Macro

Κάνε δουλειά σου!

Ο Βαρβιτσιώτης έχει δίκιο. Οι υπόδικοι υπάλληλοι της ναυτιλιακής εταιρείας που έσπρωξαν στον θάνατο τον Αντώνη έκαναν απλώς τη δουλειά τους. Τα θεμέλια του κόσμου μας κι όλων των συστημάτων εξουσίας και ιεραρχίας που τον συγκροτούν στέκονται στη θέση τους χάρη σε εκατομμύρια, δισεκατομμύρια ανθρώπους που κάνουν απλώς τη δουλειά τους.
 
Ακόμη κι αυτό εδώ το κείμενο, αυτής της στήλης, όση οργή κι αν περιλάβει για την απαθή δολοφονία στον Πειραιά, υπάρχει γιατί ο υπογράφων «κάνει τη δουλειά του», μαζί με πολλούς άλλους, για να συντεθεί ένα προϊόν που θα πουληθεί στα περίπτερα και στο διαδίκτυο. Η μόνη διαφορά είναι ότι το συλλογικό αφεντικό αυτού του μαγαζιού θέτει έναν βασικό κανόνα δουλειάς: δουλειά μας είναι να ελέγχουμε ποιον υπηρετεί η δουλειά του καθενός. Και ενίοτε αυτό σημαίνει ότι πρέπει να επικροτήσουμε τους πολλούς ή λίγους αυτού του κόσμου που τελικά δεν κάνουν τη δουλειά τους.
 
Ο κόσμος μας παλινδρομεί μεταξύ προόδου και ολέθρου χάρη στους ανθρώπους που απλώς κάνουν τη δουλειά τους. Ακόμη κι αν αυτή περιλαμβάνει το καθήκον να αδιαφορούν για τον πόνο και τη ζημιά που προκαλεί η δουλειά κάποιων άλλων. «Δουλειά σου εσύ», είναι η αφοπλιστική επιταγή προς κάποιον που θεωρεί ανθρώπινη υποχρέωση να αντιδράσει στη «δουλειά» ενός άλλου που προκαλεί κακό.
 
Αλλά στη δουλειά «Δεν υπάρχει κακό». Στην ομότιτλη ταινία του Ιρανού σκηνοθέτη Μοχάμαντ Ρασούλοφ («There is no Evil», Χρυσή Αρκτος στο Βερολίνο το 2020), στην πρώτη από τις τέσσερις ιστορίες παρακολουθούμε το 24ωρο ενός εργαζόμενου οικογενειάρχη στο Ιράν που απλώς κάνει τη δουλειά του. Παίρνει το παιδί του από το σχολείο, κάνει τα ψώνια από το σούπερ μάρκετ, τρώει πίτσα με την οικογένειά του, συζητά με την πεθερά του και τη σύζυγό του για τις ανάγκες του σπιτιού, πλαγιάζει, και την επόμενη μέρα, πάει στη δουλειά. Μπαίνει σε ένα μικρό δωμάτιο με διακόπτες, τρώει το κολατσιό του, κοιτάζει από ένα μικρό παράθυρο σε μια διπλανή αίθουσα και ύστερα πατάει έναν διακόπτη. Ακούγεται ένας γδούπος κι η τελευταία σκηνή της ιστορίας είναι τα αιωρούμενα γυμνά πόδια πόδια των μόλις απαγχονισμένων ανθρώπων. Αυτή είναι η δουλειά του απαθούς ήρωα της ταινίας, έξυπνα και συγκλονιστικά αφοσιωμένης στην αποδοκιμασία της θανατικής ποινής. Ο ήρωας της πρώτης ιστορίας έκανε απλώς τη δουλειά του, ενώ ο ήρωας της δεύτερης ιστορίας της ταινίας, ένας νεοσύλλεκτος στρατιώτης που καλείται να συμμετάσχει στην πρώτη εκτέλεση καταδικασμένων σε θάνατο διά πυροβολισμού, προσπαθεί απεγνωσμένα και με τον κίνδυνο να θεωρηθεί λιποτάκτης ακριβώς το αντίθετο: να μην κάνει τη δουλειά του. Με ποιον είμαστε, άραγε;
 
Στο βιβλίο του Μπέρνχαρντ Σλινκ «Διαβάζοντας στη Χάνα» (και στην ταινία «Σφραγισμένα χείλη»), η ηρωίδα δικάζεται για εγκλήματα πολέμου, γιατί ως δεσμοφύλακας των SS άφησε να καούν ζωντανές 300 Εβραίες κλεισμένες σε μια εκκλησία που είχε βομβαρδιστεί κατά την εκκένωση στρατοπέδου κοντά στο Αουσβιτς. Η Χάνα λέει στους δικαστές πως η εντολή από τους ανωτέρους της ήταν να μην ανοίξει η πόρτα της εκκλησίας, ώστε να σωθούν οι γυναίκες. Δεν μπορούσε να παραβιάσει την εντολή, αυτή ήταν η δουλειά της. «Εσείς τι θα κάνατε στη θέση μου;» λέει στον αμήχανο Γερμανό δικαστή, που ενδεχομένως έκανε κι αυτός «τη δουλειά του» στη διάρκεια της ναζιστικής κυριαρχίας. Αλλωστε, αυτό ακριβώς οδήγησε την άλλη Χάνα, την Αρεντ, να εισηγηθεί την έννοια της κοινοτοπίας του κακού, παρακολουθώντας τη δίκη του Αϊχμαν στο Ισραήλ. Ο αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος ισχυρίστηκε πως εκτελούσε διαταγές, ότι απλώς «έκανε τη δουλειά του».
 
