Οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες θεωρούνται σήμερα από πολλούς αριστερούς κεϋνσιανούς οικονομολόγους (Κρούγκμαν, Πικετί, Στίγκλιτς, Γκαλμπρέιθ, Ρουμπίνι κ.ά.) το βασικό αίτιο της υποκατανάλωσης, της υπερχρέωσης, του χαμηλού ρυθμού μεγέθυνσης των ανεπτυγμένων οικονομιών και του αποκλεισμού των εργαζομένων από τα όποια οφέλη της.
Όχι τυχαία, η μείωση των ανισοτήτων θεωρείται ο πιο αποτελεσματικός τρόπος εκπροσώπησης των συμφερόντων των υποτελών τάξεων και βρίσκεται στον πυρήνα του πολιτικού σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό, έχοντας αναγορευτεί στη βασική διαχωριστική γραμμή απέναντι στη Ν.Δ. και τη Δεξιά.
Στο Σχέδιο Προγραμματικών Θέσεων ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. (Εισαγωγή) ρητά δηλώνεται πως «…οι ανισότητες μετατρέπονται στην πρωταρχική αιτία αποκλεισμού από την ίδια την οικονομική ανάπτυξη… Οι ανισότητες που παράγει ο νεοφιλελευθερισμός και οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόστηκαν εγκλωβίζουν πλέον τις οικονομίες σε συνεχείς κύκλους κρίσης και ύφεσης, αναδεικνύουν τις ανισότητες ως κεντρικό πολιτικό διακύβευμα, επιβάλλουν τη ρήξη με τις πολιτικές αυτές και την αλλαγή του παραδείγματος της οικονομικής πολιτικής».
Αναμφίβολα τα τελευταία 40 χρόνια οι ανισότητες στο εισόδημα και τον πλούτο παροξύνθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό σαν αποτέλεσμα των ταξικών πολιτικών του νεοφιλελευθερισμού (ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές κοινωνικών δαπανών, χρηματιστικοποίηση) και της υποχώρησης του εργατικού κινήματος (παγκοσμιοποίηση, αποβιομηχάνιση, σοσιαλδημοκρατική συναίνεση). Όμως, το γεγονός αυτό καταδεικνύει μια συσχέτιση και όχι απαραίτητα αιτιώδη σχέση μεταξύ νεοφιλελευθερισμού και ανισοτήτων. Στην πραγματικότητα, η όξυνση των ανισοτήτων αποτελεί ένα σύμπτωμα της κρίσης και όχι το αίτιό της για τους εξής λόγους:
Οι ανισότητες καθαυτές είναι εγγενείς στον καπιταλισμό, όπως και σε κάθε οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που βασίζεται στην ταξική διαίρεση. Ο οικονομικός κύκλος με τις φάσεις ανόδου και ύφεσης στον καπιταλισμό υπήρξε και σε περιόδους κάμψης των ανισοτήτων (βλ. Πικετί για περίοδο 2010-2070). Αυτό σημαίνει πως περισσότερη ισότητα δεν αποσοβεί τις κρίσεις. Όμως, η τρέχουσα πρωτοφανής διόγκωση των ανισοτήτων συνδέεται με την κρίση κεφαλαιακής συσσώρευσης, στην οποία οι ανισότητες συμβάλλουν δευτερογενώς. Σήμερα το πλουσιότερο 1% κατέχει το 50% του συνολικού πλούτου παγκοσμίως, γεγονός που αποτελεί κοινωνική τροχοπέδη στην καπιταλιστική ανάπτυξη.
Μάλιστα, η τελευταία μακροχρόνια φάση κρίσης συσσώρευσης -η οποία εκδηλώνεται με τους σταθερά φθίνοντες ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης- ξεκίνησε τη δεκαετία του ’70, μία δεκαετία και κάτι δηλαδή πριν υιοθετηθούν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας που παρόξυναν τις ανισότητες. Δεν ήταν δηλαδή οι ανισότητες που προκάλεσαν την κρίση της δεκαετίας του ’70, αλλά συνέβη το αντίστροφο.
Η μεγάλη αύξηση των ανισοτήτων στην Κίνα τα τελευταία 30-40 έτη δεν εμπόδισε την ισχυρή οικονομική επέκταση, καθώς τα εισοδήματα του φτωχότερου 50% του πληθυσμού αυξήθηκαν επίσης θεαματικά. Το ίδιο παρατηρείται και σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες όπου η ανάπτυξη συμβάδισε με υψηλά επίπεδα ανισοτήτων. Ο κανόνας ωστόσο είναι η αύξηση των ανισοτήτων να συμπλέει με μια ανάπτυξη για τους λίγους, η οποία μάλιστα επιτείνει την περιβαλλοντική καταστροφή.
