση «όσο το δυνατόν συντομότερο», ούτως ώστε να έχει η δεύτερη την ευκαιρία να επηρεάσει τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της εκτελεστικής εξουσίας νωρίς και αποτελεσματικά. Το καθήκον παροχής ολοκληρωμένης και έγκαιρης κοινοποίησης επεκτείνεται, επίσης, σε πρωτοβουλίες και θέσεις που έχει αναλάβει η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, ισχύει δε ακόμη και σε περιπτώσεις, όπου οι εν λόγω πληροφορίες ενδέχεται να είναι εμπιστευτικές, δεδομένου ότι μπορούν να παρέχονται με τρόπο που διασφαλίζει το απόρρητο. Ως εκ της φύσεως του καθήκοντος ενημέρωσης, η ως άνω υποχρέωση υπόκειται σε αυστηρούς κανόνες ως προς το χρονικό σημείο, διότι η Βουλή οφείλει να διαθέτει τις πληροφορίες σε στιγμή που θα της επιτρέπει να εργαστεί ουσιαστικά για την υιοθέτηση μιας θέσης, προτού δηλαδή τη φέρει η Κυβέρνηση προ τετελεσμένων.
Εν προκειμένω, η διαπραγματευτική θέση της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των προτεινόμενων «λύσεων», ενέπιπτε στο καθήκον ενημέρωσης, διότι, όπως αναφέρει με αφοπλιστική ειλικρίνεια το Δικαστήριο, οι διαπραγματεύσεις αφορούσαν σε ένα νέο πρόγραμμα δεκάδων δισεκατομμυρίων στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, κάτι που θα είχε άμεση επίπτωση στις -συνταγματικά κατοχυρωμένες- δημοσιονομικές εξουσίες της Bundestag. Το ίδιο ισχύει και για την επιλογή της «προσωρινής» ελληνικής εξόδου από την ευρωζώνη, δεδομένου ότι και αυτό το σενάριο θα είχε πολύ σημαντικές επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και, φυσικά, στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό.
Ως εκ τούτου, η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση όφειλε να είχε κοινοποιήσει στη Βουλή την πρόθεσή της να ξεκινήσει συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με τις επιλογές που ορίζονται στο έγγραφο της 10ης Ιουλίου 2015 και, μάλιστα, σε χρόνο κατάλληλο, ώστε να μπορεί η τελευταία να εξετάσει το περιεχόμενο αυτού του εγγράφου και όχι εκ των υστέρων. Με χαρακτηριστική γερμανική ακρίβεια, οι δικαστές της Καρλσρούης προσδιόρισαν το ακριβές χρονικό σημείο: μόλις ο Ομοσπονδιακός Υπουργός Οικονομικών, ενεργώντας εξ ονόματος της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, είχε αποφασίσει ποιες προτάσεις ήθελε να υποβάλει στις διαπραγματεύσεις, δηλαδή στις 2:00 μ.μ. της 10ης Ιουλίου 2015 το αργότερο.
Παρουσιάζει ενδιαφέρον η παρακολούθηση της περί των ευρωπαϊκών θεμάτων νομολογίας του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, διότι, χωρίς να νιώθουν την ανάγκη χρήσης διπλωματικής γλώσσας και μιας διατύπωσης που περισσότερο κρύβει παρά αποκαλύπτει την κατάσταση των πραγμάτων, οι δικαστές της Καρλσρούης μας δίνουν μια ακριβή εικόνα των ευρωπαϊκών υποθέσεων από τη γερμανική σκοπιά. Είναι, σίγουρα, άβολη, για μια χώρα όπως η Ελλάδα (ή για τη Γαλλία ή για την ίδια την ΕΕ, φερ’ ειπείν) η διαπίστωση ότι η διακυβέρνηση της Ευρωζώνης ή ακόμα και η αποβολή μιας άλλης κυρίαρχης (;) χώρας από αυτήν είναι, στην ουσία, ζήτημα τήρησης των συνταγματικών ισορροπιών μεταξύ των γερμανικών πολιτειακών θεσμών και, μάλιστα, με επίδικο τον γερμανικό ομοσπονδιακό προϋπολογισμό. Πλην όμως, η αλήθεια σπάνια είναι βολική για όλους.
Γι’ αυτό είναι χρήσιμο να εξετάσει κανείς την εν λόγω απόφαση της Καρλσρούης σε συνδυασμό με μια άλλη πρόσφατη απόφαση των Γερμανών δικαστών που επίσης ταρακούνησε τα θεμέλια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, με την οποία το ανώτατο γερμανικό Δικαστήριο είχε κρίνει ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε υπερβεί τα όρια των εξουσιών του παραχωρώντας στην ΕΚΤ τη δυνατότητα να αναλάβει την πολιτική αγοράς χρεογράφων των κρατών-μελών κατά την κρίση της Ευρωζώνης -το περίφημο QE που ενσάρκωνε το «whatever it takes» του Μάριο Ντράγκι, το οποίο, επίσης, ήταν το βασικό εργαλείο αποτροπής μιας κατάρρευσης της ευρωζώνης και κατά την κρίση της πανδημίας. Η συμμετοχή της Bundesbank σε ένα τέτοιο πρόγραμμα μπορούσε, συνεπώς, να συνεχιστεί μόνον εφόσον η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ήταν σε θέση να παράσχει στοιχεία που θα αποδείκνυαν την απόλυτη αναγκαιότητα του (όπως και έγινε).
