Η έκδοση ενός αμετάφραστου μυθιστορήματος του Τζόζεφ Κόνραντ (1857-1924) είναι σπουδαίο εκδοτικό γεγονός αν σκεφτεί κανείς ότι Η καρδιά του σκότους μετράει τρεις μεταφράσεις σε κυκλοφορία. Η Τύχη δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα μεγάλα έργα του μοντερνιστή συγγραφέα, φέρνει όμως τα αποτυπώματα των μυθοπλασιών που προηγήθηκαν και μάλιστα σε μια στιγμή που ο Κόνραντ, στα πενήντα επτά του, ήθελε να αποδείξει ότι είναι ακόμη ακμαίος. Θα πεθάνει δέκα χρόνια αργότερα έχοντας αφήσει πίσω του μια ανεκτίμητη κληρονομιά στην αγγλική και παγκόσμια λογοτεχνία. Ένας Πολωνός, που πολιτογραφήθηκε Άγγλος, εμπλουτίζοντας τη γλώσσα και τη μυθοπλασία μιας χώρας με ισχυρή λογοτεχνική παράδοση.
Η Τύχη κυκλοφόρησε το 2014, αφού είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες στο κυριακάτικο ένθετο της εφημερίδας New York Herald. Πούλησε 13.000 αντίτυπα, τρεις φορές περισσότερο από το προηγούμενο μυθιστόρημα του «Με τα μάτια ενός δυτικού», και ακολούθησαν 20.000 αντίτυπα στην Αμερική καθιστώντας την το πλέον ευπώλητο βιβλίο του. Ήταν το μοναδικό του έργο με γυναικεία ηρωίδα και «ευτυχισμένο» τέλος. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα διαπιστώνουμε ότι οι αποφάνσεις αυτές είναι μάλλον άστοχες. Ενδεχομένως ένα δυνατό μάρκετιγκ και ένας επίμονος εκδότης να ώθησαν το βιβλίο στην εμπορικότητα την οποία –γιατί όχι– την επιθυμούσε επιτέλους και ο ίδιος ο συγγραφέας.
Η ιστορία δεν είναι καθόλου γραμμική, αναπαράγεται μέσα από διαφορετικούς αφηγητές που μεταφέρουν και συμπληρώνουν τα στοιχεία των προηγούμενων. Ο βασικός αφηγητής είναι ανώνυμος, αυτός πρωτακούει για την Φλόρα Μπαράλ από τον γνωστό μας Μάρλοου, τον ναυτικό που συναντήσαμε σε προηγούμενες ιστορίες του Κόνραντ («Νιάτα», «Η καρδιά του σκότους», «Λόρδος Τζιμ»). Εδώ είναι κάπως πιο κουρασμένος και έξω από τα νερά του καθώς δεν βρίσκεται στα θαλασσινά νερά. Άλλωστε το μισό περίπου μυθιστόρημα διαδραματίζεται στην αγγλική στεριά και έπειτα η δράση μεταφέρεται πάνω στο καράβι όπου θα συμπλεύσουν –τυχαία;– οι βασικοί χαρακτήρες του μυθιστορήματος: η νεαρή γυναίκα Φλόρα Μπαράλ, ο γερασμένος πατέρας της, που μόλις έχει αποφυλακιστεί, ο πλοίαρχος Άντονι και ο νεαρός ανθυποπλοίαρχος Πάουελ, βασικός τροφοδότης της ιστορίας μέσω του Μάρλοου για τον οποίο ο ανώνυμος αφηγητής τονίζει: «Με τον Μάρλοου ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος». Δεν είναι και ο μόνος αφού στο μυθιστόρημα κυριαρχούν οι «αναξιόπιστοι αφηγητές». Και πώς όχι, όταν η ιστορία έχει συμβεί μερικά χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια δεκαεπτά ετών, και πυροδοτείται από τη συνάντηση του Μάρλοου με τον υποπλοίαρχο Πάουελ στα έλη των αγγλικών ακτών.
Κορίτσι στη θάλασσα
Το κορίτσι, μοναχοπαίδι του Ντε Μπαράλ, θα φιλοξενηθεί από την οικογένεια των Φέιν, τη στιγμή που ο πατέρας της φυλακίζεται ύστερα από μια σειρά μεγάλων οικονομικών σκανδάλων – πιο απλά έχοντας καταληστέψει όσους του είχαν εμπιστευτεί τα χρήματά τους για επενδύσεις και γρήγορο κέρδος. Ο τραπεζίτης Ντε Μπαράλ, μετά το κραχ, είναι πια κατάδικος με αποτέλεσμα οι καταθέτες και οι αρχές να του έχουν πάρει πίσω ακόμη και το ρολόι του. Οι Φέιν είναι ένα ιδιαίτερο ζευγάρι που θα χρειαζόταν σελίδες για να περιγραφεί. Η απόφασή τους να προστατέψουν μια ταλαιπωρημένη, φτωχή, έφηβη και να την κρατήσουν μακριά από έναν αδιάφορο συγγενή της (τον έστειλε ο Μπαράλ να την πάρει κοντά του), παραπέμπει στα έργα του Ντίκενς, για τον οποίο μάλιστα γίνεται ευκρινής αναφορά μέσα στο μυθιστόρημα.
