Macro

Καληνύχτα, κύριε Σημίτη

Έπειτα από 13 χρόνια ο πρώην πρωθυπουργός κ. Σημίτης έδωσε συνέντευξη – κατ’άλλους εξέδωσε τηλεοπτικό δελτίο τύπου– σχολιάζοντας ένα ευρύ φάσμα οικονομικών και πολιτικών διαδικασιών. Κύρια μέριμνα του κ. Σημίτη ήταν να εντυπωθεί καθαρά πως κατά τη διάρκεια των δικών του κυβερνήσεων η χώρα προσαρμόστηκε στις ευρωπαϊκές συνθήκες και έβαινε αναπτυξιακά. Το αφήγημα του κ. Σημίτη είναι απλό, τόσο απλό όσο η ιστορία όλων των αφηγημάτων: κάναμε καλά τη δουλειά μας, είμαστε δικαιωμένοι, στηρίξτε όσους θεωρούμε πως αποτελούν τη συνέχειά μας.

Ο κ. Σημίτης θεωρεί πως ο καταλληλότερος συνεχιστής των πολιτικών που εκείνος ξεκίνησε είναι ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης. Δεν έχει σημασία που ανήκει στο αντίπαλο κόμμα του άλλοτε κραταιού δικομματισμού. Ο κ. Σημίτης πιστεύει πως η ισχύς της πολιτικής διαιρετικής τομής που εισήγαγε στην Ελλάδα από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο ίδιος υφίσταται απαράλλακτη έως και σήμερα. Με αυτήν την έννοια, στο δίπολο εκσυγχρονισμός/λαϊκισμός,[1] από την καλή μεριά βρίσκεται ο κ. Μητσοτάκης.

Η πορεία του κ. Σημίτη φαντάζει λογική, μιας και πρόκειται για τον άνθρωπο που εισέφερε θεωρητικά και έμπρακτα στη δεξιά στροφή της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Στο σήμερα εκσυγχρονισμός για τον πρώην πρωθυπουργό είναι τεχνοκρατική υλοποίηση πολιτικών που εκπορεύονται από τις διευθύνουσες ελίτ των Βρυξελλών. Η οποιαδήποτε κριτική ενάντια σε αυτές είναι πισωγύρισμα, παραδοσιακή πολιτική, λαϊκισμός, η κακή πλευρά του επικρατούντος πολιτισμικού δυισμού.

Το σχήμα αυτό ανατράπηκε, βεβαίως, από την κοινωνική και κεφαλαιακή κίνηση στα χρόνια της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η ίδια αυτή κρίση δεν υπάκουσε στον κανόνα: οι χώρες που πλήχθηκαν δεν χωρίστηκαν σε εκσυγχρονιστικές και αντιεκσυγχρονιστικές. Και, ταυτόχρονα, οι πολίτες όχι απλώς δεν αποδέχτηκαν αδιαμαρτύρητα τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν για την άρση της κρίσης, αλλά συγκροτήθηκαν σε τεράστια σώματα διαμαρτυρίας σε πολλές χώρες ενάντια στη λιτότητα, υπέρ της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι κύριες πολιτικές διαιρετικές τομές άλλαξαν σε πολλές χώρες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, που στα μάτια του πρώην πρωθυπουργού φαντάζει ό,τι ο κομμουνισμός για τα μέλη των ΚΚ, φαίνεται να καταρρέει. Η σοσιαλδημοκρατία, όταν δεν αναγκάζεται σε αριστερές στροφές (δηλαδή «λαϊκισμό»), μπαίνει στο βάσανο του pasokification. Κάθε τι που πίστεψε ο κ. Σημίτης βυθίζεται και χάνεται και ο ίδιος σαν ναυαγός της ιστορίας προσπαθεί να διασωθεί, έστω και μετά από 13 χρόνια.

Το πρόβλημα όμως με τη χυδαιότητα του πρώην πρωθυπουργού δεν είναι εκεί. Ο κ. Σημίτης ήταν ο μόνος πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης που κυβέρνησε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα με τόσο μεγάλη στήριξη του συνόλου σχεδόν των ΜΜΕ και αρκετών μερίδων της αστικής τάξης και με τη συγκρουσιακή σχέση κεφαλαίου-εργασίας να τελεί εν υπνώσει. Από την εκσυγχρονιστική ομάδα της ΝΔ (Σουφλιάς, Μάνο κλπ.) μέχρι τους όσο το δυνατόν πιο δεξιούς ανανεωτικούς του ΣΥΝ (Μπίστης, Δαμανάκη κλπ.), από σοβαρούς ή ασόβαρους οργανικούς διανοούμενους (Μουζέλης, Κωστόπουλος), μέχρι τις πιο κομβικές ομάδες συμφερόντων, ο Σημίτης μεσουρανούσε και προσωποποιούσε την πορεία προς μια επιτέλους ευρωπαϊκή προοπτική.