Από την οπτική γωνία της Καρλσρούης, μια τέτοια απόφαση φαίνεται απολύτως λογική. Όπως προαναφέρθηκε, δουλειά του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου δεν είναι η προστασία του θεσμικού πλαισίου της ΕΕ, αλλά του Γερμανικού Συντάγματος, το οποίο τοποθετείται στην κορυφή. Από την οπτική γωνία μιας -ήδη αποδυναμωμένης- ΕΕ, όμως, η νοοτροπία των Γερμανών δικαστών είναι εξαιρετικά επικίνδυνη, καθώς θα μπορούσε να ενθαρρύνει και άλλες χώρες (με πρώτες υποψήφιες την Ουγγαρία και την Πολωνία) να αγνοήσουν τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΕ επικαλούμενες την εσωτερική συνταγματική τους τάξη. Εκτός αν ήθελε θεωρηθεί ότι μόνο η Γερμανία διαθέτει αυτήν τη δυνατότητα, πράγμα, όμως, όχι λιγότερο υπονομευτικό της ευρωπαϊκής τάξης.
Η ανησυχία των Βρυξελλών ενισχύθηκε με μια, ακόμη, απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου τον περασμένο Μάρτιο, αυτή τη φορά να αναστείλει την κύρωση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, έως την εξέταση των σχετικών προσφυγών που είχαν κατατεθεί ενώπιον του. Και ναι μεν τελικά η Καρλσρούη άναψε το πράσινο φως, το γεγονός όμως και μόνο ότι ήταν αναγκαίο να ανάψει το πράσινο φως πριν ξεκινήσει ένα πρόγραμμα, από το οποίο εξαρτιόταν η επιβίωση των ευρωπαϊκών οικονομιών, δείχνει την κλίμακα του προβλήματος.
Έτσι εξηγείται η πολύ πρόσφατη (9 Ιουνίου) κίνηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να ξεκινήσει τις διαδικασίες εναντίον της Γερμανίας για παραβίαση θεμελιωδών κανόνων του δικαίου της ΕΕ, λόγω, ακριβώς, της ως άνω απόφασης της Καρλσρούης σχετικά με το QE. Μια κίνηση αμφίβολης χρησιμότητας και με εξαιρετικά αβέβαιες προοπτικές, ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη την κεντρική θέση του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου στη συνταγματική τάξη της Γερμανίας, μια θέση συνυφασμένη με την ίδια την πολιτειακή ανασυγκρότηση της Γερμανίας μετά τον Πόλεμο. Τι θα μπορούσε, αλήθεια, να απαντήσει η οποιαδήποτε γερμανική κυβέρνηση στις αιτιάσεις της Επιτροπής, πλην του ότι η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη και ότι δεν χωρεί καμία παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στις διαδικασίες και τις αποφάσεις του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου; Και πώς θα μπορούσε, νομικά, να θεωρηθεί μια κυβέρνηση υπόλογη για τις αποφάσεις της δικαστικής εξουσίας, δεδομένης της θεμελιώδους αρχής της διάκρισης των εξουσιών;
Όλα αυτά είναι εξόχως ενδεικτικά της εκ φύσεως ατελούς φύσης του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και των εντάσεων που αναπόδραστα δημιουργούνται όταν κυρίαρχα κράτη υπάγονται σε υπερεθνικές δομές, χωρίς απαραίτητα να πληρούνται οι ιστορικές συνθήκες για κάτι τέτοιο. Εντάσεων που ενδεχομένως κρύβονται σε εποχές ευωχίας, όσο τα πράγματα κυλούν στοιχειωδώς ομαλά, αλλά ξεσπούν όταν αρχίζουν τα προβλήματα και οι κρίσεις, αποκτώντας τη δική τους δυναμική. Αυτό θα είναι το θεμελιώδες ευρωπαϊκό δίλημμα που θα αντιμετωπίσουν οι θεσμοί της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και τα ευρωπαϊκά κράτη τα επόμενα χρόνια ή και δεκαετίες και που -αν δεν επιτευχθεί η κατάλληλη ελαστικότητα και ευελιξία- θα συνεχίσει να ωθεί την ΕΕ προς την θεσμική παράλυση –ή ακόμα και τη διάλυση: πώς να τετραγωνιστεί ο κύκλος.
O Γιάννης Γούναρης είναι Δικηγόρος, LLM London School of Economics, Διδάκτορας Νομικής ΕΚΠΑ
Πηγή: ΕΝΑ