Η ανισότητα στον πλούτο -η οποία είναι υπερδιπλάσια της ανισότητας στο εισόδημα- χαρακτηρίζει ακόμη και τις πιο ισότιμες «σοσιαλδημοκρατικές» σκανδιναβικές χώρες, οι οποίες μπορεί να έχουν χαμηλότερη από τη μέση ανισότητα εισοδήματος αλλά έχουν υψηλότερη από τη μέση ανισότητα πλούτου: στις δέκα χειρότερες σε ανισότητα πλούτου χώρες περιλαμβάνονται οι ΗΠΑ και η Σουηδία, δηλαδή μια «νεοφιλελεύθερη» προηγμένη οικονομία όσο και μια «σοσιαλδημοκρατική».
Σύμφωνα με μελέτη οικονομολόγων της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS, 2012), οι ανισότητες δεν είναι η αιτία των κρίσεων. (https://www.nber.org/system/files/working_papers/w17896/w17896.pdf)
Η θεώρηση των ανισοτήτων ως βασικού αιτίου της κρίσης βασίζεται στην άποψη ότι η θεμελιώδης αδυναμία του καπιταλισμού βρίσκεται στην πλευρά της ζήτησης κι ότι τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις που στερούνται εισοδημάτων υποχρεώνονται να δανειστούν για να διατηρήσουν το προηγούμενο βιοτικό τους επίπεδο με συνέπεια τη χρηματοπιστωτική κρίση. Όμως, εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα προκύπτουν αν η “αχίλλειος πτέρνα” του καπιταλισμού βρίσκεται στην πλευρά της προσφοράς και ειδικότερα στην τάση του φθίνοντος ποσοστού κέρδους το οποίο προκαλεί η υπερσυσσώρευση κεφαλαίων.
Σε συνθήκες υπερσυσσώρευσης, η ανάγκη στήριξης της πλεονάζουσας προσφοράς μέσω αυξημένων πωλήσεων εξωθεί τις τράπεζες στην παροχή υπέρμετρου δανεισμού και τη δημιουργία χρηματοπιστωτικής φούσκας. Η ανισότητα του πλούτου αυξάνεται κυρίως ως αποτέλεσμα των σχέσεων ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και της συνακόλουθης συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης των παραγωγικών περιουσιακών στοιχείων στον καπιταλιστικό τομέα. Το μεγάλο κεφάλαιο (χρηματιστικό και παραγωγικό) ελέγχει τις επενδύσεις, την απασχόληση και τις χρηματοοικονομικές αποφάσεις του κόσμου: 150 εταιρείες με τις θυγατρικές τους ελέγχουν το 40% του παγκόσμιου πλούτου και 740 εταιρείες ελέγχουν το 80%. Αυτή η συγκεντρωμένη δύναμη του κεφαλαίου είναι και η πιο μεγάλη ανισότητα, από την οποία απορρέουν όλες οι άλλες.
Από τα παραπάνω συνάγεται πως οι πολιτικές που αποσκοπούν στη μείωση της ανισότητας του εισοδήματος μέσω της φορολογίας και της ρύθμισης ή ακόμη και με την αύξηση των μισθών των εργαζομένων δεν θα έχουν σημαντικό αποτέλεσμα όσο υπάρχει τόσο υψηλό επίπεδο ανισότητας του πλούτου. Και αυτή η ανισότητα του πλούτου πηγάζει από τη συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και χρηματοδότησης στα χέρια ελαχίστων. Όσο αυτή η δομή ιδιοκτησίας παραμένει ανέγγιχτη, οι φόροι επί του πλούτου και οι πολιτικές αναδιανομής εισοδήματος επίσης δεν θα επαρκούν.
Οι ανισότητες ασφαλώς χρειάζεται να μειωθούν, όπως έγινε μερικώς και επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Αν όμως δεν θέλουμε να επανέλθουν δριμύτερες όπως σήμερα, χρειαζόμαστε πολιτικές όχι απλής αναδιανομής αλλά μεταλλαγής των σχέσεων παραγωγής. Η κατοχή του πλούτου είναι τα εννέα δέκατα αυτού που αποτελεί την οικονομική και πολιτική εξουσία. Η τεράστια πλειοψηφία πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να κατέχει κοινωνικά αυτά που παράγει συλλογικά, έτσι ώστε να μπορεί να σχεδιάζει δημοκρατικά τον τρόπο διανομής αγαθών και υπηρεσιών βάσει των αναγκών, ενόσω θα ζει σε αρμονία με το περιβάλλον. Αυτό θα σήμαινε το τέλος της εμπορευματοποίησης του πλούτου που παράγουμε και αυτού που βρίσκεται στη φύση, όπως και το τέλος της εμπορευματοποίησης των κοινωνικών σχέσεων.
Ο Κώστας Καλλωνιάτης είναι οικονομολόγος
Πηγή: Η Αυγή