Ο κόσμος κινείται χάρη σε εκατομμύρια ανθρώπους που απλώς «κάνουν τη δουλειά τους». Τη δουλειά του κάνει ο CEO της πολυεθνικής που με ένα ηλεκτρονικό μήνυμα απολύει 10.000 εργαζόμενους γιατί πρέπει να προστατευτεί η επιχείρηση και τα συμφέροντα των μετόχων. Τη δουλειά του κάνει το στέλεχος της ελεγκτικής εταιρείας που βρίσκει τους πιο ευφάνταστους τρόπους για να φοροδιαφύγουν οι μεγάλοι πελάτες της. Τη δουλειά τους κάνουν οι δικηγόροι που στήνουν εικονικές εταιρείες σε φορολογικούς παραδείσους για να αποκρυφτεί το μαύρο χρήμα μαφιόζων ή καθωσπρέπει υπερπλουσίων.
 
Τη δουλειά τους κάνουν κι οι τεχνοκράτες που εισηγούνται στις κυβερνήσεις προγράμματα και μεταρρυθμίσεις λιτότητας. Τη δουλειά τους έκαναν οι επιτελείς της χούντας του Πινοτσέτ που ματοκύλησαν τη Χιλή πριν από 50 χρόνια. Και το ίδιο έκαναν και τα λαμπερά «παιδιά του Σικάγου» που εφάρμοσαν εκεί το πρώτο και πιο ακραίο νεοφιλελεύθερο «μνημόνιο» βυθίζοντας τη χώρα στη φτώχεια.
 
Τη δουλειά τους κάνουν οι δημοσιογράφοι που αναπαράγουν αμάσητα τα δελτία Τύπου και τα non papers. Και το ίδιο κάνουν οι διευθυντές των ΜΜΕ που λογοκρίνουν για λογαριασμό των ιδιοκτητών τους. Τη δουλειά τους έκαναν τα στελέχη της τρόικας που έφερναν έτοιμα τα νομοσχέδια με τα μέτρα λιτότητας και το ίδιο έκαναν για δέκα χρόνια οι βουλευτές που τα ψήφιζαν χωρίς να τα διαβάσουν. Τη δουλειά του κάνει ο δήμιος που πατάει το κουμπί για να πέσει η θανατηφόρα ένεση στον θανατοποινίτη, μια απλή δουλειά κάνουν και οι μισθοφόροι της ρωσικής Wagner ή της αμερικανικής Blackwater. Τη δουλειά του κάνει ο ΜΑΤατζής που ανοίγει το κεφάλι ενός διαδηλωτή ή ο αστυνομικός που πυροβολεί στα τυφλά έναν άοπλο παραβάτη.
 
Τη δουλειά του κάνει κι ο δικαστής που βγάζει απόφαση χωρίς καν να έχει διαβάσει τη δικογραφία. Τη δουλειά του κάνει και ο εφοριακός που διαγράφει πρόστιμα εκατομμυρίων με άνωθεν εντολή, αλλά κι αυτός που στέλνει αδιακρίτως κατασχετήρια σε οφειλέτες του Δημοσίου χωρίς να ψάξει αν και ποιος μπορεί να πληρώσει. Τη δουλειά τους κάνουν και οι υπάλληλοι των servicers και των εισπρακτικών εταιρειών με το μπούλινγκ στους «κόκκινους» δανειολήπτες, το ίδιο και οι δικαστικοί κλητήρες που εκτελούν τις εξώσεις. Τη δουλειά τους κάνουν οι χρηματιστές που απογειώνουν τις τιμές των τροφίμων και των εμπορευμάτων, και οι ωτακουστές των τηλεφωνικών μας συνομιλιών, και οι πράκτορες που μας παρακολουθούν, και οι συντάκτες των προϋπολογισμών, και οι κεντρικοί τραπεζίτες. Ακόμη και ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του κάνουν τη δουλειά τους. Κυβερνούν παρακολουθώντας μια χώρα να καίγεται, να βουλιάζει, να σαπίζει.
 
Οδεύουμε στον χαμό με τη συμβολή πολλών ανθρώπων που κάνουν απλώς τη δουλειά τους. Κι όταν διαμαρτυρηθούμε «Μα τι κάνεις εκεί;» θα μας απαντήσουν ψυχρά «Κάνε δουλειά σου εσύ».
 
Ισως η μόνη μας ελπίδα είναι οι άνθρωποι που αποφασίζουν να μην κάνουν τη δουλειά τους.
 
ΚΙΜΠΙ