Φραντς Κάφκα «Ο Μπλούμφελντ, ένας γηραιός εργένης», μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδόσεις η βαλίτσα, 2021
Ο Μπλούμφελντ είναι μια ημιτελής ιστορία. Μια ιστορία που ο Κάφκα άρχισε να γράφει τον Φεβρουάριο του 1915 και από την οποία υπάρχουν, έχουν απομείνει, δύο σεκάνς, δύο σύντομες σκηνές που εκτυλίσσονται η μία στο σπίτι και η άλλη στον χώρο της εργασίας του πρωταγωνιστή: «οι δύο πυλώνες του δυτικού πολιτισμού, η προσωπική και η επαγγελματική ζωή του ανθρώπου, τα δύο κολαστήρια του Φραντς Κάφκα», όπως επισημαίνει ο μεταφραστής στην εισαγωγή του στο βιβλίο.
Ο γηραιός εργένης Μπλούμφελντ, ένας άνθρωπος που ζει μια «κανονική» ζωή αν και αρκετά μοναχική («αυτή η πλήρως μοναχική ζωή είναι πολύ ενοχλητική», σκέφτεται), φτάνει ένα βράδυ στο δωμάτιό του ενώ στο μυαλό του γυροφέρνουν τα υπέρ και τα κατά της απόφασης να πάρει έναν σκύλο, για παρέα: διαρκώς τείνει προς την απόρριψη αλλά, σχολαστικός όπως είναι, συνεχώς «επανέρχεται στις ίδιες σκέψεις».
Φτάνει, λοιπόν, στο δωμάτιό του και πριν καλά καλά ανοίξει την πόρτα συνειδητοποιεί ότι κάτι συμβαίνει. Ξεκλειδώνει την πόρτα και, μπαίνοντας μέσα, έρχεται αντιμέτωπος με το παράλογο, με το ασυνήθιστο, με το απίθανο: «αυτό πάλι είναι μαγεία». Ο Μπλούμφελντ αρχίζει να βυθίζεται και να ενσωματώνει αυτό το απίθανο, και ο κόσμος γύρω του σαν να αλλάζει: άψυχα αντικείμενα σαν να ζωντανεύουν (στα μάτια του;), «φοβούνται», έχουν μια «τυφλή μανία», «εργάζονται», ρίχνουν «απλώς μια ματιά», κάνουν ό,τι «τους υπαγορεύει το καθήκον τους», «έχουν μια προαίσθηση». Σε αυτή την (τραγικοκωμικά) παράλογη κατάσταση, οι ρόλοι μοιάζουν ακόμα και να αντιστρέφονται. Τελικά ο γηραιός εργένης της ιστορίας μας θα βρει έναν δικό του τρόπο να διαχειριστεί το απίθανο. Άλλωστε, όπως πιστεύει ο Μπλούμφελντ, όπως γράφει ο Κάφκα, «και το ασυνήθιστο θα έχει τα όριά του».
Στη συνέχεια, αφού θεωρεί ότι έχει διαχειριστεί επιτυχώς τον παραλογισμό που έζησε στο σπίτι, ο Μπλούμφελντ φεύγει για να πάει στο «εργοστάσιο λευκών ειδών, στο οποίο είναι υπάλληλος» και όπου διαδραματίζεται το δεύτερο μέρος της ιστορίας, με πρωταγωνιστές τον ίδιο, τον εργοστασιάρχη, κύριο Όττομαρ, και τους υφισταμένους του Μπλούμφελντ. Με άλλες αποχρώσεις πια, ο Μπλούμφελντ θα ζήσει και εκεί το παράλογο, και μάλιστα σε έναν χώρο που υποτίθεται ότι ο πυρήνας του βρίσκεται στον ορθολογισμό.
Ποτέ δεν θα μάθουμε για ποιον λόγο ο Κάφκα δεν ολοκλήρωσε την ιστορία του Μπλούμφελντ, με αποτέλεσμα να έχουμε στα χέρια μας μόνο αυτό το σπάραγμα. Να ήταν αυτό που γράφει ο μεταφραστής του, ότι «ούτε η πρώτη ήταν ούτε η τελευταία φορά που ο Κάφκα ήταν δυσαρεστημένος με τα γραπτά του»; Εν πάση περιπτώσει, νομίζω ότι η πρώτη σεκάνς της ιστορίας κάλλιστα θα μπορούσε να αποτελεί μια αυτοτελή και σχεδόν πλήρη «καφκική» ιστορία. Το ιστορικό της συγγραφής του Μπλούμφελντ, πάντως, το διαβάζουμε λεπτομερώς στην εισαγωγή του βιβλίου, που συμπληρώνεται και από ένα επίμετρο για τον Κάφκα και την εποχή του.
Σε αυτή τη δίγλωσση έκδοση υπάρχουν και QR Codes που, αν ο αναγνώστης ή η αναγνώστρια τους σαρώσει με τάμπλετ ή εξοπλισμένο κινητό, μπορεί μέσω διαδικτύου να ακούσει την ανάγνωση του βιβλίου.
Κώστας Αθανασίου
Πηγή: Η Εποχή