Το παραγωγικό μοντέλο στο οποίο βασίστηκε ήταν εκείνο των «εθνικών πρωταθλητών» στη  βάση του (σχεδόν διακομματικού)ιδεολογήματος των Ολυμπιακών αγώνων και πάντα στα πλαίσια της προσπάθειας εκπλήρωσης των όρων για την είσοδο στην ευρωζώνη. Όπως έλεγε ο ίδιος κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του για τα μεγάλα δημόσια έργα: «Τα έργα θα γίνουν όπως απαιτεί το συμφέρον του ελληνικού λαού. Και το συμφέρον του ελληνικού λαού, μέσα στον ευρωπαϊκό και στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, απαιτεί –για να αναφερθώ στο συγκεκριμένο παράδειγμα– να υπάρχουν και μεγάλες τεχνικές εταιρείες».[2] Η οικονομική διαχείριση του κ. Σημίτη σε μια περίοδο ακραίας κοινωνικής, πολιτικής και μιντιακής συναίνεσης όχι μόνο απέτυχε να αλλάξει το υφιστάμενο παραγωγικό μοντέλο της χώρας, που ήταν πασιφανώς ανεπαρκές, αλλά όξυνε περαιτέρω τις δομικές αδυναμίες του και δέσμευσε τις επόμενες γενιές. Ο εκσυγχρονιστής πρωθυπουργός προτίμησε την προσωπική και κομματική βραχυπρόθεσμη αναπαραγωγή του, καθώς και την εξασφάλιση μιας δόλιας υστεροφημίας μιας και ήταν εκείνος που «μας έβαλε στην ευρωζώνη».

Έτσι, η χώρα φούσκωσε από δανεικά και χρηματιστηριακές ονειρώξεις. Άρχισε να ιδιωτικοποιεί και να μικραίνει (λες και ήταν μεγάλο) το κοινωνικό κράτος για εκείνους μόνο που το χρειάζονται (που, ω του θαύματος, ολοένα και μειώνονταν), Εθίστηκε στο να φαντασιώνεται πρωταθλητές (και για να τους έχει, να τους χορηγεί αναβολικά), να φτιάχνει γήπεδα (που δεν τα χρειαζόταν), πήρε τρισεκατομμύρια εξοπλισμών (που δεν τους χρειαζόταν) και διαπλεκόταν ολοένα και περισσότερο με επιχειρηματικά συμφέροντα. Περισσότερο και πάνω από όλα, η ακραία συναίνεση των κυρίαρχων αφορούσε στην πίστη πως η ευρωζώνη αποτελεί τον μόνο δρόμο για να γίνουμε, επιτέλους, μια κανονική χώρα.

Ο κ. Σημίτης, ως εύκτακτος λογιστής, φυσικά και γνώριζε πως μια χώρα σαν την Ελλάδα σε αυτό τον καταμερισμό εργασίας και ισχύος δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί. Ήξερε πως, χωρίς το εργαλείο της υποτίμησης του νομίσματος, το ακριβό ευρώ θα μας κοστίσει σε πολλά πεδία της οικονομίας περισσότερο από όσο θα μας κόστιζε η αδύναμη δραχμή. Επίσης, ως άνθρωπος με γνώση των γερμανικών πολιτικών, γνώριζε τις προετοιμασίες της ηγεμονεύουσας χώρας της ΕΕ να γίνει ακόμα πιο ηγεμονική εις βάρος του Νότου. Τέλος, ο κ. Σημίτης, κυβερνώντας σε μια χώρα ως αρχηγός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος υπό την στιβαρή ηγεμονία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας σε πολλές χώρες, δεν εκμεταλλεύτηκε ούτε στο ελάχιστο αυτή την ευνοϊκή συγκυρία.

Η χώρα έτρεχε με 4% ρυθμούς ανάπτυξης και αύξανε διαρκώς την παραγωγικότητά της κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του, αλλά ο κ. Σημίτης αναπροσανατόλιζε πόρους σε εντελώς λάθος μεριές, διέχεε δογματικά ιδεολογήματα διαμέσου ενός ακατάσχετου λαϊκισμού που υποσχόταν φύκια για μεταξωτές κορδέλες, αλλά εντός Ευρώπης. Ο τότε πρωθυπουργός εγκαθίδρυσε τα πιο κραταιά υποσυστήματα στο κράτος, τις τράπεζες και τις κομβικές επιχειρήσεις. Οι συνεργάτες του διαχειρίζονται ακόμα εν πολλοίς κρίσιμους αρμούς της οικονομικής αναπαραγωγής. Ο Παπαδήμος, ο Στουρνάρας, ο Χαρδούβελης, ο Ταμβάκης, ο Ράπανος είναι απλώς οι πιο επιφανείς φίλοι του.

13 χρόνια μετά το τέλος της περιόδου του εκσυγχρονισμού ο κ. Σημίτης μας ξαναείπε τα ίδια, αλλά το ξαναζεσταμένο φαγητό που μας σέρβιρε σε ιλουστρασιόν συσκευασία ΣΚΑΪ φάνηκε πια πως ήταν και μπαγιάτικο και άγευστο.

[1] «Ο φαύλος κύκλος πρέπει να σπάσει. Η απάντηση στην κρίση δεν μπορεί να προέλθει μόνον από την αντιπαράθεση κομμάτων. Θα προέλθει από την αντιπαράθεση λαϊκιστών και εκσυγχρονιστών μέσα στα κόμματα» .

Κώστας Σημίτης  (1989), εισαγωγή, στο Νίκος Π. Μουζέλης, Θάνος Λίποβατς,  Μιχάλης Σπουρδαλάκης, Λαϊκισμός και πολιτική, Αθήνα: Γνώση, σελ. 13-14.

[2] Από Δ. Α. Παπαδόπουλος – Λ. Λουλούδης, «Η κοινωνική ανοχή των δικτύων διαπλοκής στην Ελλάδα (1989-2000)», στον συλλογικό τόμο Ιδεολογικά ρεύματα και τάσεις της διανόησης στη σημερινή Ελλάδα, Αθήνα: Ίδρυμα Σάκης Καράγιωργας, σελ. 154.

 

O Βασίλης Ρόγγας είναι υποψήφιος διδάκτορας Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.