Κανένας δεν την ήθελε κοντά του. Η Φλόρα είναι ατίθαση, ακοινώνητη, θυμωμένη με όλους και αργότερα αποφασίζει να ακολουθήσει τον πλοίαρχο Άντονι, αδελφό της κυρίας Φέιν, ύστερα από τόσα χρόνια ταλαιπωρίας και κακομεταχείρισης που υπέστη, φτάνοντας στα όρια της τρέλας. Η απόφασή της αναστατώνει τους Φέιν, αλλά και το πλήρωμα του Φερντέιλ που θα την υποδεχθεί με καχυποψία στη νέα της ζωή μέσα στη θάλασσα. Ο πλοίαρχος Άντονι, ντροπαλός και αμήχανος με τις γυναίκες, έπρεπε να εξηγήσει πολλά στη φεμινίστρια αδελφή του, η οποία δυσπιστούσε σε κάθε αντρική άποψη που δεν ενείχε επαρκή θηλυκότητα. Όμως ο λιγομίλητος Άντονι, γιος εκκεντρικού ποιητή, ήταν και ο μόνος που μίλησε ανοιχτά στην Φλόρα: «Είμαι ο άντρας που θα σας πάρει μακριά τους… μου είπατε ότι δεν έχετε φίλους. Ούτε κι εγώ… Με ποιον θα αποχωριζόσασταν; Κανέναν. Δεν έχετε κανέναν να σας ανήκει». Ο ερωτευμένος πλοίαρχος πράγματι θα την σώσει.
Στη μισά του μυθιστορήματος ο Μάρλοου, φέρνει με την αφήγησή του στο προσκήνιο την Φλόρα που την συνάντησε στον δρόμο έτοιμη να ακολουθήσει τον Άντονι. Με τον Μάρλοου είχαν ξαναβρεθεί, σε μια δύσκολη, αυτοκτονική στιγμή της ζωής της όμως τώρα: «Αδύνατη, κοκαλιάρα σχεδόν, με το σεμνό μαύρο της φόρεμα, αποτελούσε μια ελκυστική και οπωσδήποτε ποθητή μικρόσωμη φιγούρα.»
Και όμως η παρουσία της επιταχύνει τον ρυθμό της ιστορίας, παρόλο που η νεοπαντρεμένη Φλόρα βρίσκεται συνεχώς κλεισμένη στην καμπίνα της έχοντας βασικό ανταγωνιστή της το πλήρωμα και ειδικά τον υποπλοίαρχο Φράνκλιν, ο οποίος δεν ήθελε να μοιραστεί με τίποτε και με κανέναν τον πλοίαρχο Άντονι! Τελικά, η Φλόρα ήταν καταδικασμένη να την υποψιάζονται ακόμη και μέσα στη θάλασσα! Οι σκηνές εν πλω θα μεταφερθούν στον Μάρλοου από τον ανθυποπλοίαρχο Πάουελ, ο οποίος θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της ιστορίας πάνω στο Φερντέιλ.
Τύχη μέσα στην ατυχία
Διαβάζοντας σήμερα την Τύχη αναρωτιόμαστε πόσο διαφορετικοί ήταν οι αναγνώστες του Κόνραντ ώστε να παρακολουθούν σε συνέχειες μια ιστορία με τόση περίπλοκη δομή. Βέβαια, η τελική εκδοχή του κειμένου υπέστη κάποιες αλλαγές αλλά εκεί, στο μπάσιμο του 20ού αιώνα, που ερχόταν δριμύς και ανήσυχος, η λογοτεχνία άνοιγε τα πρώτα της μεγάλα μέτωπα. Οι μοντερνιστές καταβυθίζονταν στη γραφή και στην κοινωνία, ένα κίνημα στο οποίο ο Κόνραντ υπήρξε πρωτοπόρος εκδίδοντας το 1895 το πρώτο του μυθιστόρημα «Η τρέλα του Αλμάγερ» και το 1902 το αριστουργηματικό Η καρδιά του σκότους».
Η Τύχη μιλάει –έστω και πρωτοφεμινιστικά– για τη γυναίκα, για τη συντροφικότητα των αντρών, για τις φούσκες των τραπεζιτών και την απληστία των επενδυτών, για την αβεβαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Το σκοτάδι κι εδώ επικρατεί ως βασικό ατμοσφαιρικό ή αλληγορικό στοιχείο, στη θάλασσα, στα έλη, στη νύχτα, στις ψυχές, στη μοναχικότητα των ανθρώπων. Προφανώς η τύχη αλλάζει στη ζωή ορισμένων υπάρξεων όπως της Φλόρας, αν θεωρηθεί «τυχερή» με όσα έζησε και όσα εμείς μαθαίνουμε διαθλασμένα και αποσπασματικά. Η ασυγκράτητη και ανήσυχη αφήγηση της Τύχης συμπίπτει εκδοτικά και με την έναρξη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου όπου κανένας δεν θα σταθεί τυχερός.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης